Με άρωμα και «Γεύση Βουνού» και με μία βαθιά ριζωμένη στον τόπο, αγροτική οικογενειακή παράδοση που τρέφεται από την ορμή και το όραμα της νεότερης γενιάς, ο Βατόλακκος Γρεβενών και η οικογένεια Καραπά, ταξιδεύουν τα βότανα και τα αρωματικά φυτά τους από τα χωράφια και τις λαϊκές αγορές του χωριού, στις κουζίνες και στα ντελικατέσεν Ελλάδας και Ευρώπης.
Καθοδηγητής σε αυτό το ταξίδι, ο νεαρός γεωπόνος Βασίλης Καραπάς, το μικρότερο παιδί μιας αγροτικής οικογένειας που ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του (διατηρούσε καλλιέργειες με σιτηρά) και ορμώμενος από την ιστορία της γιαγιάς Μαγδαληνής που μάζευε και πούλαγε στους πάγκους της λαϊκής, τη ρίγανη και τα θυμάρια της, εξέλιξε την αγάπη του για τη Μακεδονική γη και τους αγνούς θησαυρούς της και χάραξε νέα μονοπάτια στο δρόμο των προγόνων του.
«Η γιαγιά Μαγδάλα, όπως τη φώναζαν στο χωριό, μας μετέφερε τη γνώση της για τα αρωματικά φυτά και μας δίδαξε πως οι παραδοσιακοί σπόροι είχαν τεράστια σημασία για τη γεωργική ιστορία του τόπου μας» μου λέει ο Βασίλης και θυμάται τον εαυτό του πώς ξεκίνησε, πίσω το 2014, την περίοδο που ενώ ακόμα ήταν φοιτητής, ζήτησε από τον πατέρα του ένα κομμάτι γης για να καλλιεργήσει εκεί αρχικά ρίγανη και έπειτα τσάι του βουνού. Τα λιγοστά στρέμματα που πήρε τότε δεν άργησαν να επεκταθούν, οι καλλιέργειες σε αυτά να του αποφέρουν τους πλούσιους καρπούς τους και πλέον φτάνοντας στο σήμερα, με μαεστρία να διοικεί μια κάθετη μονάδα παραγωγής υπεύθυνη για το brand name «Γεύση βουνού». Εκτός από ρίγανη και τσάι του βουνού, μέσα στις συσκευασίες του κλείνονται επίσης, θυμάρι, φασκόμηλο, σαφράν και μελισσόχορτο, με το 80% της συνολικής παραγωγής να διοχετεύεται σε χώρες της Ευρώπης.
Οικογενειακή υπόθεση με μεράκι και χειρωνακτική δουλειά
«Εδώ» μου εξηγεί ο Βασίλης «Όλα γίνονται με το χέρι. Από την σπορά και το ξεχορτάριασμα, μέχρι τη συγκομιδή, το στέγνωμα στη δροσιά της τσιμεντένιας αποθήκης (βοηθά στο να μην εξατμιστούν τα αιθέρια έλαια των φυτών) αλλά και τη συσκευασία, κομμάτι στο οποίο βοηθούν οι αδερφές και η μητέρα μου».
Όσο για την σπορά; Αυτή, για όλες τις καλλιέργειες, διευκρινίζει ο Βασίλης γίνεται μία φορά και κρατά για περίπου 6-7 χρόνια. Ωστόσο, πλέον «είμαστε σε θέση, και μετά από πολλά πειράματα, να κάνουμε καλλιέργειες πολλαπλασιαστικού υλικού, να δημιουργούμε δηλαδή τα δικά μας φυτά από μοσχεύματα». Η συγκομιδή, από την άλλη, γίνεται μία φορά το χρόνο για τη ρίγανη και το τσάι του βουνού, δύο φορές για το μελισσόχορτο και τρεις για το θυμάρι και το φασκόμηλο. «Ξεκινάμε νωρίς την άνοιξη με το θυμάρι και λίγο αργότερα συνεχίζουμε με το φασκόμηλο, ενώ ακολουθούν το τσάι, το μελισσόχορτο και στο τέλος η ρίγανη»» μου εξηγεί ο Βασίλης και χαμογελά όταν τον ρωτώ τα για τερτίπια του καιρού και πόσο τον αγχώνουν στην όλη παραγωγική διαδικασία. «Φέτος που δεν είχαμε βροχές, έχουμε πεσμένη παραγωγή σε όλες μας τις καλλιέργειες. Από την άλλη, πρόπερσι που είχαμε πάρα πολλές βροχές, πάλι είχαμε ζημιές. Χρειάζεται ισορροπία και στη συχνότητα των βροχών αλλά και στα κυβικά του νερού για να πάρουμε την επιθυμητή σοδειά».
Και μπορεί ο καιρός να είναι ρυθμιστής του τι θα μπει τελικά στο καλάθι της οικογένειας Καραπά, οι κόσμος όμως του χωριού, είναι συνοδοιπόρος σε όλο αυτό το ταξίδι του. «Οι συγχωριανοί μου εκτός από το “μπράβο” και την ηθική στήριξη που μου δίνουν, από την πρώτη κιόλας μέρα, συνεχίζουν να με στηρίζουν είτε με την παρέα τους, είτε με την πρακτική τους βοήθεια στα χωράφια ή στη μεταποίηση».
Ο ρόλος της γιαγιάς Μαγδαληνής
Ο χειμώνας, πάντα, βρίσκει την οικογένεια συγκεντρωμένη στο συσκευαστήριο, να ετοιμάζει πυρετωδώς τα εμπορεύματα ώστε να φύγουν εγκαίρως στα διάφορα σημεία διανομής τους σε Ελλάδα και εξωτερικό. Την ίδια ώρα, μνημονεύει τη γιαγιά Μαγδαληνή που αν και έχει «φύγει» από τη ζωή, πρόλαβε να τους μάθει να δείχνουν αγάπη, προσήλωση και επιμονή σε ό,τι τους γεμίζει. «Την πρώτη χρονιά» θυμάται ο Βασίλης «όταν βγήκαμε με μοναδικό κωδικό μας τη ρίγανη, η γιαγιά έτριψε μόνη της, με τα χέρια της, όλη τη ρίγανη, πάνω από κόσκινα και έπειτα την καθάρισε κλωναράκι-κλωναράκι». Μία ακόμα εικόνα της που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη του είναι όταν πρωτοέβγαλαν το τσάι σε πουγκάκια. «Χρειάστηκε μόλις μία φορά» μου λέει ο Βασίλης «να της δείξω στη ζυγαριά την ποσότητα του τσαγιού που ήθελα να βάζει μέσα σε κάθε πουγκάκι και αυτή κάθισε και γέμισε όλα τα πουγκάκια, χωρίς τη ζυγαριά, με το μάτι που λέμε, και το εκπληκτικό είναι ότι στα 100 πουγκάκια μόλις σε 5-6 έπεσε έξω στο ζύγι! Η ικανότητα, που πήγαζε από την εμπειρία της, αξιοθαύμαστη».
«Κρίμα που δεν πρόλαβε να μας δει τώρα που ετοιμαζόμαστε να βγάλουμε τα προϊόντα μας στην Αμερική», μου λέει ο Βασίλης, καθώς η συζήτηση πηγαίνει στους επόμενους στόχους του. Μέσα σε αυτούς, όπως μου αναλύει, είναι και ο προσανατολισμός της επιχείρησής του στην κατεύθυνση του αγροτουρισμού. «Ο τόπος μας έχει ανάγκη από εξωστρέφεια. Να γνωρίσει ο κόσμος ποιοι είμαστε και τι παράγουμε! Θέλουμε να μπορεί ο οποιοσδήποτε να επισκέπτεται τον χώρο μας, να τον ξεναγούμε, να καλλιεργεί, να συσκευάζει ακόμα και να πειραματίζεται μαζί μας σε νέες καλλιεργητικές τακτικές. Με λίγα λόγια θέλουμε να δώσουμε ξανά ζωντάνια στο νομό μας».