Από τους ελαιώνες της Κορινθίας και τα 150 στρέμματα γης στο χωριό Άσσος στα ράφια των μεγαλύτερων ελληνικών και ξένων delicatessen. Το εξαιρετικό παρθένο, βιολογικό και μονοποικιλιακό, ελαιόλαδο της οικογένειας Θεοδώρου (ποικιλία κορωνέϊκη), με την επωνυμία Qoppa, παραδίδει μαθήματα παραδοσιακής ελληνικής ελαιοκομίας, αποδεικνύοντας πως όταν κάτι ξεκινά με πάθος και συνεχίζει με μεράκι δεν μπορεί παρά κάποια στιγμή να αποδώσει καρπούς και μάλιστα εξαιρετικούς!
Έχουν περάσει μόλις πέντε χρόνια από τότε που οι αδελφές Θεοδώρου, Φρόσω (πτυχιούχος Πολιτικός Μηχανικός) και Φιλιώ (έχει σπουδές στα Ψηφιακά Συστήματα και μεταπτυχιακό στην Κοινωνιολογία), εγκατέλειψαν όλα εκείνα που ήταν μέρος της καθημερινότητάς τους για να επιστρέψουν στις ρίζες τους, να ενωθούν επιχειρηματικά και να περπατήσουν στα αγροτικά χνάρια των προγόνων τους. Στα χνάρια που πρωτοχάραξε η γιαγιά τους, αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν μόνη της, με ένα γαϊδούρι συντροφιά, φύτευε τις πρώτες ελιές της οικογένειας στο χωριό, φτάνοντας σήμερα τα ίδια δέντρα να γεμίζουν τα limited edition μπουκάλια της Qoppa.
Κάπως έτσι, λοιπόν, ο μόχθος της γιαγιάς και μετέπειτα του πατέρα τους, εμφιαλώθηκε σε ένα καλαίσθητο μπουκάλι 500 ml, απέκτησε εμπορική ταυτότητα και ξεκίνησε να ταξιδεύει ανά τον κόσμο, με σήμα κατατεθέν την εμβληματική φιγούρα του φτερωτού Πήγασου και με ένα brand name ταυτόσημο της αρχαίας κορινθιακής ιστορίας. «Εμπνευστήκαμε από το αρχαίο κορινθιακό νόμισμα ύστερα από μία επίσκεψή μας στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης» μου λέει η Φιλιώ και συνεχίζει εξηγώντας μου «Το ”κόππα”, σύμβολο Ϙ (Q), ήταν γράμμα των πρώιμων ελληνικών αλφαβήτων, τοποθετημένο μεταξύ του π και του ρ. Το όνομα Κόρινθος στα πρώιμα ελληνικά αλφάβητα γραφόταν ως QΟΡΙΝΘΟΣ και το Q βρισκόταν στα αρχαία κορινθιακά τετράδραχμα κάτω από τα πόδια του Πήγασου».
Η ισχύς εν τη ενώσει
Αυτή την εποχή (ήδη από τέλη Οκτώβρη με αρχές Νοέμβρη) οι δύο αδερφές περνούν τις περισσότερες ώρες της μέρας τους στον ελαιώνα. Είτε βοηθώντας στη συγκομιδή, είτε ξεναγώντας, στο πλαίσιο των αγροτουριστικών τους δραστηριοτήτων, τους επισκέπτες τους από το Εξωτερικό. «Η ελιά χρειάζεται χέρια και οι εργάτες δεν φτάνουν. Μπορεί να είναι κουραστικό για εμάς αλλά είναι και ψυχοθεραπευτικό» παραδέχεται η Φρόσω. Τι κάνουν, λοιπόν επί το έργον; Απλώνουν δίχτυα, κοσκινίζουν, ξεσκαρτάρουν τους καρπούς, σακιάζουν τις ελιές και έπειτα τις πηγαίνουν στο λιοτρίβι περιμένοντας με αγωνία να βγει η πρώτη λαδιά, να τη δοκιμάσουν πάνω σε ζεστό ψωμί και στο τέλος να τη στείλουν για τους απαιτούμενους ελέγχους λίγο πριν την εμφιάλωση.
Στο ερώτημά μου γιατί Κορωνέϊκη και οι δύο μου απαντούν: «Γιατί θεωρείται, και δικαίως, η βασίλισσα όλων των ποικιλιών ελιάς. Είναι ανθεκτική στις ασθένειες, στην έλλειψη νερού και στις μεγάλες ζέστες, αντέχει στο χρόνο, συν ότι οι περισσότεροι καταναλωτές είναι απόλυτα εξοικειωμένοι με τη γεύση της».
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής φεύγει στο εξωτερικό: Στη Γερμανία (σε σχεδόν όλες τις μεγάλες πόλεις), στη Γαλλία (σε Παρίσι και Γαλλική Ριβιέρα), στο Μονακό, στην Ολλανδία, αλλά και σε κάποιες Σκανδιναβικές χώρες και προσφάτως και στον Καναδά. Αλλά και στην Ελλάδα, τα μπουκάλια της Qoppa καταλήγουν σε επιλεγμένα καταστήματα deli της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και ορισμένων τουριστικών νησιών.
Όταν η κουβέντα αναπόφευκτα πηγαίνει στο ράλι τιμών που σημειώνεται φέτος στην πώληση του ελληνικού ελαιολάδου, διευκρινίζουν: «Σίγουρα για τα επόμενα δύο χρόνια η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί. Είναι μια εξέλιξη αναμενόμενη λόγω της μειωμένης ελαιοπαραγωγικής σοδειάς όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Δεχόμαστε τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, των φυσικών καταστροφών που στέρησαν από τον πλανήτη εκατομμύρια ρίζες ελιές αλλά και των εξαιρετικά κοστοβόρων απαιτήσεων όχι μόνο στα εργατικά αλλά και στην χρήση του νερού που όλο και δυσχεραίνει την συνθήκη».
Σεμινάρια ελαιογνωσίας με άρωμα γυναίκας
Εδώ και δύο χρόνια, η οικογένεια Θεοδώρου έχει ξεκινήσει το project Corinthian Olive oil tasting. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο, βιωματικό σεμινάριο ελαιογνωσίας που ξεκινά διαδραστικά από τον ελαιώνα της οικογένειας (ανάλογα με την εποχή οι συμμετέχοντες παίρνουν μέρος στη συγκομιδή της ελιάς) και καταλήγει στην πατρική κατοικία των δύο αδερφών. Εκεί, εφ’ όσον τους δοθεί η απαραίτητη θεωρητική πληροφόρηση, ακολουθεί δοκιμασία διαφόρων ελαιολάδων, εξαιρετικά παρθένων και μη, ώστε να μπορέσουν οι συμμετέχοντες να αντιληφθούν τις διαφορές στην ποιότητα και να κατανοήσουν ότι το γνήσιο, εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο φέρει τα εξής τρία χαρακτηριστικά: είναι πικρό, φρουτώδες και πικάντικο. Τον κύκλο των συναντήσεων, ολοκληρώνουν το food pairing και τα σπιτικά κεράσματα της μαμάς με παραδοσιακό σιμιγδαλένιο χαλβά και πίτες με χειροποίητο φύλλο.
«Θα μπορούσαμε να νοικιάζαμε ένα χώρο και να κάναμε εκεί τις ελαιογνωσίες μας. Όμως οι επισκέπτες μας συγκινούνται από το γεγονός ότι ανοίγουμε το σπίτι μας, το μέρος που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε και μαθαίνουν για την ιστορία της οικογένειάς μας» μου λέει η Φρόσω. «Το φαγητό φτιάχνει γέφυρες και ενώνει τον κόσμο από κάθε γωνιά της γης» παρατηρεί η Φιλιώ, η οποία θυμάται, χαρακτηριστικά, τη μέρα που τους επισκέφτηκε μια οικογένεια Ινδών μεταναστών από την Αμερική και η μητέρα τους, τους κέρασε τον χαλβά της. «Συγκινήθηκαν τόσο πολύ δοκιμάζοντάς τον γιατί έφεραν στη μνήμη τους ένα δικό τους παραδοσιακό γλυκό που έφτιαχναν πίσω στην πατρίδα τους και έμοιαζε πολύ με τον χαλβά μας».