Μερικές μόνο σταγόνες από το μικρό κόκκινο μπουκαλάκι με την λοξά κολλημένη ετικέτα φτάνουν για να ξυπνήσουν τη γεύση που κοιμάται κουκουλωμένη κάτω από ένα αδιάφορα ψημένο κρέας, μια ανιαρή σάλτσα, ένα ριζότο, μια μακαρονάδα.
Μας έρχεται από την Αμερική αλλά είναι παγκόσμια. Λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στην παρασκευή αυτής της υπέροχα πικάντικης σάλτσας από τότε που την έφτιαξε πειραματικά και για καθαρά προσωπική χρήση ο Edmund McIlhenny, πρώην τραπεζίτης, καλοφαγάς και φανατικός κηπουρός, από σπόρους της μεξικάνικης πιπεριάς (Capsicum frutescens), που φύτεψε και μεγάλωσε στον κήπο του στο Avery Island στη Νότια Λουιζιάνα στα μέσα του 1860, θέλοντας να νοστιμίσει κάπως τα άνοστα φαγητά της εποχής. Και ήταν τόσο καλή που το 1868 ξεκίνησε μαζί της νέα καριέρα!
Φύτεψε, λοιπόν, τις πρώτες πιπεριές για εμπορική χρήση και παρήγαγε τα πρώτα 658 μπουκαλάκια Tabasco βάζοντας «φωτιά» στο δρόμο της παγκόσμιας γαστρονομίας, αφού από τότε μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να βάλει δισεκατομμύρια τέτοια μπουκαλάκια στα ντουλάπια της κουζίνας μας και σε τραπέζια εστιατορίων σε όλο τον κόσμο. Το 1870 πατεντάρισε τη συνταγή κι έκανε την πρώτη εξαγωγή στη Βρετανία. Σήμερα, η εταιρεία Tabasco παραμένει μια οικογενειακή επιχείρηση 5ης γενιάς που κάνει με επιτυχία αυτό που έκανε κι ο προ-προ-προπάππους της. Εξακολουθεί να εμφιαλώνει στα γνωστά μικρά μπουκαλάκια το πικάντικο ελιξίριο της Λουιζιάνα και να νοστιμίζει τον κόσμο όλο.