Από τις μεγάλες σάλες των ξενοδοχείων στα νυχτερινά κέντρα, από εκεί στα μπουζούκια και στη συνέχεια στα κλαμπ, η Πρωτοχρονιά πάντα γιορτάζεται με φαγητό και γλέντι μέχρι πρωίας.
Η λέξη «ρεβεγιόν» (réveillon) είναι γαλλική, παράγωγο του réveiller, που σημαίνει ξυπνώ, αλλά εννοιολογικά ταυτίζεται με το ρήμα veiller, που σημαίνει αγρυπνώ, μένω ξάγρυπνος. Αρχικά αναφερόταν στην αγρυπνία της Παραμονής των Χριστουγέννων και στο μεταμεσονύχτιο, εορταστικό γεύμα που ακολουθούσε μετά τη Θεία Λειτουργία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, καθιερώθηκε να ονομάζεται έτσι και για το δείπνο της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Συνήθως ήταν ένα οικογενειακό δείπνο που σιγά-σιγά άρχισε να αποκτά πιο κοσμικό χαρακτήρα. Κάπως έτσι άρχισε να γιορτάζεται και στη χώρα μας η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τα πρώτα πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν διοργανώθηκαν από τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Τα μεγάλα ξενοδοχεία και οι σάλες χορού
Η Μεγάλη Βρεταννία ήταν το πρώτο ξενοδοχείο που διοργάνωσε έναν μεγάλο χορό για την Πρωτοχρονιά. Ο χορός αυτός έγινε θεσμός και συνεχίστηκε μέχρι το 1960 – εξαιρώντας, βέβαια, τα χρόνια του Πολέμου, τη δεκαετία του ’40. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Άγγελος Βλάχος στο βιβλίο του «Μεγάλη Βρεταννία – Ένα Ξενοδοχείο-Σύμβολο», Εκδόσεις Κέρκυρα, Αθήνα 2003, κάθε χρόνο στόλιζαν ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο που διακοσμούσαν με φρούτα και ξηρούς καρπούς, τους οποίους συνήθιζαν να βάφουν. Τα σερβίτσια ήταν πορσελάνινα, τα μαχαιροπίρουνα ασημένια και πάντα έπαιζε ορχήστρα.
Από τη δεκαετία του ’30 αρχίζει να διοργανώνει πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν τόσο το γειτονικό ξενοδοχείο King George, ιδιοκτησίας τότε της οικογένειας Καλκάνη, όσο και το ξενοδοχείο Acropol Palace, ιδιοκτησίας της οικογένειας Καραδόντη, που στεγαζόταν στο όμορφο art nouveau κτίριο στη συμβολή της οδού Πατησίων με την οδό Αβέρωφ. Έγινε διάσημο για τα πολυτελή πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν του, στα οποία συμμετείχαν ορχήστρες σπουδαίων μαέστρων της εποχής, όπως ο Γιώργος Μουζάκης και ο Τάκης Μωράκης.
Στη Θεσσαλονίκη, όπου ήδη μέχρι τον Μεσοπόλεμο (1919-1939) υπήρχαν περί τα ογδόντα ξενοδοχεία, ο κόσμος είχε αποκτήσει τη συνήθεια να «ρεβεγιονάρει» στα πιο πολυτελή από αυτά. Οι παλιοί Θεσσαλονικείς ανέφεραν πάντα τα κοσμικά ρεβεγιόν του ξενοδοχείου Μεντιτερανέ (Mediterranean Palace Hotel), στη λεωφόρο Νίκης, με τις πολυτελείς «αιθούσας εστιατορίου και χορού» και το «ωραιότερον ντάνσινγκ της Θεσσαλονίκης». Αυτό το ξενοδοχείο, που κατεδαφίστηκε, αναγκαστικά, μετά τους σεισμούς του 1978 αποτυπώνει και ο Μ. Καραγάτσης, στο βιβλίο του «Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του»: «Οι ρυθμοί της τζαζ που έπαιζε στην ταράτσα του Μεντιτερανέ έφταναν ως την κάμαρα του Βάσια από τα ορθάνοιχτα παράθυρα. Ένα slow-fox εξαιρετικά όμορφο, το “Stormy Weather’’, τραγουδημένο μελαγχολικά και με την ένρινη αμερικανική προφορά, είχε κάποια πρωτόγονη υποβλητικότητα. Δινόταν κάποιος φιλανθρωπικός χορός, ένας από τους κοσμικούς χορούς της Θεσσαλονίκης. Το ασανσέρ ανέβαινε διαρκώς γεμάτο φράκα, σμόκιν, ανοιχτές τουαλέτες, διαμαντικά».
Στην Πάτρα, που μέχρι το άνοιγμα του Ισθμού της Κορίνθου υπήρξε χάρη στο εμπόριο σταφίδας μια από τις πιο εύρωστες πόλεις της Ελλάδας και η κυριότερη ναυτική πύλη της χώρας προς τη Δύση, η Πρωτοχρονιά άρχισε να εορτάζεται με Δυτικό τρόπο ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στο όμορφο νεοκλασικό κτίριο του Ερνστ Τσίλερ επί της Πλατείας Γεωργίου Α’, που στέγαζε τον πάλαι ποτέ Εμπορικό Σύλλογο Ερμή –και από το 1995 Πολιτιστικός Σύλλογος Πατρών Ερμής– η άλλοτε ακμάζουσα αστική τάξη διοργάνωνε μεγαλοπρεπή πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η αστική κοινωνία της πόλης προτιμούσε το κοσμικό κέντρο Villy’s Park, στις Ιτιές Πατρών, όπου μπορούσε να συνδυάσει το ποτό και το καλό φαγητό με τη μουσική και τον χορό. Από εκεί πέρασαν διάφοροι καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και ο Πατρινός Τόνι Μαρούδας, αλλά και ο Ιταλός Domenico Modugno, που έμεινε στην ιστορία του τραγουδιού για την επιτυχία του «Volare» (1959).
Τι έτρωγαν το 1900 στα ρεβεγιόν;
Από παλιά χειρόγραφα μενού των πρωτοχρονιάτικων χοροεσπερίδων, τα οποία ήταν πάντα γραμμένα σε άπταιστα γαλλικά, χωρίς μετάφραση, ως ένδειξη εκλέπτυνσης, διαπιστώνουμε ότι ο γευστικός προσανατολισμός ήταν απολύτως ευρωπαϊκός. Το δείπνο ξεκινούσε πάντα με κάποιο κονσομέ και συνήθως ακολουθούσε ένας αστακός ή ένα ψάρι (γλώσσα ή καλκάνι), μια γκαλαντίνα, ένα φουά γκρα αν μπελ βι ή ένα πατέ ντε φουά γκρα, μικρά πουλιά (σιταρίδες ή φάσσες) σε σφολιάτα, σπαράγγια αλά ρεν ή αλά λιονέζ.
Στο κύριο πιάτο το κρέας ήταν ένα βοδινό νουά ή μια εσκαλόπ με κάστανα ή ένα βοδινό φιλέτο με τη «ζαρντινιέρα» λαχανικών του και, ενίοτε, στο τέλος υπήρχε και μια «πατροπαράδοτη» αγγλική πουτίγκα με δαμάσκηνα ή με κρέμα παγωτό. Πάνω στο τραπέζι, μαζί με το μενού, οι συνδαιτυμόνες έβρισκαν, επίσης σε χειρόγραφο, το πρόγραμμα της μουσικής, το οποίο έφερε την υπογραφή του μουσικού διευθυντή.
Τα 60s φέρνουν την αλλαγή
Τα ρεβεγιόν αλλάζουν ύφος, εκδημοκρατίζονται, συμβαδίζουν με τις αλλαγές του τρόπου διασκέδασης, προσομοιάζουν με τα χαλαρά πάρτυ της νέας γενιάς. Το 1964 το νεόδμητο ξενοδοχείο Athens Hilton διοργανώνει το πρώτο του, τελείως διαφορετικό, πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν στην αίθουσα Τερψιχόρη, με πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Στο μενού του υπάρχει κονσομέ με ραβιόλια, ενώ ο αστακός και οι γαρίδες σερβίρονται με σάλτσα 1.000 Ιslands. Ακολουθούν γκρατέν τυριών, σνίτσελ, κοτόπουλο με εστραγκόν και το φιλέτο βοδινό με άγρια μανιτάρια που συνοδεύεται πια με πατατοκροκέτες, ενώ το γεύμα τελειώνει με κορμό ή με βιενέζικη τούρτα σοκολάτας.
Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται τη βεράντα του Galaxy όπου απολάμβαναν τα πρωτοχρονιάτικα πυροτεχνήματα και να τελειώνει τη γιορτή του στο Βυζαντινό, όπου δινόταν το πρώτο πρωινό γεύμα του χρόνου, που όχι μόνο είχε την ικανότητα να σε συνεφέρει από το hangover, αλλά έδινε την ευκαιρία να παραταθεί ο εορτασμός.
Καλώς τα μπουζούκια!
Φυσικά, ο κόσμος γιόρταζε και αλλιώς. Ενώ τα ρεβεγιόν των ξενοδοχείων εκμοντερνίζονται και οι παλιές ορχήστρες δίνουν τη θέση τους στα μοντέρνα συγκροτήματα και τους τραγουδιστές του ελαφρολαϊκού, ταυτόχρονα καθιερώνεται η μεταμεσονύχτια πρωτοχρονιάτικη έξοδος στα κέντρα διασκέδασης με φαγητό. Πού αλλού; Στο Κολωνάκι, στη Συγγρού (απέναντι από τον Άγιο Σώστη), στις Τζιτζιφιές, στο Καλαμάκι, στη Γλυφάδα, στην Κηφισιά. Σε κέντρα με λαϊκά τραγούδια και φαγητό ταμπλ-ντ-οτ. Τα ονόματά τους κοινά ή εξωτικά: Αθηναία, Αριζόνα (πρώην Αρζεντίνα), Αστέρια, Έμπασι, Κοπακαμπάνα, Νεράιδα, Φαντασία, Φέμινα, Φλοίσβος, αλλά και σε κοσμικά κλαμπ όπως η Quinta, που άφησε εποχή στη Φωκίωνος Νέγρη.
Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι νέοι αποκτούν τη συνήθεια να «αλλάζουν χρόνο» δειπνώντας με την οικογένεια και να βγαίνουν μετά για ποτό. Είναι η εποχή των clubs, με ζωντανή μουσική και ορχήστρα –ανάμεσά τους το Στορκ, στη Φιλελλήνων, η Αθηναία στην οδό Πανεπιστημίου– αλλά και των εναλλακτικών μπουάτ της Πλάκας.
Οι δεκαετίες μέχρι το ’90 είναι και η εποχή των μπουζουκιών. Η Πρωτοχρονιά γιορτάζεται με σπασίματα πιάτων στα Δειλινά ή στο Play Βoy, αλλά και στα μεγάλα ξενοδοχεία. Μετά το ’90 και μέχρι σήμερα καθιερώνονται και πάλι τα ρεβεγιόν των μεγάλων ξενοδοχείων, που όμως είναι πια επικεντρωμένα στο δείπνο παρά στον χορό.
Ξημερώνοντας το 2000
Η αλλαγή του αιώνα βρίσκει τη χώρα να γιορτάζει την Πρωτοχρονιά με κέφι, σαμπάνια, χαβιάρι και χλιδή. Άλλοι επιλέγουν να περάσουν τη βραδιά τους στο Fever της λεωφόρου Συγγρού ή στον Διογένη και άλλοι στα μεγάλα ξενοδοχεία και τα πολυτελή εστιατόρια όπου, εκτός από τα κλασικά εορταστικά πιάτα, τους φασιανούς, τα φιλέτα, τα τουρνεντό Ροσίνι και τα αγριογούρουνα, σερβίρονται και πιάτα που αποτυπώνουν νέες γαστρονομικές αντιλήψεις. Στο εστιατόριο Beau Brummel, για παράδειγμα, το πρωτοχρονιάτικο μενού περιλαμβάνει στρείδια σε ζελέ, ραβιόλι με φουά γκρα με τρούφα, ψητό αστακό Βρετάνης με πορτοκάλι και τζίντζερ, φαγκρί Αγίου Όρους με κολοκύθα και σος με κόκκινο κρασί, κονσομέ κότας και σαντιγί από αχινό, στήθος πουλάδας ελευθέρας βοσκής με φρέσκες τρούφες και ως επιδόρπια mousse λευκής σοκολάτας και αχλάδι glacé σε μέλι και μυρωδικά με σορμπέ passion fruits.
Η εικοσαετία των αλλαγών
Άλλαξαν οι συνήθειές μας. Σήμερα σπάνια διοργανώνονται χοροεσπερίδες στα μεγάλα ξενοδοχεία. Αντ’ αυτών προτείνουν επίσημα δείπνα, με προκαθορισμένη –ουδόλως ευκαταφρόνητη– τιμή. Το ίδιο και τα πολυτελή και μη εστιατόρια. Οι νεότερες γενιές, όμως, που φρικάρουν με τους τύπους, ακόμα και για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς δύσκολα επιλέγουν να λάβουν μέρος σε επίσημα δείπνα που δεν ανταποκρίνονται στα δικά τους πρότυπα. Προτιμούν να βγουν για ποτό και τσιμπολόγημα ή να πάνε σε εστιατόρια ή ταβερνάκια που συνδυάζουν τη μουσική με το οικονομικό φαγητό. Τα εστιατόρια με το γυμνό, χωρίς τραπεζομάντιλο, τραπέζι και τα δεκάδες πιάτα στη «σέντρα» δεν είναι πάντα φθηνότερα, δημιουργούν όμως μια αίσθηση χαλαρότητας.
Για κάποιους, βέβαια, τα εθιμοτυπικά τραπέζια, με τα πολλά μαχαιροπίρουνα και τους ακρυπτογράφητους κώδικες καλής συμπεριφοράς εξακολουθούν να είναι διασκεδαστικά, ως μια vintage αλλαγή. Ίσως να αποτελούν μια ευκαιρία να παίξουν ρόλους, να ζήσουν μια διαφορετική εμπειρία χωρίς να υποχρεωθούν να ασπαστούν τις στερεότυπες αντιλήψεις. Σε αντίθεση με όσα πίστευαν άλλοτε οι άνθρωποι για τις παραδόσεις, η Πρωτοχρονιά, ως σημείο αλλαγής, αποτελεί την τέλεια ευκαιρία για κάτι διαφορετικό, που σε βγάζει από την πεπατημένη.