Το νόημα του ρεβεγιόν είναι το ότι γίνεσαι μάρτυρας μιας στιγμιαίας, μικρής, μαγικής αλλαγής, απόλυτα σημαντικής για κάποιους και παράλληλα απόλυτα ασήμαντης για άλλους, που σου υπενθυμίζει πως ο μόνος τρόπος που θα την κάνεις να αξίζει είναι να την περάσεις με όσους αγαπάς και θεωρείς οικογένεια σε αυτή τη ζωή.

Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, η ‒κατά τα άλλα καλοπροαίρετη‒ ερώτηση «τι θα κάνουμε Πρωτοχρονιά;» μου προκαλούσε πανικό. Πάντα σκεφτόμουν, και εξακολουθώ να σκέφτομαι, πως για να περάσω τη βραδιά αυτή όπως ακριβώς θέλω, θα έπρεπε να έχω τη μεταφυσική ικανότητα να βρίσκομαι ταυτοχρόνως σε έξι διαφορετικά μέρη, κάνοντας έξι διαφορετικά πράγματα και ικανοποιώντας εξήντα διαφορετικούς ανθρώπους. Καλώς ή κακώς, αυτή η αφορμή για τον συλλογικό εορτασμό των γενεθλίων της ανθρωπότητας έχει κάτι μαγικό ‒ και το γεγονός πως, εκτός από τόσους φίλους, έχει και άλλους τόσους πολέμιους επιβεβαιώνει ότι πρόκειται όντως για ξεχωριστή περίσταση.

Όπως και τα πραγματικά γενέθλια του καθενός, η συνθήκη αυτή εμπεριέχει παράλληλα και τη μελαγχολία που συνυπάρχει μαζί με τον ενθουσιασμό και θέλοντας να ξεφύγεις από αυτή, ψάχνεις το ιδανικό, τον τρόπο που «πρέπει» να ζήσεις αυτό το γεγονός, είτε αυτό σημαίνει ότι θα επισκεφτείς ένα-ένα τα μεγαλύτερα clubs της πόλης, έχοντας πιει όσο έπινε ο George Best, είτε πως θα κάτσεις μέσα, θα δεις μια ταινία και θα πέσεις για ύπνο ώρες πριν αλλάξει ο χρόνος.

Το σπίτι-ορισμός της γιορτής

Προσωπικά, ανήκω στην κατηγορία ανθρώπων που οι παιδικές τους αναμνήσεις από την  περίοδο των γιορτών θυμίζουν σκηνές που κοσμούν kitsch χριστουγεννιάτικες κούπες οι οποίες απεικονίζουν τον Άγιο Βασίλη και τα ξωτικά του να γιορτάζουν γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Το ρεβεγιόν γινόταν πάντα στο σπίτι μας, οπότε έβλεπα τον προσωπικό μου χώρο να μεταμορφώνεται σε εστιατόριο και ντισκοτέκ. Προετοιμασία φαγητού που ξεκινούσε μια εβδομάδα πριν, στολισμοί, φωτάκια, δέντρο, που η μάνα μου και εγώ στήναμε κάθε χρόνο στην τύχη και που έμενε στο σαλόνι μέχρι τον Απρίλιο, συγγενείς, οικογενειακοί φίλοι που μου λέγανε με φοβερό ενθουσιασμό πως με θυμούνται από «τόσο», ενώ εγώ θα ορκιζόμουν πως τους έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου, και γενικώς μια ατμόσφαιρα άκρως γιορτινή, με τη στερεοτυπική έννοια του όρου. Δεν ήμουν ούτε τεράστιος φαν ‒ ούτε εναντίον της όλης κατάστασης. Παρατηρούσα τα πάντα και συμμετείχα στο ποσοστό που μπορούσα και ήθελα. Κατά κύριο λόγο, όμως, δρούσα σαν κατάσκοπος σε έναν κόσμο διασκέδασης για «μεγάλους» με τον οποίο δεν μπορούσα να συγχρονιστώ απόλυτα και μου φαινόταν πολύ φαντασμαγορικός και extra.

Πολλά φώτα, φαγητά κάθε λογής (το βγαλμένο από καρέ κόμικ ολόκληρο γουρουνόπουλο στον φούρνο με το μήλο στο στόμα, κιμαδόπιτες, πατέ από συκωτάκια πουλιών, σούπα βελουτέ κάστανο, πηχτή με νεράντζι, γέμιση γαλοπούλας τεράστια σε ποσότητα που ήταν ικανή να γεμίσει τρεις γαλοπούλες κ.ο.κ.), μουσικές που άλλαζαν απότομα από διανοουμενίστικη τζαζ σε Stooges και από εκεί σε Άννα Βίσση ‒ ανάλογα με το ποιος είχε χρίσει τον εαυτό του DJ το συγκεκριμένο μισάωρο, όλοι ντυμένοι με τα καλά τους και εγώ, με φόρμες, να ψάχνω κάποιον συνομήλικο (ή κάποιον ενήλικο που εκείνη την ώρα ένιωθε συνομήλικός μου) στο πλήθος, να τον προσκαλέσω στο δωμάτιό μου για FIFA.

Όλα τριγύρω αλλάζουνε

Μεγαλώνοντας στο τέλος των 90’s και ουσιαστικά στα 00s, δεν ξέρω πότε ακριβώς η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει. Σίγουρα δεν άλλαξε ραγδαία. Ήταν μια μετάβαση σιωπηλή και ανεπαίσθητη, αρχικά, μέχρι να την πάρεις χαμπάρι. Αρχικά οι καλεσμένοι από τριάντα έγιναν δεκαπέντε και από δεκαπέντε, οκτώ. Κάθε χρόνο αποχωρούσαν οι λιγότερο κοντινοί ‒ και εδώ που τα λέμε, ίσως και οι λιγότερο συμπαθείς. Επίσης, η έντονη μουσική αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από τις συζητήσεις, ουσιαστικές ή μη, και ο στολισμός μειώθηκε, με αυτό βέβαια να είναι κάτι που δεν καταλάβαινες αν δεν ζούσες στο σπίτι μας, που ήταν ήδη έντονα φορτωμένο
και μαξιμαλιστικό. Σίγουρα, η οικονομική κρίση έπαιξε μεγάλο ρόλο στη σταδιακή αλλαγή ‒ και όποιος πιστεύει το αντίθετο, απλώς δεν επηρεάστηκε από αυτήν. Εκτός της έλλειψης χρημάτων, όμως, ίσως είναι και ένας κύκλος που κλείνει και που ταυτόχρονα ουσιαστικοποιεί την έννοια του party, κάνοντάς το πιο οικογενειακό και κλειστό, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα καλό, αλλά ούτε και κακό.

Τα ρεβεγιόν πλέον είναι ξεκάθαρα πιο minimal από αυτά των 00s και αποτελούν αυτούσια προϊόντα της εποχής τους.

Εμείς το κάνουμε αλλιώς

Τα ρεβεγιόν πλέον είναι ξεκάθαρα πιο minimal από αυτά των 00s, ενώ όταν μιλάμε για αυτά που οργανώνονται από τους μικρότερους ηλικιακά millenials ή μέλη της Gen Z, τότε έχουμε να κάνουμε με τραπέζια που δεν δανείζονται σχεδόν τίποτα από αυτά των παραδοσιακών οικογενειακών μαζώξεων και αποτελούν αυτούσια προϊόντα της εποχής τους. Ήταν, πιστεύω, καιρός να σταματήσουμε να μοιραζόμαστε μια τόσο ωραία αφορμή για κοινωνικοποίηση με κάποιον αντιπαθέστατο άνθρωπο, απλά και μόνο γιατί τυχαίνει να είναι δεύτερος ξάδερφος της μητέρας μας.

Το περιβάλλον πλέον είναι πιο χαλαρό και οι συνδαιτυμόνες συνεργάζονται, χωρίς κόμπλεξ για το ποιος είναι ο καλεσμένος και ποιος ο οικοδεσπότης. Ο καθένας αναλαμβάνει να φέρει ό,τι έχει και μπορεί, ενώ είναι απόλυτα εντάξει, το ακριβό μπουκάλι κρασί που θα ανοιγόταν υπό άλλες συνθήκες να αντικατασταθεί με μπίρες από το περίπτερο. Εδώ να σημειωθεί ότι κατά συντριπτική πλειονότητα η Gen Z δεν πίνει καν αλκοόλ και είναι πολύ πιθανό το ποτό που θα συνοδέψει το ρεβεγιόν της να είναι κάποιο energy drink, επίσης από το περίπτερο. Όσον αφορά το φαγητό, υπάρχουν δύο τινά ‒ και πολλές φορές σε συνδυασμό. Είτε κανένα μέλος της παρέας δεν έχει βράσει ούτε μακαρόνια στη ζωή του, και έτσι το τραπέζι αποτελείται από ένα mix απογευματινού delivery, κάποιας φιλότιμης πλην αποτυχημένης προσπάθειας για κάποιο κλασικό φαγητό τύπου παστίτσιο και γλυκά από το ζαχαροπλαστείο, είτε η παρέα διαθέτει στις τάξεις της κάποιο/α άτομα επίδοξους σεφ
και γενικότερα foodies, οπότε μπορεί να φας πραγματικά φοβερά πράγματα εκεί που δεν το περιμένεις. Επειδή ακριβώς το άτομο που έχει ως χόμπι του τη μαγειρική θα το κάνει για φίλους, μπορεί να πέσεις μπροστά σε πειραματικές συνταγές που συνδυάζουν ελληνική κουζίνα με κάποιο αναπάντεχο υλικό ή αντίστοιχα, σε
κάποιον που ασχολείται γαστρονομικά με μια συγκεκριμένη χώρα ‒ και έτσι να καταλήξεις να κάνεις ρεβεγιόν τρώγοντας κάποια φοβερή βιετναμέζικη σούπα. Και στις δύο περιπτώσεις, αν τα άτομα που απαρτίζουν το τραπέζι είναι οι φίλοι σου, θα περάσεις τέλεια.

Τελικά, το νόημα του ρεβεγιόν είναι το ότι γίνεσαι μάρτυρας μιας στιγμιαίας μικρής μαγικής αλλαγής, απόλυτα σημαντικής για κάποιους και παράλληλα απόλυτα ασήμαντης για άλλους, που όμως ακριβώς επειδή θα κάνει να επιστρέψει έναν ολόκληρο χρόνο, σου υπενθυμίζει ότι ο αξίζει όταν την περνάς με όποιους θεωρείς οικογένεια σε αυτή τη ζωή: είτε είναι η βιολογική σου οικογένεια, οι φίλοι σου, το άτομο που αγαπάς ή ο εαυτός σου, δεν έχει καμία απολύτως σημασία.

Φωτογραφία: Γιώργος Καταπόδης