«Μαγειρεύοντας μ’ ένα ψάρι»: 25 συνταγές που δίνονται σε 25 αυτοτελή διηγήματα. Μέσα από αυτά διαβάζουμε καταθέσεις ζωής της ίδιας της συγγραφέως, Κωνσταντίνας Τασσοπούλου.

«Τί σόι ψάρι είναι αυτό που μαγειρεύοντάς το, σου δικαιολογεί ένα ολόκληρο βιβλίο; Φάλαινα, ξιφίας ή κανα γιγάντιο φαγκρί; Το αίνιγμα του τίτλου λύνεται από την πρώτη κιόλας σελίδα και το μυστικό του βυθού ξεβράζεται στην άμμο. Το ψάρι είναι άνθρωπος. Παρόλο που είναι Ιχθύς».

Η συγγραφέας-ηρωίδα ζει στο κέντρο της Αθήνας και «αποκαλύπτει» σκέψεις της, αλλά και πτυχές της ζωής της μέσα από τις συνταγές που παραθέτει. Οι προσωπικές της διηγήσεις άλλοτε αστείες και άλλοτε γεμάτες από συναισθήματα έχουν φόντο την κουζίνα και τη μαγειρική. Κάπως έτσι μπαίνουμε στον δικό της κόσμο που είναι γεμάτος μυρωδιές.

Μέσα από τις ιστορίες της βλέπουμε μια αντιστοιχία των γεγονότων της ζωής με το φαγητό. Όπως κάθε γεύμα που φτιάχνουμε έχει διαφορετικά υλικά, έτσι και οι μέρες στη ζωή έχουν τη δική τους δοσολογία και τον δικό τους τρόπο μαγειρέματος.

Σας παραθέτουμε τρεις συνταγές-διηγήσεις από το «Μαγειρεύοντας μ’ ένα ψάρι».

Νο 2: Mους λεμόνι
Yλικά:
3 λεμόνια
3 ατομικά γιαούρτια στραγγιστά (όχι λιγότερα από 10% λιπαρά)
1 κουτί ζαχαρούχο γάλα
μπισκότο τριμμένο, τύπου πτι μπερ ή digestive

Κίνησε η μανούλα νά ‘ρθει να μέ δει κι ήταν ημέρα Σάββατο.
– Να πάμε και στο μανάβικο, μού λέει, μια που είναι ανοιχτό. Άδειο είν’ το ψυγείο σου.
Πάντα έχουν δίκιο οι μαμάδες. Κανόνας. Οι «ράγες» του ψυγείου σαν ράγες τραίνου που πέρασε. Μόνες.
– Ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια μικρά, λίγα κρεμμύδια…
– Δεν τά θέλω όλα αυτά, μαμά!
– Μήλα, κάνα αχλάδι, λεμόνια…
– Δεν τά θέλω, μαμά, τα λεμόνια, δε θα μαγειρέψω.
– Δεν τ᾽ αγοράζουμε για να μαγειρέψουμε τα λεμόνια. Να υπάρχουνε στο σπίτι. Ένα κόψιμο να σέ πιάσει πού θα βγεις να μαζέψεις, στην Αρδηττού;
Σωπαίνω. Πάντα έχουν δίκιο οι μαμάδες.
Το απόγευμα μέ βρίσκει με τσάι βουνού και μια φέτα λεμόνι να επιπλέει στη λίμνη. «λεμονάκι μυρωδάτο, από περιβόλι αφράτο». Σηκώνομαι να φτιάξω γλυκό. Λεμόνια έχω, γιαούρτια πήρα, χμ, μόνο ζαχαρούχο γάλα λείπει. Σε πέντε λεπτά δε λείπει πια.

Ευτυχώς, ο φούρνος δίπλα έχει τα πάντα. Σε πέντε λεπτά έχω κι εγώ έτοιμο γλυκό. Ανακάτεψα τρία γιαούρτια, ένα ζαχαρούχο γάλα και το χυμό τριών λεμονιών καλά. Έριξα και λίγο ξύσμα λεμονιού μέσα. Να δώσει άρωμα. Όταν έγιναν ομοιόμορφο μίγμα τό έβαλα στο ψυγείο. Στο επάνω ράφι. Να κρυώσει και να πήξει. Να έχουν κι αυτές οι σχάρες ένα λόγο ύπαρξης.

Αργά το βράδυ σερβιρίζομαι σε ποτήρι σαμπάνιας. Με λίγο τρίμμα μπισκότο για γαρνιτούρα. Ξεφυλλίζω τη «Μάνα» του Γκόρκι κι ακούω τζαζ. Σαξόφωνο, κοντραμπάσσο και πιάνο, σαν αυτό που παίζει η μαμά. Ποτέ δεν έλειψαν τα μπισκότα από το σπίτι, απ’ όταν ήμουνα μωρό. Φρόντιζε πάντα εκείνη να αγοράζει. Τούς έχω αδυναμία. Και με την ξινίλα της πορτοκαλάδας έτσι εξοικειώθηκα.

Πετώντας μέσα μπισκότα. Και σήμερα τό κάνω, πού είμαι πια εξοικειωμένη. Καταπίνω λαίμαργα γλυκόξινες κουταλιές κι αναρωτιέμαι πώς πρόλαβε, η άτιμη, και μού άφησε πάλι δυο πακέτα, κλεφτά, στο ντουλάπι, την ώρα, μάλλον, που ήμουνα σκυμμένη κι έβαζα τα λεμόνια στο ψυγείο.

Νο 5: Στρουμφόπιτα
Yλικά:
φύλλο για πίτες, χονδρό
½ κιλό μανιτάρια μεγάλα
½ κιλό μανιτάρια μικρά
1 κιλό κρεμμύδια φρέσκα
άνηθος
αλάτι, πιπέρι, δυόσμος, καυτερή πιπεριά
κόκκινο κρασί
1 φλιτζάνι ελαιόλαδο
3 αυγά
½ κιλό κεφαλοτύρι κι ό,τι άλλο κίτρινο τυρί μάς αρέσει

Έχεις μερικές κι ανοίγουνε το φύλλο λες κι ανοίγουν το παράθυρο να μπει δροσιά και έχεις και την αφεντιά μου να συμπληρώνω πενηντα τέσσερα λεπτά της ώρας που κοιτιέμαι με τη ζύμη στα μάτια να δω αν φουσκώνει. Μήτε φουσκώνει μήτε κι ιδρώνει τ΄αυτί της. Μονάχα το δικό μου στάζει, μαζί με τις μασχάλες και το μέτωπο.

Δεύτερη φορά βγάζω ιλαρά με το καλοριφέρ στο φουλ. Έξω έχει 24 βαθμούς αλλά πού να τή ζέσταινα τη λεκάνη, στο σεσουάρ για τις μπούκλες; Θα φουσκώσεις, μωρέ; Καλά, στάσου έτσι, ακίνητη, και θα τά πούμε. Έχουνε γνώση οι φύλακες, ακούς; Έχω αγοράσει φύλλο παραδοσιακό, για πίτες. Ξανακοροϊδέψτε την προνοητικότητα του Ιχθύ και θα σάς κάνω εγώ πλευρώτους απ’ το ξύλο. Σιγά μη στηριζόμουν στο «δεν είναι τίποτε, Τινούλα μου, πανεύκολο». Τό είδαμε και το εύκολο και το παν… Παναγιά μου, βόηθα!… ακόμη τρέχει η βρύση;

Πάμε πάλι απ’ την αρχή. Νέο ξεκίνημα. Όταν κάτι δεν αρχίζει καλά, ξαναρχίζει. Πες ήταν πίνακας σχολείου. Πήρα σπόγγο, έσβησα, πήρα κιμωλία, ξανάγραψα. Πήρα σφουγγαρίστρα, σφουγγάρισα. Πλημμύρισε η κουζίνα νερά και σέρφαραν τα μανιτάρια στο πλακάκι. Τά σήκωσα, τά έπλυνα καλά, τά τεμάχισα σε στρογγυλοποιημένα «T». Τιμώ το Τασσοπουλέικο, το τηγάνι, το τσιγάρισμα. Όλα από «T». Και τ’ άρθρα τους. Τι; Να… τσιτσιρίζουν. Λάδι, ροδέλες φρέσκου κρεμμυδιού, μανιτάρια, άνηθος. Ανακατεύω καλά να μαραθούν. Παράλογοι που είμαστε οι άνθρωποι! Σκοτώθηκα να τ’ αγοράσω φρέσκα, για νά ’ρθω μετά να τά μαράνω μόνη μου. Αλάτι, πιπέρι, δυόσμος –απ’ αυτόν δε βρήκα φρέσκο, έβαλα ξερό– πιπεριές καυτερές, αποξηραμένες. Καλά θα ήταν να τίς είχα σε γλαστρούλα, αλλά στεριώνει στο μπαλκόνι μου φυτό; Εδώ το γεράνι και χαροπαλεύει. Αιωνία του η μνήμη. Χύνω και μια κούπα κόκκινο κρασί στην κατσαρόλα και τ’αποχαιρετώ. Έτσι δεν κάνουν στις κηδείες;

Μέ ταξιδεύει τούτη η οσμή. Πρωινά στην εξοχή, δέντρα, κλαδιά, αρμονικά χωριά και βάδισμα ανέμελο σε δάση. Παραμονεύει πάντοτε μια Ψιψινέλ στο βάθος μα όχι ικανή να χαλάσει τη βόλτα. Σκεπάζω με το καπάκι κι αφήνω το μίγμα να ξαποστάσει. Αν ξέμεινε κάνα στρουμφάκι μέσα θα έχει λαχανιάσει με τόσους γύρους. Χτυπάω αυγά, τριμμένο κεφαλοτύρι, ένα κομμάτι έμενταλ, ξεχασμένο στο ψυγείο. Τά ρίχνω μέσα κι ανακατεύω καλά, να γίνουν ένα. Ένα γίνονταν κι αυτά όταν τ’ απειλούσε ο Δρακουμέλ πως θα τά κάνει σούπα ή στο φούρνο, ψητά. Στους 200 βαθμούς τον έβαλα, να ζεσταθεί καλά. Λαδώνω ένα ταψί, λαδώνω κι άλλο. Μού βγήκε μπόλικο υλικό και φτάνει για δυο πίτες. Μια στην επάνω σχάρα, μια στην κάτω. Μια για το σπίτι, μια για το γραφείο.
– Τι αλουμινόχαρτα είναι αυτά;
– Ποιος τά έφερε;
– Εγώ.
– Τι είναι;
– Πίτα.
– Τι πίτα;
– Στρουμφόπιτα.
– Ε;
– Στρουμφόπιτα, τι ε;
– Τι είναι η στρουμφόπιτα;
– Τι έχει μέσα;
– Πού ζούνε τα Στρουμφ;
– Ξέρω ᾽γω;
– Α, δεν ξέρεις…
– Πού ζουν, στο δάσος;
– Δεν μπορεί να έφτιαξα πίτα με δάσος, όμως.
– Σωστός συλλογισμός.
– Πού ζούνε, ρε παιδιά, τα Στρουμφ;
– Μανιταρόπιτα έφτιαξε η κοπέλα, αμάν, τίποτε δεν ξέρετε.
– Πες τα, ρε Σοφάκι, και βαριέμαι να εξηγώ.
– Δευτέρα πρωί και κουράστηκες, σκέψου να πάμε Πέμπτη…
– Παρασκευή πρωί, λα λα λα λα λα λααααααααα λααα
– Απ’ όλες τις ημέρες η Κυριακή μ’ αρέέέέέέσει.

Νο 15: Ντομάτες στρωτές
15 ζουμερές ντομάτες
(και 14 αρκούν, αλλά το 15 ταιριάζει στην αρίθμηση)
2 φλιτζάνια ρύζι καρολίνα
φρέσκος δυόσμος
μαϊντανός
αλάτι, πιπέρι
ό,τι προαιρείσθε από: μοσχαρίσιο κιμά, σταφίδες, πιπεριές, κολοκύθι
ελαιόλαδο (πολύ…)

Σαν καθαρόαιμο λαγωνικό. Μέ ερέθισε η οσμή και τρέχω. Πίσω από την πόρτα κρύβονται νοστιμότατα γεμιστά. Ανεβαίνω δυο – δυο τα σκαλιά. Η μουσούδα μου κολλημένη στο κουδούνι. Χέρι δεν υπήρχε ελεύθερο, με πέντε σακούλες και μια τσάντα… Ντρρρρρρρρρρρρρριν…
– Καλώς το κορί… τι κουβαλάς, παιδάκι μου;
– Αμαρτίες.
– Τόσο πολλές;
– Και λίγες βλέπεις. Κρατά τεφτέρι ο Θεός, απ’ όταν ήμουνα παιδί.
– Δεν είναι τιμωρός ο Θεός. Διδάσκαλος είναι.
– Το ίδιο λέμε, θεία. Κάνω κι εγώ τα μαθήματά μου, που τά είχα αφήσει για
την τελευταία στιγμή.
– Καλώς την ξαδέρφη. Τι βλακείες λέει πάλι;
– Βλακείες λες εσύ. Τη θεια, την Παναγιώτα λέω, τή θυμάσαι;
– Αμέ, εκείνη με τις σακούλες. Μαμά, ψήθηκε αυτό;
– Άστο ακόμη, μη μού ανοίγετε το φούρνο!
– Εκείνη, με τις σακούλες, που κοροϊδεύαμε. Τώρα γελάει από ‘κει πάνω μ’
εμάς. Δεν έχω βγει πότε από το σπίτι μια φορά και να μην κουβαλάω σαν
γάιδαρος.
– Ζώον είσαι, σαν ζώο θα κουβαλάς. Το παράλογο πού βρίσκεις; Μαμά, αυτό
είναι έτοιμο!
– Γιάννη, άσε το φούρνο, είπα!
– Θεία, τα γεμιστά μοσχομυρίζουν ως την είσοδο.
– Γεμιστό είναι το κεφάλι σου, με άχυρο και στάχυ. Αυτές είναι ντομάτες
στρωτές.
– Και πού θες να τό καταλάβω; Ίδια υλικά έχουν.
– Αν δεν μπορείς να τό καταλάβεις να μην ανοίγεις το στόμα σου και κουραζόμαστε κι εμείς. Το πρώτο ή το τελευταίο που δεν κατάλαβες θα είναι;
– Φέρε εδώ να δοκιμάσω. Θεία…μμμμμμμ….όνειρο!
– Αλήθεια, καλές;
– Ναι, μαμά, μπράβο!
– Στρώστε, όμως, να φάτε ανθρώπινα.
– Καλά λέει, να βάλουμε στο πιάτο.
– Τι κατάσταση είναι αυτή, μέσα από το ταψί…!

– Γιάννη, ακούς; Όχι από το ταψί!
– Χριστούλη μου, πού μεγάλωσε; Δικό μου παιδί είναι αυτό;
– Αχ, θεία μου, δυστυχώς.
– «Δυστυχώς» λέμε εμείς, όταν μάς ρωτάνε αν είσαι ξαδέρφη μας.
– Είναι η ξαδέρφη εδώ; Tinus;
– Παρούσα!
– Ανδρέα, ήρθες;
– Για να μέ ακούς να μιλάω, μαμά, ήρθα.
– Εξυπνάδες…
– Εσύ, μη σχολιάζεις και μασάς ταυτόχρονα, θα μάς βρει κάνα κακό. Ποτέ δυο
πράγματα μαζί εσύ. Ένα – ένα.
– Ναι, σωστά. Την τελευταία φορά που κατέβαινε σκάλα μασώντας τσίχλα
στραμπούλιξε το πόδι της.
– Αηδίες.
– Ψέμα είναι; Ψάχναμε νυχτιάτικα κέντρο υγείας στο νησί.
– Χάσαμε και το σινεμά.
– Άστε, μωρέ, το κορίτσι να φάει.
– Ναι, μωρέ, το κορίτσι… έχει ρέψει. Κοντεύει να πέσει κάτω.
Κάτω κοντεύω να πέσω, απ’ το γέλιο. Απ’ τη χαρά, που είναι ισχυρότερη. Ουρά να είχα θα τήν είχα ξεκολλήσει. Εμμονή με τους σκύλους σήμερα. Και οι ντομάτες, αμάσητες κατεβαίνουν. Ντομάτες στρωτές ή, αλλιώς, μετανιωμένα γεμιστά ή, αλλιώς, τεμπέλικα ή, αλλιώς, ξαπλωμένα. Στον πάτο του ταψιού ροδέλες τομάτας, χοντρές. Από πάνω ρίχνεις αυτό που θα χρησιμοποιούσες για γέμιση αν έκανες
γεμιστά. Είπαμε, τό μετάνιωσες. Ρύζι, δυόσμος, μαϊντανός, αλάτι, πιπέρι, αν θες σταφίδες, αν θες ψιλοκομμένη πιπεριά, αν θες τριμμένο κολοκύθι, αν θες λίγοτσιγαρισμένο κιμά καλά ανακατεμένα μεταξύ τους. Στο τέλος, θα σκεπάσεις με ροδέλες ντομάτας και μπόλικο λάδι.

Γεύση σμυρνέικη, που κρατάει απ’ το Αϊβαλί και που η θεία τήν έμαθε από την πεθερά της κι εκείνη από τη μάνα της κι η μάνα της από κάποια θα τήν έμαθε. Κάποια στιγμή τήν έμαθα κι εγώ και τώρα θέλω να τή μάθουν κι άλλες… κι άλλοι. Οικογενειακή συνταγή, ιδιαίτερη. Όπως κι η ίδια η οικογένεια, που μού φτιάχνει το κέφι ακόμη κι αν αγνοεί πως τό χρειάζομαι.
– Ανζελίκ;
– Τινάκι.
– Ποιο Τινάκι, μωρέ; Τριαντα τεσσάρων ετών και τρώει σαν πιτ μπουλ. Θα φάς
και έκτη ντομάτα, πώς τό βλέπεις;
– Πέμπτη.
– Έχει φάει ήδη τέσσερις, το θηρίο;
– Και να σκεφτείς πως μας τή φέρνανε μικρή για να τής ανοίξουμε την όρεξη.
– Τήν είχε κλειστή τότε;
– Ναι, εμείς τής τήν ανοίξαμε.
– Φάτε παιδιά, να μάθει να τρώει κι η Τινούλα…
– Τρώγαμε κι εμείς.
– Τρέχουμε να αδυνατίσουμε τώρα…
– … που γίναμε γομάρια…
– …για να μάθει να τρώει η Τινούλα…

Μοναδική συνταγή, όπως τα ξαδέρφια για μένα. Οπως η θεία, η Μαρία, στο στρώσιμο ντομάτας. Μια σειρά για θεμέλιο και μια για σκεπή. Και σε αυτήν τη δεύτερη, όσες ροδέλες έχουν γωνία τοποθετούνται σαν κεραμίδι στο φαγητό. Να στραγγίζουν τα ζουμιά και να βοηθούν το ρύζι να βράσει. Στους 150 με 175 βαθμούς για καμιά ώρα, το πολύ, ώσπου όλες οι ντομάτες να ζαρώσουν. Σαν τις σακούλες από νάιλον που είμαι φορτωμένη και δε μέ αφήνουν ούτε τα κλειδιά μου να βρω. Αναποδογύρισα την τσάντα στο πεζούλι και ψάχνω, ενθυμούμενη ένα δίδαγμα παλιό μα πάντα επίκαιρο. Με ατράνταχτη βεβαιότητα και με γλώσσα απλή: ό,τι στη ζωή σου κοροϊδέψεις, έρχεται η στιγμή που τό λούζεσαι.

Το βιβλίο συνοδεύεται από φωτογραφίες της Βάσιας Αναγνωστοπούλου, αλλά όχι απαραίτητα των πιάτων.

Ιnfo
Μαγειρεύοντας μ’ ένα ψάρι της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΤΑΝΟS
Έτος έκδοσης: 2012
Αριθμός σελίδων: 120
Τιμή: 6.40 ευρώ