Η δημοσιογράφος του Independent Τζούλιετ Ριξ επισκέφθηκε τη γενέτειρα του Νικόλαου Τσελεμεντέ, δοκίμασε χαρακτηριστικά τοπικά εδέσματα και μετέφερε εντυπώσεις…
Στο άρθρο περιγράφεται εκτενώς το εντυπωσιακό τοπίο και η ιστορία του γραφικού κυκλαδίτικου νησιού με τα ασβεστωμένα σπίτια, όπου «στο τέλος ενός πλακόστρωτου δρόμου πίσω από μία εκκλησία με μπλε τρούλο βρίσκεται το σπίτι όπου γεννήθηκε η ελληνική μαγειρική, όπως τη γνωρίζουμε». Αναφέρεται φυσικά στο σπίτι του Νικόλαου Τσελεμεντέ του οποίου το όνομα -όπως λέει- είναι στην Ελλάδα συνώνυμο με τα βιβλία μαγειρικής.
«Ο Τσελεμεντές γεννήθηκε στη Σίφνο, νησί ελάχιστα γνωστό στη Βρετανία αλλά δημοφιλές καλοκαιρινό καταφύγιο των Ελλήνων. Οι επισκέπτες του νησιού, εκτός των άλλων, έρχονται εδώ και για το φαγητό που συνδέεται με τον πασίγνωστο σεφ», γράφει. Και ξεδιπλώνοντας λεπτομέρειες από τη βιογραφία του γνωστού σεφ συνεχίζει: «Βρέθηκε από τη Σίφνο στην Αθήνα ενώ ταξίδεψε και εργάστηκε επίσης σε χώρες όπως Γαλλία, Ιταλία και Βρετανία και κάποια στιγμή επέστρεψε στο νησί. Από τους 2600 κατοίκους του νησιού, κάποιοι από τους γηραιότερους τον θυμούνται ως τον άνθρωπο που μαγείρευε για τους ίδιους και τα πεινασμένα παιδιά κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου πολέμου». Συνεχίζοντας αναφέρεται στην εκδοτική του δραστηριότητα με βιβλία μαγειρικής, που ξεκίνησε το 1910, «εποχή που η μαγειρική είχε τη μορφή προφορικής παράδοσης» ενώ συγκρίνοντάς τον με τον αντίστοιχο θρύλο της αγγλικής κουζίνας, τη Mrs Beeton, επισημαίνει ουσιαστικά ότι καμία ελληνική κουζίνα δεν είναι ολοκληρωμένη αν δεν έχει το δικό της Τσελεμεντέ.
«Τα βιβλία του διάσημου Έλληνα σεφ είναι γεμάτα συμβουλές και συνταγές που συνδυάζουν την παραδοσιακή ελληνική μαγειρική με στοιχεία που χρησιμοποιούν σε άλλες χώρες της Ευρώπης όπως στη Γαλλία. Ο Τσελεμεντές ήταν εκείνος που έφερε στην Ελλάδα τη μπεσαμέλ και την πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, στον μουσακά», συμπληρώνει. Ρωτώντας το νεαρό ιδιοκτήτη και σεφ του ελληνικού εστιατορίου Δριμόνι, στην Απολλωνία, αν η μαγειρική στο νησί διατηρεί τις επιρροές του Τσελεμεντέ, η απάντηση που παίρνει είναι θετική γιατί «ήταν ο καλύτερος», σύμφωνα με τον σεφ. «Ωστόσο, μερικοί σημερινοί Έλληνες σεφ χαρακτηρίζουν τις εκδοχές της ελληνικής κουζίνας που παρουσίαζε ο Τσελεμεντές ως βανδαλισμό. Κανείς ντόπιος βέβαια δεν θα μιλούσε με αυτόν τον τρόπο για το διάσημο σεφ, όμως σπεύδουν να υποστηρίξουν ότι η τοπική τους γαστρονομία δημιούργησε τον Τσελεμεντέ και όχι το αντίστροφο».
Η δημοσιογράφος επίσης στο άρθρο αναπαριστά μία ανάγλυφη εικόνα του τοπίου με τα όμορφα μονοπάτια με τις διάσπαρτα πεσμένες μαύρες ελιές, τα αρώματα των βοτάνων που αναδύονται παντού, τους θάμνους κάππαρης που ξεφυτρώνουν ανάμεσα στις ξερολιθιές, τα αγριοκάτσικα που εμφανίζονται και κρύβονται πίσω από τις κορυφογραμμές.
Όσο για τις προσωπικές γευστικές εντυπώσεις της, ξεκινούν από τη «Sifnos Farm», όπου δοκίμασε το σιγομαγειρεμένο αρνάκι μαστέλο του Γιώργου Ναρλή με το δικό του κόκκινο κρασί και μια χούφτα άνηθο, μαγειρεμένο σε ένα κόκκινο πήλινο ταψί. «Το κρέας ήταν γευστικό, ξεκολλούσε από τα κόκαλα», λέει χαρακτηριστικά. Τίμησε επίσης και τη σιφνέϊκη ρεβιθάδα με ελαιόλαδο και κρεμμύδι περιγράφοντας λεπτομερώς τα υλικά, τη γεύση και τον τρόπο παρασκευής μιας ακόμα τοπικής σπεσιαλιτέ. «Εβαλαν τα ρεβίθια στον ξυλόφουρνο από το βράδυ του Σαββάτου και το φαγητό ήταν έτοιμο μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής. Τα ρεβίθια προέρχονταν από το κτήμα του Γιώργου, του οποίου οι μισές καλλιέργειες είναι ξηρές, σε αντίθεση με τις περισσότερες στο νησί που είναι αρδευόμενες. Χρησιμοποιεί δηλαδή μεθόδους καλλιέργειας που θα ενέκρινε και ο Τσελεμεντές. Χρησιμοποιώντας αρχαίους τύπους σπόρων που απαιτούν λιγότερο νερό, ο Γιώργος παράγει φρούτα και λαχανικά που είναι μικρότερα από τα κανονικά αλλά πιο φιλικά προς το περιβάλλον και 10 φορές πιο νόστιμα», γράφει.
«Η γεύση του φαγητού της Σίφνου οφείλεται επίσης στη χρήση μεγάλων πήλινων μαγειρικών σκευών, που κατασκευάζονται εκεί από την προ Χριστού εποχή. Στο νησί αυτό των 74 τετραγωνικών χιλιομέτρων κάποτε υπήρχαν 90 εργαστήρια αγγειοπλαστικής. Σήμερα υπάρχουν μόνο 18, που παράγουν σκεύη που πωλούνται σε όλο το νησί συμπεριλαμβανόμενης και της τουριστικής περιοχής του Πλατύ Γυαλού», αναφέρει. Η συνάντηση με το Φραντζέσκο Λεμονί, αγγειοπλάστη από την ηλικία των 11, στο εργαστήρι του παππού του, έφερε τη δημοσιογράφο σε άμεση επαφή με τον τρόπο μετατροπής απλών σβόλων πηλού σε κομψές κανάτες, μεγάλα σκεύη μαγειρικής αλλά και κλασικές κατασκευές που διακοσμούν τις οροφές σε αρκετά από τα σπίτια του νησιού.
Στον Αρτεμώνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σίφνου, συνάντησε την ηλικιωμένη κυρία Θεοδώρου που, λυγισμένη πάνω από τις εστίες της, έφτιαχνε παραδοσιακά γλυκά: Παστέλι με σουσάμι, αμυγδαλωτά με μέλι, χαλβαδόπιτες και μαντολάτα. Το τελευταίο πρωινό της διαμονής της στο νησί, η Ριξ δοκίμασε μερικές από αυτές τις νοστιμιές με μία κούπα σιφνέικο τσάι του βουνού απολαμβάνοντας τη θέα της όμορφης πρωτεύουσας της Σίφνου και τη φύση. Το βράδυ, ολοκληρώθηκε η εμπειρία της ελληνικής φιλοξενίας, με ένα σπιτικό δείπνο που απόλαυσε με ένα συμπαθητικό ζευγάρι, ως καλεσμένη στο σπίτι τους για φαγητό. «Εκεί, καθισμένη στο κέντρο του τραπεζιού, δοκίμασα κλασικό σιφνέικο σπιτικό φαγητό. Σαλάτα με κάππαρη, ρόκα και ρόδι, τυριά του νησιού και παστίτσιο, με μακαρόνια, κιμά και μπεσαμέλ», γράφει χαρακτηριστικά ολοκληρώνοντας.
Κεντρική φωτογραφία: Ηλίας Φουντούλης