Την είπαν Σταχτοπούτα των ελληνικών κρασοστάφυλων και όχι άδικα, μια και στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η Μαλαγουζιά ήταν ελάχιστα γνωστή και λίγα μόλις πρέμνα επιβίωναν σκόρπια σε αμπελώνες στη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι. Εκείνη την εποχή το Ινστιτούτο Οίνου, μέσω του Χαράλαμπου Κοτίνη, γεωπόνου του υπουργείου Γεωργίας και δημιουργού του Ελληνικού Αμπελογραφικού Άτλαντα, απέκτησε μερικές εμβολιοκληματίδες της ποικιλίας.

Από εκείνες δημιουργήθηκε ένας πειραματικός αμπελώνας στο Πόρτο Καρράς, με τη συνεργασία της τότε διευθύντριας του Ινστιτούτου Σταυρούλας Κουράκου και του καθηγητή του ΑΠΘ Βασίλη Λογοθέτη, που είχε αναλάβει την εγκατάσταση του τεράστιου αμπελώνα των 4.500 στρεμμάτων του Κτήματος. Οι πρώτες οινοποιήσεις έδειξαν τη δυναμική και τα χαρίσματά της, οι φυτεύσεις επεκτάθηκαν, ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου, οινολόγος του Κτήματος Πόρτο Καρράς, τη φύτεψε και στο δικό του κτήμα στις αρχές του ’80, μοιράστηκαν εμβολιοκληματίδες και σε άλλους αμπελουργούς και κάπως έτσι η Μαλαγουζιά πέρασε από την αφάνεια στη δόξα.

Σήμερα, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, θεωρείται η ταχύτερα αναπτυσσόμενη σε φυτεμένες εκτάσεις ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα, περνώντας από τα 1.820 στρέμματα το 2010 στα 5.340 το 2015, για να υπερβεί τα 7.500 στρέμματα το 2020, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 41%, παρακαλώ!

Το ίδιο εντυπωσιακή είναι και η γεωγραφική διασπορά της, αφού τη συναντάμε από τα Δωδεκάνησα, όπου μάλιστα συμμετέχει και στην Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης Ρόδου, μέχρι τα βόρεια σύνορά μας.

Πρώιμη λευκή ποικιλία η Μαλαγουζιά, με πολλούς κλώνους κατά τον καθηγητή Μανόλη Σταυρακάκη, που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους κυρίως ως προς την αρωματική ένταση, είναι μεν ζωηρή και παραγωγική, αλλά ιδιαίτερα ευαίσθητη σε πολλές ασθένειες του αμπελιού, καθώς και σε ιώσεις.

Σε γενικές γραμμές, δίνει κρασιά με πλούσιο αρωματικό  δυναμικό, αρκετό όγκο και οξύτητα, χαρακτηριστικά που διαφοροποιούνται ανάλογα με την περιοχή καλλιέργειας, το έδαφος και φυσικά τον κλώνο. Κατά κανόνα, υπερτερούν οι ξηρές και φρέσκες εκδοχές της, όμως έχουμε επίσης ωραία δείγματα περασμένα ελαφρά από βαρέλι, όπως και πορτοκαλί ή γλυκές εκδοχές.

Αρωματικά κινείται κυρίως στο φάσμα των λευκών λουλουδιών και των πυρηνόκαρπων φρούτων, ενώ δεν λείπουν οι βοτανικές και φυτικές νότες. Με τα χρόνια έχουν δημιουργηθεί –αν θέλουμε να υπεραπλουστεύσουμε– δύο σχολές, με μάλλον γεωγραφικά κριτήρια, εκ των οποίων η πρώτη, η βόρεια, προβάλλει περισσότερο το νεύρο και τη φυτική πλευρά της Μαλαγουζιάς.

Οι λιγότερο αρωματικές και περισσότερο ζωηρές εκφράσεις της Μαλαγουζιάς μπορούν εύκολα να καταναλωθούν ως απεριτίφ ή να συνοδεύσουν πιάτα με λαχανικά της ελληνικής και της μεσογειακής κουζίνας, όπως και ψάρια ψητά με μυρωδικά ή πλακί. Όσο η αρωματική ένταση αυξάνεται και η γεύση γίνεται πιο γεμάτη τόσο και οι επιλογές στρέφονται σε πιάτα με πουλερικά ή άλλα λευκά κρέατα μαγειρεμένα με μυρωδικά και μπαχαρικά, ενώ προσωπικά αγαπώ και το πάντρεμά της με πιάτα της ινδικής ή της λιβανέζικης κουζίνας.

Δείτε εδώ το σχετικό αφιέρωμα: Μαλαγουζιά: η αρωματική ποικιλία σε 20 ξεχωριστές επιλογές

Το άρθρο της εβδομάδας