Μέχρι πριν από λίγα χρόνια αρκούσε να είναι παγωμένη, αλλά σήμερα έχουμε την ευχέρεια να επιλέγουμε εκείνη που ταιριάζει με το φαγητό μας, ακόμη και να συνοδεύουμε με διαφορετικές μπίρες τα μενού σε εστιατόρια fine dining.
Ένα από τα -μετρημένα- καλά που έφεραν μαζί τους οι Βαυαροί όταν ήρθαν στη χώρα, ως ακόλουθοι του βασιλιά Όθωνα, ήταν η τέχνη της ζυθοποιίας. Σε αυτόν, όμως, που οφείλουμε περισσότερα είναι ο Γκέοργκ Γιόχαν Φιξ, ο πρώτος που ξεκίνησε δειλάδειλά τη δική του μικροεπιχείρηση παραγωγής του αγαπημένου ποτού των Γερμανών, στην περιοχή της Μαγκουφάνας, τη σημερινή Πεύκη. Κάπου στο 1864, ο ελληνοποιημένος πλέον Ιωάννης Κάρολος Φιξ ίδρυσε την εταιρεία με την επωνυμία Fix και αποφάσισε να εγκαταστήσει το ζυθοποιείο του στο Κολωνάκι. Η μπίρα βγήκε πλέον από το βασιλικό παλάτι, έγινε μόδα, εξαπλώθηκε σταδιακά σε όλη την Αθήνα και άρχισε να κερδίζει τους Έλληνες.
Μερικά χρόνια αργότερα, το εργοστάσιο της Φιξ μεταφέρθηκε στην περιοχή της λεωφόρου Συγγρού, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, στεγάζοντας πλέον το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Η μπίρα μπήκε στη ζωή των Ελλήνων με αργούς ρυθμούς. Στην αρχή έκανε στην άκρη τη ρετσίνα που απολάμβαναν όλοι τότε στα γεύματά τους και πήρε σταδιακά τη θέση της στο τραπέζι. Ήταν το ποτό που πρόσφεραν στους καλεσμένους, στα πιο επίσημα γεύματα, και στη δεκαετία του ’50, μαζί με το βερμούτ, δεν έλειπε από κανένα αστικό ψυγείο.
Στα μεζεδοπωλεία της εποχής εκείνης έπαιζε σε κάθε τραπέζι και ειδικά τα καλοκαίρια ήταν αυτό που συνόδευε όλους τους μεζέδες. Στη συνέχεια γνώρισε τη διαφημιστική παντοδυναμία των δεκαετιών ’60-’70 -’80, έγινε απαραίτητο συνοδευτικό σε κάθε αθλητική διοργάνωση, κυρίως στο ποδόσφαιρο, και καθιερώθηκε ως πρόταση συνώνυμη της διασκέδασης σε γλώσσα καθαρά αντρική.
Ταυτόχρονα, κέρδισε την αγαστή έγκριση των γιατρών για το καλό που κάνει στην υγεία, όταν βέβαια καταναλώνεται με σύνεση, και η δημοτικότητά της αυξήθηκε ραγδαία. Λίγο αργότερα μπήκε στις λίστες των μπαρ, απ’ όπου και δεν έφυγε ποτέ, αφού έγινε το αγαπημένο ποτό και των bartenders.
Όμως η σταδιοδρομία της δεν σταματάει εδώ. Η μπίρα απλώνεται και στα γαστρονομικά εστιατόρια, καθώς αποτελεί τη λύση για δύσκολα «γλυκά» ή πολύ καυτερά πιάτα, όπου το κρασί και η σαμπάνια δεν μπορούν να κάνουν αρμονικό πάντρεμα και οι κανόνες της εδεσματολογίας επιβάλλουν μια υπέρβαση. Όπως αυτή που έκανε χρόνια πριν ο Φεράν Αντριά στο θρυλικό El bulli, όταν μαζί με έναν sommelier δημιούργησε τη δική του μπίρα για να συνοδεύει τα ευφάνταστα πιάτα του.
Για να μη μας πιάσουν αδιάβαστους
Είναι γνωστό ότι τα κύρια συστατικά της είναι το νερό, το κριθάρι, ο λυκίσκος και η μαγιά, όμως ανάλογα με την περιοχή ή το είδος της μπίρας προστίθενται και άλλα συστατικά, όπως δημητριακά, βότανα, φρούτα ή και ζάχαρη. Εν συντομία, η παραγωγή της ακολουθεί τα παρακάτω στάδια. Η ζυθοποίηση ξεκινάει με τη διαδικασία της σακχαροποίησης. Σε αυτό το στάδιο, η βύνη, αφού θρυμματιστεί, βυθίζεται σε ζεστό νερό, ώστε να παραχθούν ζυμώσιμα σάκχαρα δίνοντας ταυτόχρονα γεύση και χρώμα στο νερό, που πλέον λέγεται γλεύκος.
Στη συνέχεια, η βύνη απομακρύνεται και το γλεύκος βράζεται με την προσθήκη λυκίσκου, ο οποίος είναι αυτός που θα δώσει στο γλεύκος την επιθυμητή πικράδα, αλλά και τα χαρακτηριστικά του αρώματα. Αφού το γλεύκος κρυώσει, μεταφέρεται σε δοχεία, όπου θα ακολουθήσει η διαδικασία της ζύμωσης. Η ζύμωση γίνεται με την προσθήκη μαγιάς, η οποία καταναλώνει τα σάκχαρα που περιέχει το γλεύκος και παράγει αλκοόλ και διοξείδιο του άνθρακα. Όταν ολοκληρωθεί και αυτό το στάδιο, ακολουθούν η ενανθράκωση και η εμφιάλωση της μπίρας.
Η επανάσταση της μικροζυθοποιίας
Για πολλούς μικροζυθοποιούς ανά τον πλανήτη η παραγωγή μπίρας ήταν κάτι σαν χόμπι, κάτι που απολάμβαναν οι ίδιοι με τους φίλους τους. Όμως σιγά-σιγά αυτή η τάση πήρε άλλη διάσταση και έτσι οι ιδιαίτερες και διαφορετικές μπίρες μπήκαν στη ζωή μας για να την ομορφύνουν. Στη χώρα μας το ξεκίνημα έγινε το 1997, όταν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας άνοιξε η Craft.
Από τότε, τα βήματα έγιναν στην αρχή αργά, μια και, σύμφωνα με τα στοιχεία, μέχρι το 2009 λειτουργούσαν μόνο 6 μικροζυθοποιίες σε όλη την Ελλάδα. Αριθμός που αυξήθηκε κατά πολύ τα επόμενα χρόνια και πλέον έχουμε φτάσει να μιλάμε για πάνω από 50 στην επικράτεια. Αναλογιστείτε μόνο ότι σχεδόν κάθε νησί έχει και τη δική του μικροζυθοποιία. Τροχοπέδη σε όλη αυτή την ανάπτυξη είναι η ελληνική νομοθεσία, που ακόμα και σήμερα δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρη. Παρ’ όλα αυτά όλο και περισσότερες προσπάθειες βγαίνουν στην επιφάνεια.
Τα είδη της μπίρας
Lager: Είναι το πιο διαδεδομένο είδος μπίρας στον κόσμο και αυτές που έχουμε συνηθίσει να πίνουμε. Παρασκευάζεται από μαγιά η οποία μετά το τέλος της ζύμωσης υφίσταται καθίζηση στον βυθό, γι’ αυτό και έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ και ελαφριά, καθαρή γεύση βύνης.
Pilsner (ή Pils): Προέρχεται από την τσέχικη πόλη Plzen, εξ ου και το όνομα της. Ανήκει στην κατηγορία των Lager, είναι ξανθιά, ελαφριά σε αλκοόλ και περιέχει αρκετό λυκίσκο, ο οποίος της προσδίδει τη χαρακτηριστική της πικράδα.
Ale: Αποκαλούνται αλλιώς και αφροζύμωτες διότι κατά τη ζύμωση η μαγιά αναδύεται στην επιφάνεια και στη συνέχεια απομακρύνεται προτού ολοκληρωθεί η ζύμωση. Άλλοι τύποι Ale είναι οι σκουρόχρωμες Brown και οι Golden, που έχουν χρυσό χρώμα κι απαλή γεύση.
Weissbier: Υποκατηγορία της Ale με μικρή περιεκτικότητα σίτου. Ξεχωρίζει για το θολό της χρώμα και την ελαφρώς ξινή γεύση που δημιουργείται από την προσθήκη λακτοβάκιλλων.
Stout: Έντονη σε αλκοόλ μπίρα, η γεύση της οποίας εξαρτάται από την καταγωγή της. Οι γλυκές Stouts προέρχονται από την Ιρλανδία και την Αγγλία και είναι γνωστές για την ήπια πικράδα τους. Γευστικά δίνουν καπνιστές νότες από καφέ και κρέμα που θυμίζουν espresso. Οι αμερικάνικες Stout είναι πιο δυνατές σε αλκοόλ, περισσότερο καβουρδισμένες και με έντονη πίκρα από τον λυκίσκο. Θυμίζουν bitter σοκολάτα. Τέλος, υπάρχουν και οι Imperial Stouts, που είναι ακόμα πιο ενισχυμένες σε αλκοόλ.
Dunkel: Προέρχεται από τη Βαυαρία (περιοχή της Γερμανίας), έχει μαύρο χρώμα, πλούσια γεύση με έντονη την παρουσία της βύνης, κάτι που οφείλεται στο παρατεταμένο καβούρδισμά της. Πολύ συχνά στα γευστικά της χαρακτηριστικά διακρίνουμε νότες καραμέλας, σοκολάτας και καφέ.
India pale ale (IPA): αναπτύχθηκε στην αγγλία για εξαγωγή στην ινδία και οφείλει την ιδιαίτερα πικρή γεύση της στους πληθωρικούς λυκίσκους, οι οποίοι βγάζουν αρώματα βοτάνων, κίτρου ή φρούτων. Υποκατηγορίες της θα λέγαμε ότι είναι οι αφιλτράριστες, θολές New England IPA, που έχουν λιγότερη πικράδα και βγάζουν έντονα φρουτώδη αρώματα, οι British IPA, οι οποίες είναι πιο πικρές, με πιο έντονο τον χαρακτήρα της βύνης και τέλος οι West Coast IPA με έντονο τροπικό και φρουτώδη χαρακτήρα.
Pale Ale: Είναι θολές, με έντονους λυκίσκους στη γεύση. Έχουν χαμηλότερο αλκοόλ από τις IPA και κυκλοφορούν σε διάφορα είδη: American Αmber Ale, American Pale Ale, Blonde Ale και English Pale Ale. Κοινό τους χαρακτηριστικό, το ελαφρύ σώμα και το πλούσιο άρωμα βύνης, πράγμα που τις κάνει ιδιαίτερα ευκολόπιοτες.
Porter: Επίσης μαύρες, των οποίων οι ρίζες εντοπίζονται στο ηνωμένο βασίλειο. Μοιάζουν αρκετά με τις Stouts στο χρώμα, χάρη στη χρήση σοκολάτας ή/και σκουρόχρωμων βυνών κατά τη ζυθοποίησή τους, όμως στη γεύση βγάζουν λιγότερο καφέ και περισσότερη σοκολάτα. Υπάρχουν και οι Imperial Porters, με περισσότερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ, έντονα καπνιστό χαρακτήρα, νότες από μελάσα, σταφίδα, γλυκόριζα και καβουρδισμένες βύνες.
Sour: Μια ιδιαίτερη κατηγορία που κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Τη βρίσκουμε σε αρκετές μορφές όπως η βέλγικη Lambic, η φρουτώδης Flanders και η όξινη, λεμονάτη Berliner Weisse. Με την προσθήκη φρούτων, όπως κεράσι, βατόμουρο και ροδάκινο, οι Sour μπίρες παντρεύουν τον γλυκό με τον ξινό χαρακτήρα, δημιουργώντας ένα εντελώς διαφορετικό και ενδιαφέρον προφίλ.
Η κατσαρόλα ταιριάζει στην μπίρα
Η εικόνα ενός ποτηριού μπίρας δίπλα σε ένα πιάτο φασολάκια ή ένα μπριάμ ή ακόμα και σε ένα κοκκινιστό κατσαρόλας είναι η πιο συνηθισμένη στα καλοκαιρινά μας τραπέζια. Τα φαγητά της κατσαρόλας συνδυάζονται με την μπίρα, δίνοντας γευστικά αποτελέσματα με μεγάλο ενδιαφέρον, ειδικά αν μπούμε στο παιχνίδι της αρμονίας, μια και υπάρχουν πλέον πολλές επιλογές ακόμη και στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Για παράδειγμα, τα λαδερά μπορούν να παντρευτούν με μια Lager ή με μια Pilsner.
Το κοκκινιστό μοσχάρι παίζει ωραία με μια Ale και αν θέλετε να κάνετε ένα πιο «ριψοκίνδυνο» ταίριασμα, διαλέξτε μια Imperial Porter. Από την άλλη, στα λεμονάτα, κυρίως με το χοιρινό, μπορεί να σταθεί μια ευκολόπιοτη Pale Ale ή μια εξίσου λεμονάτη Sour. Στα φαγητά όπου πρωταγωνιστεί το κοτόπουλο, η πιο κατάλληλη επιλογή είναι η Lager, ενώ σε εκείνα όπου το ψάρι παίζει τον πρώτο ρόλο μια Pilsner. Τέλος, τα χόρτα δένουν αρμονικά με μια New England IPA καθώς έχει ισορροπημένη οξύτητα και μετριασμένη πικράδα.
Τώρα που γνωρίσατε την ιστορία, τα είδη της μπίρας αλλά και τα φαγητά που τη συνοδεύουν ιδανικά μπορείτε να φτιάξετε μοσχαράκι κοκκινιστό στο σπίτι. Απλά διαλέξτε την μπίρα που ταιριάζει με αυτό και καλή σας όρεξη!