Μεγαλώνοντας στο κέντρο της Αθήνας, σε μια γειτονιά με πλατείες και τοπική εμπορική ζωή, μάθαμε ότι όλα βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από την πόρτα μας. Από το μπακάλικο του κυρίου Βάσου και το κρεοπωλείο του Τάσου μέχρι τις δύο ταβέρνες μας, τον Κρητικό με τους τοίχους βαμμένους σε ώχρα, τα εξακοσάρια βαρέλια σε παράταξη και τις φωτιές μόνιμα αναμμένες στις σχάρες του, και την Κληματαριά, πάντα φρεσκοασβεστωμένη, με τη μικρή σκιερή αυλή και τα σπιτικά μαγειρευτά.
Πηγαίναμε συχνά τις Κυριακές στην Κληματαριά για μεσημεριανό, τα βραδάκια της εβδομάδας στον Κρητικό για παϊδάκια και μπιφτέκια, τη ρετσίνα του –για τους «μεγάλους»– και τη μικρή κομπανία που συνόδευε με τα τραγούδια το φαγητό μας. Πηγαίναμε οικογενειακώς ή με τις παρέες των γονιών, οπότε και η διάρκεια του γεύματος μάκραινε και γινόταν απείρως πιο ευχάριστη, με πειράγματα και γέλια προς εμάς, τα πιτσιρίκια της παρέας.
Σταδιακά είδαμε τις ταβέρνες μία-μία να κλείνουν, μετακομίσαμε στο νέο μας σπίτι που μας χωρούσε καλύτερα και έβλεπε απευθείας τα πεύκα του Υμηττού, η ζωή μας άλλαξε ριζικά. Συνεχίσαμε να βγαίνουμε για φαγητό, όμως η ταβέρνα της γειτονιάς αντικαταστάθηκε από άλλες, πιο μακρινές, από πιτσαρίες και εστιατόρια γαλλικότροπης κουζίνας. Γίναμε ακαδημαϊκοί πολίτες, κάναμε τις δικές μας παρέες, είχαμε το δικό μας πορτοφόλι και τις δικές μας επιλογές.
Ανακαλύψαμε τα ρεμπετάδικα της Μεταπολίτευσης, τις κρεατοταβέρνες της Πάρνηθας και της Χασιάς, της Μαγούλας και της Μάνδρας, τις παραλιακές ψαροταβέρνες, τα βαρεθήκαμε, τα εγκαταλείψαμε, τα ξεχάσαμε. Χρόνια αργότερα καθίσαμε στις παστέλ καρέκλες μιας νεοταβέρνας και όταν τις βαρεθήκαμε κι αυτές, πήγαμε στις γαστροταβέρνες των ασοβάτιστων τοίχων και της «απροσποίητης» άνεσης με «πειραγμένες» γεύσεις.
Και αφού όλα τα γυρίσαμε, αναζητήσαμε ξανά την εγγύτητα μιας κλασικής ταβέρνας, την απλότητα –και όχι την απλοϊκότητά της– στην αυθεντική ή στη νέα της εκδοχή,
ακόμη και εκείνοι, οι νεότεροι που ποτέ δεν την έζησαν. Κάθε εποχή έχει τις δικές της ανάγκες, τα δικά της «γούστα» που εκφράζονται στα μαγαζιά της εστίασης με τον καλύτερο τρόπο.
Στο τεύχος Ιουλίου του Cantina Magazine κάνουμε μια διαδρομή στην ιστορία, στο παρόν και το μέλλον της ελληνικής και –κυρίως– της αθηναϊκής ταβέρνας. Επισκεπτόμαστε τις αιωνόβιες που άντεξαν, τις κλασικές της εξοχής, τις νεοφερμένες της «μόδας». Όλες μαζί συγκροτούν ένα αδιαίρετο σύνολο που με κάποιον –σαν μαγικό– τρόπο έχουν απευθείας σύνδεση με την καρδιά και το στομάχι μας. Σας καλούμε να μας ακολουθήσετε σε αυτές τις διαδρομές μας.
Φωτογραφίες: Αντώνης Γιαμούρης