Τι συμβαίνει στον Βόλο; Ποια συνωμοσία συντελείται κάθε μεσημέρι και ενάντια σε τι; Τι είναι αυτό που κάνει τις βολιώτικες τσιπουροποσίες μοναδικές;

Φαντάσου έναν καλοστημένο μηχανισμό προμήθειας θαλασσινών μεζέδων στα πάνω από 300 τσιπουράδικα που λειτουργούν στον Βόλο. Μια χοάνη τροφοδοσίας που σε καθημερινή βάση εξασφαλίζει φρέσκες πρώτες ύλες στους επαγγελματίες του χώρου. Λάβε υπ’ όψιν σου ένα άγραφο πρωτόκολλο κατανάλωσης, μια τελετουργία διαμορφωμένη αργά μέσα σε 100 χρόνια, από τότε δηλαδή που οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στην πόλη φέρνοντας μαζί τους την κουλτούρα των θαλασσινών μεζέδων. Η αποκλειστικά θαλασσινή παλέτα του μενού δίνει τη μοναδική γαστρονομική ταυτότητα στα τσιπουράδικα αυτής της πόλης. Αν δεν είσαι λάτρης των θαλασσινών είναι δικαιολογημένο όλα αυτά που γράφω να μη σ’ ενδιαφέρουν καθόλου.

Ο σημερινός Βολιώτης καταναλωτής είναι εκ γενετής εκπαιδευμένος να μην αγχώνεται όταν καθίσει πλαγίως στην καρέκλα του τσιπουράδικου. Θα ψελλίσει ένα «ΜΕ» ή ένα «ΧΩΡΙΣ» στον σερβιτόρο, προκειμένου να διευκρινίσει αν προτιμάει το τσίπουρο με γλυκάνισο ή χωρίς, και θα αφεθεί στα χέρια του έμπειρου σεφ που ιδροκοπάει πάνω από τα αναμμένα κάρβουνα. Δεν θα προηγηθεί ανάγνωση καταλόγου, δεν θα χαθεί πολύτιμος χρόνος, δεν θα μπει σε καμιά διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τα τρία ή τέσσερα πιατάκια μεζέδων που συνοδεύουν κάθε γύρα μοιάζουν με προσφορά. Επειδή αυτή η προσφορά περιλαμβάνει ό,τι πιο εκλεκτό έχει να σου χαρίσει η θάλασσα είναι αδύνατον να μην πλημμυρίσεις από ενθουσιασμό, να μη νιώσεις ότι επιτέλους κάποιος σε φροντίζει. Τα τσιπουράδικα του Βόλου δεν είναι μαγαζάκια εστίασης, είναι πεδία συμπόνιας.

Ο μισός πληθυσμός της πόλης αρχίζει από τις 12 το μεσημέρι να ανταλλάσσει συνωμοτικές ματιές. Μια ευωδιά ψημένου χταποδιού αναστατώνει τον εγκέφαλό σου την ώρα που στέκεσαι στην τράπεζα για να πληρώσεις λογαριασμούς. Ξέρεις πού θα καταλήξεις. Προγραμματισμένα ή απρογραμμάτιστα, θα τους συναντήσεις όλους εκεί, στα μαγαζιά της πόλης να συζητούν μεγαλοφώνως, να σφάζουν μια παραγωγική μέρα στα δύο, να επαναπροσδιορίζουν τι είναι σημαντικό στις ζωές τους και τι όχι. Αυτή η συμποσιακή συνθήκη συνεύρεσης και αποσυμπίεσης είναι αδιαπραγμάτευτη πια στην κουλτούρα της πόλης. Όταν κοιτάζεις το φαινόμενο από απόσταση έτσι είναι τα πράγματα. Όσο εστιάζεις όμως θα ανακαλύψεις λεπτομέρειες ακόμα πιο ενδιαφέρουσες και όχι πάντα παραμυθένιες. Η ενδεχόμενη φορολόγηση του τσίπουρου, για παράδειγμα, λόγω κυβερνητικής ανοησίας είναι ένα θέμα που συζητιέται με ανησυχία ανάμεσα στα τσουγκρίσματα και στα χωρατά. Καινοτομίες του τύπου «σου αφήνω το μπουκάλι με το τσίπουρο στο τραπέζι και απλά σε φορτώνω μεζέδες» τινάζουν το πρωτόκολλο στον αέρα. Κάθε προσδοκία ψυχικού συντονισμού μένει μετέωρη. Κάποια μαγαζιά έχουν ήδη αρχίσει να μετατρέπονται σε ποιοτικά μεν, αλλά κατά τα άλλα κοινά μεζεδοπωλεία που μπορείς να συναντήσεις και σε άλλες πόλεις.

Το με πόσους θα τα πιεις, ποια ώρα της ημέρας, σε τι ρυθμό, τι θα συζητήσεις, ο τρόπος που κάθεσαι, ο τόπος, η ποιότητα του τσίπουρου και των μεζέδων, το σωστό μαγαζί είναι παράγοντες που δεν πρέπει να τους αφήνεις στην τύχη αν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα είναι η προσωρινή ευτυχία και ο έρωτας για τα πάντα.

Αν είσαι ξένος, εμπιστεύσου έναν μερακλή Βολιώτη να σε οδηγήσει.

info
Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης είναι εικαστικός, καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Δείτε επίσης:
Τα τσίπουρα στον Βόλο: Ο απόλυτος οδηγός τσιπουροποσίας