Σε θέλω να μου χαμογελάς. Η ελληνική κουζίνα δεν είναι μια μικρή χωριατοπούλα που περιμένει να κατακτηθεί από κοσμοπολίτες γαμπρούς με λαμπρές προδιαγραφές.
«Πού πήγαν οι μάγειρες; Κάνα μάγειρα που ψάχνει για δουλειά ξέρεις; Δεν βρίσκω μάγειρες! Μάγειρα ακούω και μάγειρα δεν βλέπω… Μου ʼφυγε ο μάγειρας!»
Αυτά ακούς συχνά πυκνά να συζητούν μεταξύ τους σεφ, εστιάτορες και ξενοδόχοι. Μα, αλήθεια τώρα, πού πήγαν οι μάγειρες; Ναι, το ξέρω πως το επάγγελμά μας είναι δημοφιλές και πως δύσκολα θα μείνει κάποιος χωρίς δουλειά αν πραγματικά θέλει να εργαστεί, αλλά αυτό το φετινό δεν το ʼχω ξανασυναντήσει. Τέτοια έλλειψη πια; Πραγματικά, πού πήγαν οι μάγειρές μας;
Είναι πολλά που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, τα οποία φυσικά δεν είναι επί του παρόντος, αλλά με αφορμή αυτήν τη διαμορφωμένη κατάσταση, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις που αφορούν όλους εκείνους τους Ελληνες μάγειρες που φεύγουν στο εξωτερικό, οι οποίοι είναι πάμπολλοι και που η θεμιτή τους απόφαση να φύγουν έξω δίνει, εν μέρει, μια απάντηση στην εγχώρια έλλειψή τους.
Νέοι και αδημιούργητοι, άπειροι και φιλόδοξοι -θεμιτή και η φιλοδοξία, αφού τίποτα δεν είναι πιο φυσικό από το να θες να εξελιχθείς τεχνικά και να αναλάβεις σοβαρά πόστα και ευθύνες- φεύγουν οι μάγειρές μας αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, μια καλύτερη εκπαίδευση και ένα καλύτερο και πιο καλοπληρωμένο περιβάλλον εργασίας. Και πράγματι, η απασχόληση σε κουζίνες του εξωτερικού δίνει μια ευκαιρία στο όνειρο του κάθε νέου μάγειρα που προσπαθεί να χτίσει την καριέρα του σε καλύτερες βάσεις και υπό καλύτερες προϋποθέσεις.
Κάποια στιγμή, όμως, η γλυκιά πατρίδα καλεί πίσω τα παιδιά της. Πέρα από το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό το όνειρο του εξωτερικού δεν εκπληρώνεται, αφού κι εκεί η αντικειμενική δυσκολία της δουλειάς μας δεν αφήνει περιθώρια για ωραιοποιήσεις, οι μάγειρές μας θέλουν να επιστρέψουν στο σπίτι τους με γεμάτη γνώσεις και εμπειρία τη φαρέτρα τους και να προχωρήσουν στον τόπο τους. Κάπου εκεί συναντούν την ελληνική μας κουζίνα ως μια ωραία άγνωστη χωριατοπούλα, την οποία προσεγγίζουν και θέλουν να την κατακτήσουν μέσα από τη ματιά που διαμόρφωσαν εκεί έξω που έχουν μαθητεύσει και εργαστεί.
Είναι, όμως, για τους περισσότερους μια άγνωστη, όπως είπα. Και την ντύνουν με ένα φουστάνι που δεν της πολυταιριάζει. Τη βλέπω να ασφυκτιά, να μην μπορεί να κινηθεί άνετα, να πνίγεται και να χάνει τον χαρακτήρα της. Μου θυμίζει κάτι κορίτσια από το χωριό που εμφανίζονταν ξαφνικά σε ένα πανηγύρι φορώντας ένα λουλουδένιο φόρεμα με φραμπαλάδες, το οποίο τους το είχε στείλει ο θείος από την Αμερική και που όσο και να καμάρωναν που το φορούσαν, είχαν μια εικόνα αστεία και περίεργη, αφού τίποτε από αυτό το ρούχο δεν ήταν πραγματικά δικό τους. Έτσι άτσαλα ντύνουμε συχνά την κουζίνα μας με τεχνικές, υλικά και αρώματα που δεν της ταιριάζουν καθόλου και νιώθω στο βάθος το παραπονεμένο της βλέμμα να με κοιτάζει και να μου λέει: «Για δε μʼ αφήνετε να αναπνεύσω; Για δε μʼ αφήνετε να είμαι ο εαυτός μου;». Κι εγώ τι να της πω; Ότι έχει άδικο; «Δίκιο έχεις…», της λέω. «Έλα να ράψουμε σιγά-σιγά ένα φουστάνι πάνω σου, έτσι όπως σου ταιριάζει και σ΄ αρέσει, γιατί ξέρω πως μόνο έτσι θα μπορείς να μου χαμογελάς».
Η φωτογραφία ανοίγματος είναι έργο του Ivan G. Olinsky, 1942
Δείτε επίσης:
Η μαγειρική στα χρόνια της τηλεργασίας
Μανώλης Παπουτσάκης: «Η ελληνική κουζίνα θα ξανανθίσει»
Ευγενική υπενθύμιση: Είναι καλοκαίρι