Το κρασί -και ειδικότερα το σαμιώτικο κρασί– κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη ζωή των ανθρώπων. Συνδέεται με την ευφορία ψυχής μα και πνεύματος, με τις πιο όμορφες ανάσες της καθημερινότητας αλλά και τις ξεχωριστές εκείνες στιγμές που προκύπτουν απρόβλεπτα και φέρνουν μαζί τους χαμόγελα. Στις φιλικές μαζώξεις, στα επαγγελματικά δείπνα, τις επετείους και τις γιορτές, στο καλωσόρισμα των αγαπημένων προσώπων, στον ενθουσιασμό και τη χαρά, στο καταστάλαγμα των σκέψεων, στο γεύμα και το δείπνο, στα χαλαρωτικά μεσοδιαστήματα.
Ο Σαμιακός αμπελώνας, με τη μακρά οινοποιητική παράδοση και την εξαιρετική ποικιλία του Μοσχάτου αποκαλύπτει διαχρονικά τη δυναμική του. Οι ορεινές και ημιορεινές αναβαθμίδες, η έκθεση στον ήλιο, η ποικιλία, το έδαφος, το υψόμετρο, τα ιδιαίτερα μικροκλίματα, ο ανθρώπινος παράγοντας, η συνεταιριστική δράση, η οινοποίηση, η παλαίωση, οριοθετούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα terroir παγκοσμίως. Σε αυτές τις πατρογονικές «πεζούλες ξερολιθιάς» που εκτείνονται σε περίπου 14.000 στρέμματα γης, καλλιεργείται στο 98% και πλέον το «Άσπρο Μοσχάτο Σάμου», ένα μικρόρωγο σταφύλι το οποίο θεωρείται ο πιο ευγενής κλώνος της μεγάλης οικογένειας των μοσχάτων. Κι οι Σαμιώτες αμπελοκαλλιεργητές, με χειρωνακτική κυρίως εργασία, ακολουθούν την παράδοση των πατεράδων και των παππούδων μας, δίνοντας ένα μοναδικό προϊόν.
Διαβάστε πιο κάτω μια ενδεικτική και βιωματική καταγραφή της μεγάλης γιορτής του τρύγου, όπως γινόταν πριν από κάποιες δεκαετίες στη Σάμο:
«…Ο τρύγος στη Σάμο ήταν και είναι η εποχή που ο κόπος, η αγωνία, το μεράκι μιας ολόκληρης χρονιάς δικαιώνεται με το μάζεμα του ευλογημένου καρπού, του μοσχάτου σταφυλιού.
Η έκφραση «θέρος τρύγος πόλεμος» εκφράζει την κινητικότητα και την εγρήγορση που επικρατούσε με το «έμπα» του Αυγούστου. Οι προετοιμασίες βέβαια, άρχιζαν νωρίτερα. Η κοινότητα πρώτα καθάριζε τους δρόμους από κλαδιά και βάτια, ενώ επισκεύαζε και τα καλντερίμια («ντουσιμέδες»), όπου ήταν χαλασμένα από το χειμώνα. Οι παραγωγοί ετοίμαζαν τις «σταφυλοσακούλες» προσέχοντας να έχουν όλες «κρικέλλες» και σχοινάκια για το δέσιμο. Τυχόν τρύπες μπαλώνονταν, οι καινούργιες βάφονταν με ένα λάδι για αδιαβροχοποίηση («μπιζερόλαδο» το λέγανε). Ακολουθούσε ο έλεγχος στα κοφίνια των εργατριών, στα «γαλίκια», στις «κοφίνες» και τις «κόφες» κι όπου χρειαζόταν, γινόταν άμεση επιδιόρθωση με κομμάτια σύρμα και σπάγκο.
Παλιά η μεταφορά σταφυλιών γίνονταν με πλεχτά κοφίνια διαφόρων διαστάσεων και έτσι είχαμε: τα κοφίνια, τα «γαλίκια» (κελετήρια ), τις «κόφες» και τα μεγάλα που λέγονταν «σελέδες». Αργότερα, είχαμε τις μουσαμαδένιες σακούλες και τώρα τα πλαστικά καφάσια. Κατά την προετοιμασία, σειρά είχαν τα «κατσ’νάκια» ή «κατσούνες» (όπως λέγαμε τα μεγαλύτερα) τα οποία τροχίζονταν στη «λαδάκονη» ώστε να είναι κοφτερά. Έρχονταν και σιδεράδες και πουλούσαν καινούργια κατσούνια. Ήταν η περίοδος πού έκαναν παρέλαση στο χωριό, «πραματευτάδες», «καλαθάδες», «ματραμπάζ’δις» (ζωέμποροι) και τόσοι άλλοι. Τα ζώα πήγαιναν στον πεταλωτή του χωριού για προετοιμασία και καλλωπισμό. Στα πίσω πέταλα έκαναν γάντζο για να μην γλιστράνε στους «ντουσιμέδες». Τα σαμάρια γεμίζονταν με χόρτο για να μην πληγώνονται τα ζώα από τα μεγάλα φορτία.
Όταν ο ντελάλης διαλαλούσε στο χωριό ότι την τάδε μέρα θα ανοίξει η «πόστα» άρχιζε το τρέξιμο. Ο πατέρας έφευγε απ’ τη νύχτα για να πάει στο κτήμα να δει αν θέλει κόψιμο (αν ωρίμασε δηλαδή) κι αμέσως κανονίζαμε τα «κουρίτσα» (εργάτριες) για κόψιμο, τους κουβαλητάδες και τούς αγωγιάτες με καλά ζώα γιατί θα κάνανε πολλές στράτες προς την παραλαβή. Σημεία παραλαβής σταφυλιών υπήρχαν σε πολλά σημεία της περιφέρειας. Στο χωριό των Βουρλιωτών με παράδοση στην παραγωγή μοσχάτου σταφυλιού, για παράδειγμα, υπήρχε μία στον Κάμπο (που ήταν και οινοποιείο), μία στο χωριό, μία στην Βροντιανή, μία στο Σύρραχο και μία στους Βαλεοντάδες. Κι αυτές καθαρισμένες, ασπρισμένες, με το προσωπικό έτοιμο και τον εξοπλισμό στη θέση του, περίμεναν τα «μαξούλια».
Όταν ξημέρωνε η μέρα του τρύγου όλο το χωριό από τα μαύρα χαράματα αντιλαλούσε από τα πέταλα των ζώων, σαν να πέρναγε το ιππικό. Η «μάχη» άρχιζε, πριν καν βγει ο ήλιος. Σ’ όλα τα κτήματα υπήρχαν ομάδες εργατών με ψάθες στο κεφάλι για τον ήλιο. Φωτεινά πρόσωπα, χαμογελαστά, χαρούμενα γιατί ο τρύγος ήταν γιορτή. Το ντύσιμο του τρύγου είχε τεράστιο ενδυματολογικό ενδιαφέρον. Ρούχα -ότι είχε ο καθένας- μακρυμάνικα πουκάμισα για προφύλαξη από «μουχρίτσες» και «ντάβανους», ρόμπες μακριές μπαλωμένες στους αγκώνες, ψαθωτά καπέλα πιασμένα με μαντήλια για να μην τα παίρνει ο αγέρας και οι βλαστοί. Οι ευχές έδιναν και έπαιρναν: «χίλια γουμάρια», ανταπαντώντας οι άλλοι «τα μ’ σά θ’ κά σ» ή… «χίλιες ευχές να σ’ ακλουθάνι». Όλοι σκυμμένοι και μόνο οι κουβαλητάδες, τρέχοντας ανάμεσα στα κλήματα, άδειαζαν τα κοφίνια. Μερικές φορές κάποιος έμπειρος μπροστά απ’ όλους διάλεγε τα πιο ώριμα σταφύλια για να μπουν κάτω-κάτω στα σακιά να «βγει ο βαθμός καλός». Όταν το «γομάρι» (φορτίο) ήταν έτοιμο, φόρτωναν για την πρώτη στράτα, ενώ φώναζε το αφεντικό στον αγωγιάτη «τά μάτια σ’ τέσσιρα, μη χάσουμι το γράδο». Ένα γομάρι ήταν 133 κιλά και 14 βαθμούς.
Στην παραλαβή, ο προϊστάμενος προσπαθούσε να συντονίσει τους πάντες για να ξεκινήσει η διαδικασία. Εργάτες πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας εργαλεία, κυλώντας βαρέλια για το μούστο, χωνιά, πλάστιγγες, οι γραφιάδες τα χαρτικά τους, ένα πολύβουο μελίσσι. Τα ζώα φορτωμένα συνωστίζονταν σχηματίζοντας μεγάλη ουρά, τσαλαπατώντας διαρκώς λόγω του μεγάλου φορτίου. Τα γαϊδουράκια ξεφορτώνονταν γιατί δεν άντεχαν το βάρος, αρχίζανε οι γκρίνιες από τους αγωγιάτες, οι πρώτες αψιμαχίες προ των πυλών, αλλά με το «ΠΑΜΕ!» η φωνή του προϊστάμενου αφόπλιζε τους πάντες…
Όταν λοιπόν ο αγωγιάτης έφτανε στην παραλαβή, ξεφορτώνονταν τα σταφύλια στην πλάστιγγα, ο ζυγιστής ανεβοκατεβάζοντας τα «ζύγια» με γρήγορες κινήσεις τα ζύγιζε, φώναζε δυνατά όνομα και κιλά για να ακούσει ο «γραφιάς». Μετά, τα άδειαζαν με προσοχή να μην σκορπίσει η «κατσούλα» όπως λέγανε δηλαδή τα ώριμα. Ένας εργάτης έπαιρνε με μια «πιρούνα» σταφύλια και τα έβαζε στο «μαστέλλο», ένα ξύλινο δοχείο για να «τα πατήσει». Καμιά φορά αν η «πιρουνιά» δεν ήταν καλή, έλεγε χαριτολογώντας ο παραγωγός « αχ στ’ν καρδιά μη κάρφουσις». Σε αυτήν τη φάση έπρεπε το μάτι του παραγωγού να είναι ανοιχτό.
Ξυπόλητος λοιπόν ο εργάτης με γρήγορες κινήσεις έλειωνε τα σταφύλια, τα έστυβε καλά και το μούστο τον έβαζε στον «τσούκο», ένα σκεύος με μια σίτα στη μέση σα σουρωτήρι, το ανακάτευε και γέμιζε το «γράδο». Ο «γραδαρ’στής» έβαζε το γράδο και φώναζε το βαθμό. Υπήρχαν πολλές διενέξεις σε αυτήν τη φάση. Επειδή ο μούστος έκανε αφρό, φώναζε ο παραγωγός «τουν’ αφρό φύσα» για να φαίνεται καλά η κλίμακα η «αφού του λέει γιατί δε του φουνάζ’ ς», δηλαδή αφού φαίνεται η υποδιαίρεση γιατί δεν το λες; Αν δεν άρεσε ο βαθμός μπορούσε να γραδάρει έως και τρεις φορές και να πάρει το μέσο όρο. Όλα τα στοιχεία αυτά τα κατέγραφε ο γραφιάς και έκοβε το «μπουλέτο». Επίσης μετρούσαν και τη θερμοκρασία του μούστου γιατί προσέθετε μισό βαθμό στο γράδο. Τις αποδείξεις αυτές τις συγκέντρωναν για να συμφωνήσουν αργότερα με το Συνεταιρισμό. Τα σταφύλια απ’ την παραλαβή φορτώνονταν σε φορτηγά για το Οινοποιείο ΕΟΣΣ στο Μαλαγάρι. Το ίδιο και ο μούστος απ΄τις «χαβούζες» όπου μαζεύονταν, έμπαινε σε μεγάλα βαρέλια και πάλι στο οινοποιείο άμεσα, γιατί άρχιζε ο βρασμός. Τα βαρέλια ήταν πάντα «ξετάπωτα» στο φορτηγό, ώστε να μη χύνεται ο μούστος κι έβαζαν ένα κλαδί από σπάρτο συνήθως.
Άμα ο «αγωγιάτης» γύρναγε στο κτήμα, ρώταγε το αφεντικό «του’νείχι ή του χάσαμι του γράδου» κι αν δεν άρεσε ο βαθμός, πήγαινε η γκρίνια σύννεφο. Καμιά φορά, πιο παλιά, μερικοί ενοικίαζαν και κρασοβάρελα από το Συνεταιρισμό για να βάζουν τον περίσσιο μούστο απ’ το πατητήρι. Κατά τις 10:30 το πρωί κάτω από ένα μεγάλο δένδρο συνήθως τρώγανε το πρώτο φαγητό το «καφαλτί». Πάνω στον ξύλινο σοφρά, σε μια μεγάλη πήλινη γαβάθα μια ντοματοσαλάτα με πατάτες βραστές, μπόλικο λάδι, κρεμμύδια, πιπεριές, παστά ψάρια και ένα μεγάλο καρβέλι ζυμωτό ψωμί, άτσαλα κομμένο με τα χέρια, ήταν το «δεκατιανό» του τρύγου. Γύρω-γύρω σταυροπόδι κάθονταν όλοι οι εργάτες, ξεσκούφωτοι και «μπαϊλντισμένοι» από το μούστο και τον ιδρώτα, ζητούσαν το σταμνί με το κρύο νερό και το φρέσκο κουκουνάρι ως πώμα. Γέμιζαν από ένα μεγάλο αλουμινένιο κανάτι, εύχονταν για τη σοδειά και έπιναν με ευχαρίστηση. Αργότερα, κατά τις δύο τρώγανε το μεσημεριανό γιατί η δουλειά στον τρύγο κρατούσε ως αργά το απόγευμα.
Οι δύο-τρεις πρώτες μέρες ήταν δύσκολες. Το βράδυ πονούσαν χέρια, πόδια, μέση αλλά όλα πήγαιναν καλά σιγά-σιγά. Καμιά φορά κόβαμε και λίγο το δάχτυλο με το «κατσούνι» και τότε μας λέγανε να βάλουμε μια ρόγα σταφύλι πάνω στο κόψιμο (γιατί έχει οινόπνευμα) κι αν δεν σταμάταγε, τότε βάζαμε «κονιζό» (αιμοστατικό φυτό). Οι αποστάσεις μεγάλες, μακρινές, με τα πόδια ήταν μέγας άθλος. Αλλά ο κόσμος μαθημένος δε βαρυγκομούσε, με το χαμόγελο αντιμετώπιζε τις δυσκολίες. Έβλεπες γυναίκες μεγάλες με παιδιά να δουλεύουν καρτερικά όλη τη μέρα και το βράδυ φορτωμένες με το καλαθάκι τους γεμάτο διαλεγμένα σταφυλάκια για το σπίτι, να περπατάνε σε δύσβατα μονοπάτια και το επόμενο πρωί πάλι και πάλι στον τρύγο…
Τα μονοπάτια ήταν στενά και στο μεγαλύτερο μήκος τους περνούσε μόνο ένα ζώο. Προτεραιότητα φυσικά είχαν τα φορτωμένα, γι’ αυτό οι αγωγιάτες μπαίνοντας στα στενά, φώναζαν για να κάνουν στην άκρη οι ξεφόρτωτοι. Άλλη αιτία γκρίνιας αυτή! Άλλος δεν φώναζε, άλλος δεν άκουγε κι όταν σμίγανε, δεν είχε χώρο! Τραγελαφικές καταστάσεις.
Όταν με το καλό τελείωνε ο τρύγος, άρχιζαν οι υπολογισμοί, για το αν πήγε καλά η χρονιά, ατελείωτες οι συζητήσεις στα καφενεία, αναλύσεις επί αναλύσεων, πήγαιναν τα «μπουλέτα» στο Συνεταιρισμό για να συμφωνήσουν στις ποσότητες και η αναμονή για την προκαταβολή γύρω στα Χριστούγεννα αποτελούσε το «μεγάλο» γεγονός. Τώρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα και η τεχνολογία μας ξεκούρασε λίγο, οι αποστάσεις πια δε μας φοβίζουν, αλλά δεν έχει πια εκείνη την παλιά μαγεία και την ανθρώπινη επαφή…
Τώρα, οι παλιές σταφυλοδόχοι παραμένουν σιωπηλοί μάρτυρες μιας εποχής που πέρασε. Μας κοιτάζουν αγέρωχα, αν και «σακατεμένες» από το χρόνο κι είναι σαν να λένε «Έι εσύ, ξέρεις τι έχω δει εγώ; Ξέρεις τι «μαξούλια» έχω δεχτεί; Ξέρεις τι έχω ακούσει; Ξέρεις πόσο μούστο είχα στις χαβούζες μου; Πού να ξέρεις κι εσύ… μόνο μη με προσπερνάς χωρίς να ρίξεις τη ματιά σου… όχι με οίκτο, αλλά με θαυμασμό!»
(Οι μνήμες του τρύγου, όπως κατεγράφησαν βιωματικά από τον Γιώργο Διολέτη)