Καρέκλες, σκαμνάκια και βοηθητικά τραπεζάκια συμπλήρωναν το σκηνικό της αυτοσχέδιας τραπεζαρίας που φιλοξενούσε τους μεζέδες.
Οταν έπεφτε η νύχτα επιστρατεύονταν οι μπαλαντέζες για να φωτιστεί η μικρή αυλή μπροστά στη θάλασσα και να μπορέσουν οι άντρες να ολοκληρώσουν το ξεψάρισμα διχτυών και παραγαδιών. Τα παιδιά παίζαμε εκεί γύρω και ανταλλάσσαμε τα «μαλλιαρά» (από τα θαλάσσια φυτά που είχαν κολλήσει πάνω τους) κοχύλια που ξέμπλεκαν οι μεγάλοι από τα δίχτυα. Οι γυναίκες έβγαιναν από τις κουζίνες τους σέρνοντας τις παντόφλες τους, με πόδια βαριά από την κούραση της ημέρας, κρατώντας από ένα πιάτο: κρύοι κεφτέδες (με φρέσκο δυόσμο), αγκινάρες ξιδάτες (με ένα ξίδι τόσο δυνατό που δεν καταλάβαινες άλλη γεύση), τυράκι φτιαγμένο από τις ίδιες, πατατοκεφτέδες (με δυόσμο και αυτοί), χωριάτικο λουκάνικο και λούζα έπαιρναν θέση πάνω στο πεζούλι («περπατάκι» το λέγανε οι ντόπιοι).
Οι πιο προκομμένες έβαζαν εκείνη την ώρα τηγάνι για να φέρουν και μία-δύο τηγανιές πατάτες, να ξεπετάξουν καμιά φρουτάλια ή να τηγανίσουν τα φρέσκα ψάρια που οι άντρες είχαν μόλις πιάσει. Καρέκλες, σκαμνάκια και βοηθητικά τραπεζάκια συμπλήρωναν το σκηνικό της αυτοσχέδιας τραπεζαρίας που φιλοξενούσε το τσιμπούσι. Μετά το τρίτο – τέταρτο ποτήρι κρασί (ή παγωμένη μπίρα) έβγαινε στην αυλή και η κιθάρα. Το καλλίφωνο ζεύγος του μικρού λιμανιού μας, που χάριν αστειότητος αλλά και με εκτίμηση και τρυφερότητα αποκαλούσαν «ο Χιώτης και η Λίντα» ξεκινούσε το ψυχαγωγικό πρόγραμμα.
Εκείνος έπαιζε θαυμάσια, εκείνη τραγουδούσε θαυμάσια, οι υπόλοιποι ακολουθούσαν ως θεόφαλτση χορωδία. Τα παιδιά τα κοροϊδεύαμε αυτά και τα βαριόμασταν. Τι να σου πουν «η Κατερίνα, η Ζωή, τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία…» όταν είσαι δέκα χρονών; Ομως ήμασταν ευτυχισμένα με τα παγωτά που μας είχαν αγοράσει από το μοναδικό καφενείο του χωριού, άλλος με το ξυλάκι του (γεύση βανίλια με εκείνη την τραγανιστή επικάλυψη από σοκολάτα) και άλλος με τον πύραυλό του – δεν είχαμε και πολλές επιλογές τη δεκαετία του ’70.
Αργά το βράδυ, ενώ από τα πιάτα είχε εξαφανιστεί και η τελευταία μπουκιά, ενώ κάποιοι κοιμόντουσαν γερμένοι στις καρέκλες τους, ενώ οι μαμάδες μας μάς υπενθύμιζαν εκνευρισμένες για άλλη μια φορά πως αν δεν πηγαίναμε για ύπνο με το «ένα, δύο, τρία, αύριο δεν έχει παγωτό», και ενώ «ο Χιώτης και η Λίντα» έκλειναν το πρόγραμμα με το «ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις», έγερνε κουρασμένο και το δικό μου κεφάλι. Λίγο μετά βρισκόμουν στο κρεβάτι μου ακούγοντας μέσα στον ύπνο μου τη φωνή της γιαγιάς να λέει: «Μην τον ξυπνάς, άσ’ τον τώρα να κοιμηθεί και ας κάνει μπάνιο αύριο». Σαν όνειρο θυμάμαι εκείνα τα καλοκαιρινά τσιμπούσια στο νησί. Τότε που συγγενείς, γείτονες, φίλοι, παραθεριστές και μόνιμοι κάτοικοι έδιναν σχεδόν κάθε βράδυ ραντεβού «στην αυλή για έναν μεζέ, μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο, ό,τι βρίσκεται». Μου πήρε πολλά χρόνια για καταλάβω πόσο σημαντικός για όλους μας ήταν εκείνος ο μεζές. Είχε όμως πια σταματήσει να σερβίρεται. Ευτυχώς, έχω πάντα τη γεύση του στη μνήμη μου.
info
Ο Κοσμάς Βίδος είναι δημοσιογράφος στο «ΒΗΜΑ».
Δείτε επίσης:
Η ελληνική γεύση στον καιρό των γαστρομεζέδων
Γρηγόρης Χέλμης: Ανατομία ενός μεζέ