Φλεβάρης στο Παρίσι, -10 βαθμοί Κελσίου, χιόνι, υγρασία από τον Σηκουάνα και πολύ περπάτημα. Πρέπει να ήταν είκοσι χρόνια πριν, επίσκεψη στην ανιψιά που σπούδαζε στη Σορβόννη, οπότε οι διαδρομές μεγάλες για να καλύψουμε κενά παρουσίας και σημεία εξερευνητικού ενδιαφέροντος.

Ένα από τα πρωινά και κάπου 10 χιλιόμετρα από την αφετηρία μας, κάνουμε στάση σε κατάστημα γνωστής αλυσίδας boulangerie για ενεργειακά καύσιμα. Στέκομαι στη μακριά ουρά και μόλις φτάνει η σειρά μου αρχίζω να λέω με ταχύτητα την παραγγελία μου. Η νεότατη υπάλληλος απέναντί μου με κοιτά χωρίς να παίζει βλέφαρο και μόλις τελειώνω μου λέει ένα χαμογελαστό «Bonjour madame» και στέκει ακίνητη. Αν με χαστούκιζε δεν θα ένιωθα χειρότερα για τη συμπεριφορά μου, επαναλαμβάνω ένα ζεματισμένο αλλά χαμογελαστό «bonjour» και την παραγγελία άλλη μια φορά. Μόνο που τούτη είναι η σωστή κι έτσι η υπάλληλος, τάχιστη, επιστρέφει μπροστά μου με μπαγκέτες και κρουασάν, πληρώνω και φεύγουμε.

Δεν είχα λόγο να είμαι αγενής και σίγουρα είχα πολύ σοβαρή δικαιολογία. Ήμουν παγωμένη, έκανε ψοφόκρυο, η ουρά ήταν μεγάλη και είπα τα απαραίτητα για να τελειώνουμε στα γρήγορα. Μόνο που ακόμη κι όταν έλεγα τις δικαιολογίες στον εαυτό μου, ήξερα πως είχα απόλυτο άδικο. Και ότι μια κοπελίτσα που μόλις θα είχε κλείσει τα είκοσι, με έβαλε στη θέση μου με ένα χαμόγελο, δυο λέξεις και μια ακλόνητη στάση που πήγαζε από το βαθύ αίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας και σεβασμού στη δουλειά της. Δεν με νοιάζει αν ένιωθε την καλημέρα, αν ήταν από φύση ή από εκπαίδευση ευγενής. Ποσώς με ενδιαφέρει αν ήταν η συμπεριφορά που επέβαλε ο εργοδότης της ή η δική της στάση απέναντι στην κατήφεια του πρωινού.

Εκείνη η καλημέρα μου υπενθύμισε ότι μια πρωινή ευχή και ένα χαμόγελο, από όπου κι αν προέρχεται, για όπου κι αν προορίζεται, μπορεί να φτιάξει μια ολόκληρη μέρα. Από τότε και κάθε φορά που βρίσκομαι απέναντι σε κάποιαν ή κάποιον που θα μου προσφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία ή περνώντας από μαγαζιά της γειτονιάς, μπαίνοντας στο γραφείο, σε καφέ και εστιατόρια, απευθύνω την ίδια ευχή. Δεν την παραλείπω ποτέ όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, όποια και όσο σοβαρή δικαιολογία κι αν έχω. Η επανάληψή της μάλιστα συχνά καταφέρνει να φωτίσει και μια δική μου δύσκολη μέρα.

Έχω συχνά αναρωτηθεί και ακόμη παίζω το παιχνίδι των διαλόγων στον νου μου. Τι θα γινόταν αν αντί για καλημέρα με ρωτούσε «τι θέλεις κοπελιά» ή απλά γύριζε την πλάτη και μου έφτιαχνε την παραγγελία μου. Τι ήταν εκείνο το τόσο σημαντικό στη στάση μιας κοπέλας πίσω από ένα ταμείο φούρνου; Και καταλήγω πάντα στο ίδιο συμπέρασμα. Ήταν η επιβολή της ευγένειας, ειλικρινούς ή επιτηδευμένης δεν έχει σημασία. Δεν με ενδιαφέρει, όπως και κανέναν που βρίσκεται απέναντί μου, αν και τι προβλήματα έχω, αν κοιμήθηκα καλά, αν τσακώθηκα, αν μου φταίνε όλα. Σε μια συναλλαγή, ανθρώπινη σε κάθε περίπτωση, οφείλω να είμαι ευγενής.

Τι γίνεται όμως όταν ο απέναντί μου δεν έχει την ίδια θεώρηση των πραγμάτων; Όταν ο εμφανώς νεότερος σερβιτόρος μας ρωτάει στο τραπέζι «τι θα πάρουν τα παιδιά» ή όταν με κάθε τρόπο εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του για τη δουλειά που κάνει; Όταν γίνεται από την πρώτη στιγμή σαφές ότι κάπου αλλού θα ήθελε να είναι, πάντως όχι να προσφέρει υπηρεσίες, και μου κάνει χάρη που με εξυπηρετεί;

Η ευγένεια είναι ένα παιχνίδι που παίζεται ανάμεσα σε δύο μέρη. Είναι κομμάτι αναπόσπαστο των καλών συναλλακτικών ηθών. Όχι, δεν απαντώ με αγένεια στην αγένεια. Αλλά αυτά τα ίδια συναλλακτικά ήθη μου επιτρέπουν -μου επιβάλλουν- να μην αφήσω πουρμπουάρ σε κακότροπο υπάλληλο, όπου κι αν βρίσκεται. Να μην επιστρέψω στην ίδια επιχείρηση για επαναληπτική επίσκεψη. Όπως είναι στη διακριτική ευχέρεια των εκπροσώπων της επιχείρησης, υπαλλήλων και ιδιοκτητών, να απαιτήσουν με τον τρόπο τους ευγένεια και σωστή συμπεριφορά από εμένα.

Το θέμα δεν είναι προσωπικό. Είναι επαγγελματικό, αυστηρά. Κανένας δεν με υποχρεώνει να αφήσω τα χρήματά μου και να αφιερώσω τον χρόνο μου κάπου όπου δεν νιώθω επιθυμητή, όπου δεν πιστεύουν ότι μέσα στις παρεχόμενες υπηρεσίες, εκτός από ένα πιάτο φαγητό, συμπεριλαμβάνονται οι καλοί τρόποι και η διάθεση εξυπηρέτησης. Όπως και κανείς δεν τους υποχρεώνει να συνεχίσουν να με εξυπηρετούν αν είμαι κακότροπη και αγενής.

Η επαγγελματική αξιοπρέπεια δυστυχώς δεν διδάσκεται σε καμία σχολή πια, αλλά ούτε και από παλιότερους σε νεότερους επαγγελματίες, μια πρακτική παλαιότερων δεκαετιών, όπου οι μαθητευόμενοι, αλλά και οι νέοι υπάλληλοι, δεν έρχονταν σε επαφή με τους πελάτες μέχρι να αποκτήσουν τα κατάλληλα εφόδια.

Δεν παρακαλώ για ευγένεια, δεν την αποσπώ με κάποιον τρόπο πλάγιο, δεν τη διαπραγματεύομαι. Τη θεωρώ δεδομένη όπως και τη δική μου αντίστοιχη υποχρέωση απέναντι σε οποιαδήποτε και οποιονδήποτε με τους οποίους συναλλάσσομαι στην καθημερινότητά μου. Οι καλοί τρόποι, αυτοί που τόσο συχνά θεωρούμε περιττούς και υποκριτικούς, αποτελούν θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας, ένδειξη πνευματικής καλλιέργειας και αυτοσεβασμού. Η ελευθερία μου σταματά εκεί ακριβώς που ξεκινά η δική σου και αντίστροφα. Όταν εισβάλλεις με αγένεια στον προσωπικό μου ζωτικό χώρο, στην ουσία μου επιτίθεσαι, αγνοώντας επιδεικτικά ότι και οι δυο βρισκόμαστε με τη θέλησή μας ο ένας απέναντι από τον άλλο, δεν μας έχει σύρει κανείς σιδηροδέσμιους σε αυτή τη συναλλαγή.

Ένας αγενής πελάτης απέναντι σε έναν καλά εκπαιδευμένο εργαζόμενο θα αναγκαστεί ή να συμμορφωθεί ή να αποχωρήσει. Ένας κακότροπος υπάλληλος, μπροστά σε έναν ευγενή πελάτη, εφόσον η συμπεριφορά του δεν έχει την υποστήριξη του επιχειρηματία, ή θα αλλάξει ή θα πρέπει να αποχωρήσει.

Πριν σηκώσουμε παντιέρες, καταλογίσουμε ευθύνες, εξοργιστούμε και επαναστατήσουμε, ίσως θα έπρεπε να κάνουμε μια διακοπή, να πάρουμε απόσταση και να σκεφτούμε τη δική μας στάση, τη δική μας συμπεριφορά, σε όποια θέση κι αν βρισκόμαστε, του πελάτη ή του υπαλλήλου. Συχνά, η λύση βρίσκεται στη μέση της απόστασης, αρκεί να αποφασίσουμε να κάνουμε το δικό μας κομμάτι της διαδρομής.

Έργο ανοίγματος: Nick Botting, The Water Pourer

 

Διαβάστε ακόμη

Είναι η χωριάτικη σαλάτα το ιερό δισκοπότηρο της ελληνικής κουζίνας;

Η επανάσταση ξεκινάει από τα μικρά, αθόρυβα αλλά με πείσμα και γνώση

Το πιο περισσότερο καλυτερότερο εστιατόριο δεν το έχω βρει ακόμη