Τι κάνει τελικά ένα φαγητό ξεχωριστό και πώς η μνήμη συντάσσει τους δικούς της κανόνες ανάκλησης στιγμών;
Τι θέση έχουν σε ένα περιοδικό γαστρονομίας οι έτοιμες σούπες, αυτές στους πολύχρωμους λεπτούς φακέλους με τις υπερτονισμένες φωτογραφίες «αληθινών» συστατικών (λεμόνι, κομμάτια κοτόπουλου ή κρέας, ρύζι); Τα οποία συστατικά, λέει το κείμενο στη συσκευασία, υπάρχουν αφυδατωμένα, ατόφια, στο φακελάκι, σε σκόνη που είναι ανακατεμένη με νερό, που προσφέρει «αληθινή» γεύση και θρεπτικότητα; Τι γυρεύουν αυτά τα «κόλπα» της βιαστικής γρηγοράδας, της προγραμματισμένης, σταθερής γεύσης, σε ένα περιοδικό με εκπλήξεις γευστικές, ραχάτικη απόλαυση, μεράκι, με τους αργούς ρυθμούς που πρέπουν στην κουζίνα;
Οι έτοιμες σούπες πλασαρίστηκαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980 ως μοδάτη καινοτομία, ένας ακόμα μαγικός τρόπος η τεχνολογία να κάνει τη ζωή μας καλύτερη, ευκολότερη, απολαυστικότερη. Δεν ξέρω αν η μητέρα μου είχε λόγω διαφήμισης εμμονή, πάντως παιδί τις έτρωγα συχνά. Θυμάμαι πολλά βράδια που το γεύμα μας ήταν ντοματόσουπα, κρεατόσουπα, κοτόσουπα, σπαραγγόσουπα. Ήμουν μικρός, δεν είχα μέτρο σύγκρισης, ούτε την επαναστατικότητα να αναρωτηθώ για τις διατροφικές επιλογές της μητέρας μου, κι έτσι η συνήθεια αυτή δεν μου φαινόταν και τόσο παράξενη. Όπως δεν φαινόταν παράξενο που οι σάλτσες στα μακαρόνια μας ήταν και αυτές σε φακελάκια, ή που τρώγαμε 5-6 φαγητά όλα και όλα, και μάλιστα απλά. Ρύζι με μύδια. Κοτόπουλο στον φούρνο. Μακαρονάδες.
Αρκετά χρόνια μετά συνειδητοποίησα πως η μητέρα μου δεν ήξερε να μαγειρεύει. Και επιπλέον δεν ήθελε να μάθει. Δεν ενδιαφερόταν. Αυτή η αδιαφορία δεν ήταν επιλογή, επαναστατικότητα, θέση «προτιμώ να κάνω κάτι άλλο». Επιβίωση ήταν. Η μητέρα μου, στα 27 της είχε δύο παιδιά, ανύπαντρη, χωρίς σταθερή δουλειά – τραγουδούσε σε νυχτερινά κέντρα και έπρεπε κάθε σεζόν να βρίσκει νέο εργοδότη, σε άλλη πόλη. Πού χρόνος λοιπόν για περίτεχνα τραπέζια, για πάρτυ γενεθλίων, για νοικοκυροσύνες και μαμαδένιες μέριμνες, μυρωδιές και γεύσεις. Η ζωή ήταν σκληρή, όπως πολλών άλλων. Για εκείνη περισσότερο, αφού τα ζούσε όλα αυτά σε πραγματικό χρόνο. Εγώ τα κατάλαβα αφού είχαν περάσει, μεγάλος πια . Η μάνα μου είχε πια διαβεί στην πέρα όχθη, ένα βράδυ Χριστουγέννων.
Ναι αλλά…. Ναι αλλά οι σούπες σε σκόνη, οι «πρόχειρες», με πλημμυρίζουν ακόμα σήμερα, μια γλυκιά γεύση, ζεστή, τρυφερή, γαλήνια. Αυθεντική. Ίσως επειδή μοιραζόμασταν την ετοιμασία τους, εγώ 10, εκείνη 37. Ίσως επειδή τις ψωνίζαμε μαζί στα σούπερ μάρκετ γελώντας, κουβεντιάζοντας. Ίσως επειδή ο άνθρωπος αγαπά όσα αγαπά ο γεννήτορας του, χωρίς να ενδιαφέρεται για το πόσο καλό ή αποδεκτό είναι.
Μην παρεξηγηθώ. Δεν ακυρώνω τη μαγειρική μυσταγωγία, τη μαγεία της κουζίνας, των περιποιημένων, καλοστρωμένων τραπεζιών. Ωραία θα ήταν η μητέρα μου να ήξερε μερικά μυστικά της «κανονικής» μαγειρικής, αλλά, θαρρώ, το πραγματικό μυστικό είναι βαθύτερα. Ίσως παθιαζόμαστε με την τέχνη της μαγειρικής επειδή μας επιτρέπει να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε και αυτό να φανεί έμπρακτα. Σε ένα κάλεσμα, μια τραπεζαρία, ένα πιάτο. Στο ευχαριστημένο πρόσωπο του χορτάτου αγαπημένου. Η μάνα μου έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Συχνά ήταν μόνο μια προκάτ σούπα που ίσως να μην είχε κάτι περίτεχνο, εξαιρετικό, αλλά περιείχε το μαγικό συστατικό – τη σύνδεση με τον άνθρωπο που αγάπησα. Μήπως τέτοιες συνδέσεις δεν «μαγειρεύουμε» σε κάθε γιορτινό, χριστουγεννιάτικο, πρωτοχρονιάτικο ή και δίχως αφορμή τραπέζι που κάνουμε;
Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι συγγραφέας. Οι συλλογές διηγημάτων του «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης» και «Πλατεία Μεσολογγίου» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ολκός.