Όσο γαστρονομικοί τύποι και αν είστε, αν κανείς σας ρωτήσει ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό σε σχέση με το φαγητό την εποχή αυτή, είμαι σίγουρος πως τα μάτια των περισσότερων αντανακλούν την εικόνα μιας φρεσκοκομμένης καλά λαδωμένης μυρωδάτης χωριάτικης σαλάτας ή ενός φρεσκοτριμμένου ντάκου με το σωστό παξιμάδι να ποτίζεται από τα ζουμιά της ροδαλής τομάτας και τη ζωντανή μυζήθρα να μοσχομυρίζει αληθινό γάλα. Κάπου εκεί δίπλα ένα πιάτο με καλοτηγανισμένες πατάτες σε αληθινό ελαιόλαδο, γεμιστοί κολοκυθανθοί, ζουμεροί κεφτέδες ή μια τηγανιά τραγανά ντόπια «σκάρτα» ψαράκια ολοκληρώνουν τη νοσταλγική και αυθόρμητη αυτή εικόνα. Εντάξει, ξέρω πως δεν μπορούν να λείψουν τα βραστά βλήτα με μπόλικο λαδολέμονο ή ένα μποστανένιο λαδερό ή μια σιγομαγειρεμένη κατσαρόλα που με μεράκι και φροντίδα έφτιαξε η μαγείρισσα της αγαπημένης μας ταβέρνας, η οποία σημειωτέον στο τέλος θα φέρει η ίδια στο τραπέζι μας ένα πιάτο με ζουμερό καρπούζι και πεπόνι, θα μας πει μια καλή κουβέντα και θα μας ευχαριστήσει. «Όνειρο ζω και μη με ξυπνάτε», υποπτεύομαι πως οι περισσότεροι σκέφτεστε ετούτη τη στιγμή που κάνετε εικόνα αυτήν την ομορφιά και κόβω το κεφάλι μου πως θα δίνατε τα λεφτά σας με χαρά διπλή και τριπλή σε μια τέτοια ταβερνούλα από το να τρώγατε σε ένα καλό εστιατόριο στην πόλη καταμεσής του καλοκαιριού.
Όμορφα τα όνειρα αυτά, μα συχνά βλέπουμε και γαστρονομικούς καλοκαιρινούς εφιάλτες. Ο δικός μου ξεκινά με μια σαλάτα λάχανο με μαγιονέζα Ιούλιο μήνα, προχωρά σε ένα κακοβρασμένο μπρόκολο τον Αύγουστο και συνεχίζει με προτηγανισμένες κρύες πατάτες all time season. Με το λευκό τυρί Δανίας άνετα ασβέστωνα τα παρτέρια μου, τα κατεψυγμένα λαδοπιωμένα καλαμαράκια μού γνέφουν απειλητικά, το καρβουνιασμένο ΚΤΨ φιλέτο λαβράκι το χρησιμοποιώ εύκολα για βεντάλια, οι πελώριες κατεψυγμένες εισαγόμενες γαρίδες μεταμορφώνονται σε τέρατα έτοιμα να με κατασπαράξουν, ο επίσης κατεψυγμένος κιμάς στα μπιφτέκια μυρίζει βουστάσιο και το ribeye Αργεντινής με κάνει να θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο αν το ξαναδώ σε κατάλογο (φτάνει ΠΧΙΑ).
Αναρωτιέται κανείς πραγματικά πώς γίνεται στην χώρα μας με τέτοιο πλούτο εποχικών προϊόντων και τόσες πολλές δυνατότητες επιλογής, να παλεύουμε ακόμα να καταλάβουμε το αυτονόητο, δηλαδή γιατί ποτέ ένα ταλαιπωρημένο κουνουπίδι δεν θα καταφέρει να κερδίσει το καλοκαίρι σε γεύση ένα δροσερό κολοκυθάκι, ή ένα αγγούρι καταμεσής του χειμώνα ένα τραγανό ραπανάκι, ή μια κατεψυγμένη τσιπούρα έναν φρέσκο χάνο, ή ένα ντόπιο νωπό κατσικάκι ένα κατεψυγμένο καρέ από αρνί Νέας Ζηλανδίας.
Και ας σημειωθεί ότι η προδοσία της εντοπιότητας και της εποχικότητας επιτελείται και από εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας στη χώρα μας, έτσι που να αναρωτιέται κανείς το εξής: αν δεν είναι αυτά τα δύο παρόντα, τότε πώς μπορεί να οδηγηθεί ο πελάτης στην επιθυμητή γευστική κορύφωση που υπόσχεται το φαγητό σε ένα τέτοιο εστιατόριο;
Ραντεβού, λοιπόν, στην αγαπημένη μας ταβέρνα ή εστιατόριο το φετινό καλοκαίρι που μαγειρεύει νόστιμα με φρέσκα και ντόπια υλικά. Γιατί και τα όνειρα γίνονται ευτυχώς πραγματικότητα, όχι μόνο οι εφιάλτες.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Olive Ιουλίου, τεύχος 155
Φωτογραφία Ανοίγματος: «Νεκρή φύση με τρεις ναύτες» του John Craxton, του Άγγλου ζωγράφου που λάτρεψε την Ελλάδα.
Δείτε επίσης:
Μανώλης Παπουτσάκης: «Η ελληνική κουζίνα θα ξανανθίσει»
Ιστορία της γεύσης: Ελληνική κουζίνα, η κουζίνα των υλικών
Η γαστρονομία στο επίκεντρο του ελληνικού τουρισμού