Φωτογραφία: Βάσια Αναγνωστοπούλου

Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος γυρίζει ταινία για τον μανάβη των απομακρυσμένων βουνών της Πίνδου, που αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή να φτάνει με το παλιό φορτηγάκι του οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη, όλες τις εποχές του χρόνου.

Βρέξει-χιονίσει, ο κόσµος να γυρίσει ανάποδα, ο µανάβης που περιδιαβαίνει τα απάτητα χωριά της Πίνδου κάνει το δροµολόγιό του προκειµένου να τροφοδοτήσει τους ελάχιστους κατοίκους µε τα απαραίτητα. Με ένα παλιό φορτηγάκι, οπλισµένος µε υποµονή και έχοντας πάντα στο πλάι του τη γυναίκα του Σοφία, ξεκινά από τα Τρίκαλα για να ανέβει τα βουνά σε µια διαδροµή 75 χλµ. Το βαρυσήµαντο, µάλιστα, γεγονός της άφιξής του συνοδεύεται από µουσική, καθώς για να τον αναγνωρίσουν ο κυρ Νίκος φροντίζει να παίζει από τα µεγάφωνα ένα χαρακτηριστικό δηµοτικό τραγούδι. Οι πελάτες καταφτάνουν όχι µόνο για να αγοράσουν φρούτα και λαχανικά, αλλά και για να πουν τον πόνο τους, να ζητήσουν βοήθεια και να έρθουν σε επαφή µε έναν από τους ελάχιστους επισκέπτες που τυχαίνει να περάσει από τα µέρη τους.

Όλα αυτά θα ήταν το υλικό για ένα φανταστικό road movie, αν δεν ήταν απολύτως πραγµατικά. Και αν ο καταξιωµένος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ανεξάρτητος παραγωγός και καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης ∆ηµήτρης Κουτσιαµπασάκος δεν τα χρησιµοποιούσε ως υλικό για το ντοκιµαντέρ του µε τίτλο «Ο µανάβης», που αφηγείται την πραγµατική ιστορία του κυρ Νίκου –τώρα πια έχουν αναλάβει τα παιδιά του – αποσπώντας µάλιστα θερµές κριτικές και βραβεία.

Καταγόµενος και ο ίδιος από το Αρµατολικό Τρικάλων, είχε τύχει να αντιληφθεί την ύπαρξη του µανάβη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Κάποια στιγµή µάλιστα του ζήτησε να τον πάρει µαζί του σε µια διαδροµή. Τότε είναι που κατάλαβε ότι όσα ζούσε ο πωλητής στο φορτηγάκι του ήταν πρώτης τάξεως υλικό για ταινία: «Η συµφωνία µας ήταν εξαρχής – επειδή ακριβώς ο κυρ Νίκος λειτουργούσε πρωτίστως ως επιχειρηµατίας – να µην παρεµβαίνω στη δουλειά του και απλώς να καταγράφω όλα όσα γίνονται».

Το θαυµαστό του εγχειρήµατος είναι ότι ο ίδιος έγινε πραγµατικά τα µάτια και τα αυτιά του πλανόδιου πωλητή – «δεν πήγα πουθενά που δεν πήγε ο µανάβης» – υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, µε τους κατοίκους να µετατρέπονται έτσι σε πρωταγωνιστές µικροϊστοριών δίνοντας την εικόνα µιας Ελλάδας που χάνεται, αλλά εξακολουθεί να ζει στις καρδιές όλων.

Κάποιοι φέρνουν στον µανάβη µποµπονιέρες, άλλοι του ζητάνε να τους αλλάξει το γκάζι, να τους µεταφέρει στην πόλη ή να γίνει ο ίδιος αυτοσχέδιος γιατρός καθώς τους παίρνει την πίεση, τους δίνει συµβουλές, τους κανονίζει ιατρικά ραντεβού.

Βλέπουµε άνδρες σαν να βγαίνουν από πραγµατικούς πίνακες και τις περήφανες γυναίκες της Πίνδου σαν να είναι βγαλµένες από τα αξέχαστα χαρακτικά, όπως η τροµερή γιαγιά του σκηνοθέτη που ενέπνευσε το παλιότερο ντοκιµαντέρ του «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά µου». Αυτόν τον καιρό ο Κουτσιαµπασάκος ετοιµάζει το επόµενο ντοκιµαντέρ του µε τίτλο «Τα τέρµατα του Αυγούστου», µε σηµείο αναφοράς τους ποδοσφαιρικούς αγώνες που διοργανώνονται στην περιοχή και όλα όσα δραµατικά και ευτράπελα συνδέονται µε αυτούς.

«Επειδή ήµουν ο εγγονός της κυρα-∆ήµητρας και κάποιος µε τον οποίο ένιωθαν άνετα, επειδή µε γνώριζαν, µε εµπιστεύτηκαν. Ήταν το δώρο αυτών των ανθρώπων προς εµένα», µας λέει µε συγκίνηση, όπως αυτή που νιώθει όταν άνθρωποι από διαφορετικά µέρη, όπου έχει προβληθεί η ταινία, του αφηγούνται ιστορίες από τον δικό τους µανάβη – όπως εκείνη η κυρία από την Ιρλανδία που του περιέγραφε τη διαδροµή του δικού της πωλητή ζαρζαβατικών που γυρνούσε τα νησιά της Ιρλανδίας µε µια βάρκα.

«Ο εποχούµενος µανάβης δεν είναι παρά µια εξέλιξη του πλανόδιου µε το γαϊδουράκι που έχει τον δικό του ρόλο στις αναµνήσεις και αλλάζει απλώς λειτουργία µέσα στον χρόνο. Όλοι έχουµε τον δικό µας µανάβη, ανάλογα µε την ιστορία και τις προσλαµβάνουσες», καταλήγει ο σκηνοθέτης ή µάλλον ο εκφραστής µιας άλλης αληθινής Ελλάδας, τότε που τα δώρα της γης ήταν άφθονα, όπως και οι χαρές της.