Οι επιστήμονες λένε ότι κάποιες γεύσεις, όπως για παράδειγμα αυτή της αλατισμένης καραμέλας, μας προκαλούν ηδονική κλιμάκωση, δηλαδή όσο τις καταναλώνουμε τόσο περισσότερο μας αρέσουν, με αποτέλεσμα να μην τις βαριόμαστε ποτέ. Αυτό ακριβώς παθαίνει κάποιος όταν ξεκινήσει να βλέπει το Nada, μια μίνι σειρά των Mariano Cohn και Gastón Duprat. Το Nada έκανε πρεμιέρα ως ταινία στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν πριν λίγους μήνες και στη συνέχεια προβλήθηκε στη Λατινική Αμερική από την πλατφόρμα Star+ και στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη από τη Hulu και το Disney+ αντίστοιχα.
Κεντρικός ήρωας, των πέντε μισάωρων επεισοδίων, είναι ο Μανουέλ (Λουίς Μπραντόνι), ένας σνομπ κριτικός γεύσης που ενώ ζει στη σκιά του περασμένου μεγαλείου του αναγκάζεται, σε προχωρημένη ηλικία, να ανακαλύψει τον κόσμο από την αρχή εξ αιτίας ενός αναπάντεχου γεγονότος. «Οι γαστρονομικές κριτικές είναι πιο απολαυστικές όταν είναι αρνητικές. Η προσβολή είναι πιο ευχάριστη για τον αναγνώστη και πιο ενδιαφέρουσα για τον συγγραφέα». Με αυτήν την ατάκα ο πρωταγωνιστής συστήνεται στο κοινό φανερώνοντας αμέσως, από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του πρώτου επεισοδίου, τον στριμμένο χαρακτήρα του. Ο Μάνουελ μένει στο Μπουένος Άιρες, σε ένα υπέροχο σπίτι γεμάτο πολυτέλεια και έργα τέχνης και έχει εμμονή με την υψηλή γαστρονομία και το καλό φαγητό εν γένει. Το μόνο που κάνει είναι να απολαμβάνει όλα αυτά είτε μαγειρεύοντας στην κουζίνα του είτε βγαίνοντας με τους φίλους του στα κορυφαία εστιατόρια της πόλης.
Στην πραγματικότητα εκτός από το να καλοπερνάει, να κρίνει αυστηρά και με κυνισμό τους πάντες και να απαξιεί για τα πάντα, δεν κάνει απολύτως τίποτε άλλο. Οι μόνες στιγμές που κινητοποιείται κάπως είναι όταν εκποιεί σταδιακά την περιουσία του για να μπορεί να συντηρεί τα ακριβά του γούστα. Κατά τα λοιπά, αρνείται πεισματικά να επιδοθεί σε οτιδήποτε δημιουργικό και αδιαφορεί ακόμη και για την υγεία του. Χαρακτηριστικός είναι μάλιστα ο τρόπος που αποφεύγει να γράψει-ολοκληρώσει το βιβλίο του, παρά τις πιέσεις του εκδότη του, θεωρώντας ότι έχει την πολυτέλεια των επιλογών του ακόμα και όταν απειλείται ο βιοπορισμός του.
Μόνη του συντροφιά η επί 40 χρόνια οικονόμος του, η Σέλσα, η οποία τον φροντίζει σε βαθμό ευνουχισμού με αποτέλεσμα ο ξαφνικός θάνατός της να τον αφήνει εντελώς μετέωρο. Πρακτικά ο Μανουέλ είναι κοινωνικά, ίσως και συναισθηματικά, ανάπηρος. Δεν ξέρει καν που είναι τα ρούχα και τα παπούτσια του, δεν ξέρει να βάλει πλυντήριο, δεν έχει κινητό, δεν μπορεί να ψωνίσει στο σουπερμάρκετ, δεν γνωρίζει πως λειτουργούν οι τραπεζικές κάρτες, δεν οδηγεί.
Κι εκεί που αισθάνεται, και είναι, κυριολεκτικά χαμένος, κάνοντας μας να πιστεύουμε ότι εκτός από κοινωνικά ανεπαρκής είναι και συναισθηματικά κενός έρχεται στη ζωή του η Αντόνια. Η Αντόνια είναι μια μετανάστρια από την Παραγουάη που φτάνει στο σπίτι του, κατόπιν σύστασης της κολλητής του φίλης και πρώην συντρόφου του, για να τον βοηθήσει. Η νεαρή με την επιμονή, τη γλυκύτητά και τη στοργή της, που εκφράζεται μεταξύ άλλων και μέσω της μαγειρικής, αλλάζει εντελώς τη ζωή του και σπάει τη ρουτίνα φέρνοντας του αυτό που του έλειπε περισσότερο: συναισθηματική ζεστασιά και όρεξη για δράση.
View this post on Instagram
Ένας ύμνος στην ουσία του καλού φαγητού
Το Nada μοιάζει περισσότερο με αυτό για το οποίο το προόριζαν οι δημιουργοί του, δηλαδή με μεγάλη ταινία, παρά με σειρά, αφού συνολικά διαρκεί 2,5 ώρες και κυλάει πολύ ευχάριστα. Παράλληλα όμως είναι και ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για την αργεντίνικη κουζίνα και όχι μόνο. Αδιαμφισβήτητα τα δυνατά σημεία της σειράς είναι η εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Λουίς Μπραντόνι, η καταλυτική παρουσία του Ρόμπερτ Ντε Νίρο ως αφηγητή-αναλυτή των υπαρξιακών κενών του φίλου του Μανουέλ, οι εντυπωσιακές σκηνές που αναδεικνύουν την πολύχρωμη ομορφιά του Μπουένος Άιρες και φυσικά η συνεχής παρουσία του καλού φαγητού που λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα στα γεγονότα.
Τα λαχταριστά αργεντίνικα κρέατα που ψήνονται αριστοτεχνικά και είναι τόσο τρυφερά που κόβονται ακόμα και με κουτάλι, τα πληθωρικά γλυκά που φτιάχνονται και αναλύονται βήμα βήμα μπροστά στα μάτια μας, οι αχνιστές σούπες που μας ταξιδεύουν στους τόπους των Ινδιάνων Γκουαρανί, τα σπιρτόζικα μπαχαρικά και τα ολόφρεσκα μυρωδικά «σπάνε την οθόνη» και ανοίγουν την όρεξη των θεατών με τρόπο εθιστικό. Η φινετσάτη ατμόσφαιρα των πολυτελών εστιατορίων, η θαλπωρή της ταβέρνας, η οικειότητα της ψησταριάς και ο απροσποίητος χαρακτήρας της καντίνας συνθέτουν ένα παζλ γεύσεων και αρωμάτων μιας από τις πιο συναρπαστικές γαστρονομικές κουλτούρες του πλανήτη.