Το αλάτι έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολιτισμού και είναι αυτό που δίνει γεύση στα φαγητά μας.

Από τις πρώτες νεολιθικές κοινωνίες μέχρι τις μεγάλες αυτοκρατορίες, δεν αποτέλεσε μόνο βασικό συστατικό στη μαγειρική, αλλά και πολύτιμο αγαθό που διαμόρφωσε εμπορικούς δρόμους, προκάλεσε πολέμους και επαναστάσεις και συνέβαλε στη δημιουργία πλούτου και δύναμης. «Αν υπήρχε τρόπος να μετρήσει κανείς την επιρροή του αλατιού στον παγκόσμιο πολιτισμό, θα βρισκόταν σίγουρα στην κορυφή», σημειώνει εύστοχα ο Γάλλος επιστημονικός συγγραφέας και ομότιμος καθηγητής Χημείας Dr Pierre Laszlo στο βιβλίο του «Salt: Grain of Life» (2001). «Ένα φαινομενικά ταπεινό υλικό όχι μόνο άλλαξε τον τρόπο που τρώμε, αλλά και τον τρόπο που ταξιδεύουμε, που συντηρούμε, που εμπορευόμαστε, τελικά, τον τρόπο που υπάρχουμε», συμπληρώνει.

Αλάτι – Η αλμυρή του ιστορία

Το αλάτι δεν ανακαλύφθηκε σε μια στιγμή, ούτε από έναν λαό. Είναι φυσικό στοιχείο που προϋπήρχε του ανθρώπου και αποτέλεσε στοιχείο της διατροφής του ήδη από τη Νεολιθική εποχή. Ίχνη παραγωγής και χρήσης εντοπίζονται στην Κίνα από το 6000 π.Χ., ενώ ήδη από το 2700 π.Χ. το συναντάμε σε κινεζικά, ιατρικά κείμενα. Στη Μεσοποταμία και την Αρχαία Αίγυπτο, το αλάτι κατείχε ιδιαίτερη θέση, από τη μαγειρική έως την ταρίχευση. Στην Ευρώπη η ορυκτή του εκδοχή εξορυσσόταν ήδη από το 1500 π.Χ. στο Χάλστατ της σημερινής Αυστρίας, το οποίο θεωρείται από τις αρχαιότερες τοποθεσίες εξόρυξης αλατιού στον κόσμο με φυσικά και πολιτιστικά απομεινάρια, σύμφωνα με την UNESCO. Οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που οργάνωσαν πρώτοι ένα «μισθολόγιο» από αλάτι, το περίφημο salarium, απ’ όπου προέρχεται η αγγλική λέξη salary (μισθός). Αυτό που το καθιστά σημαντικό δεν είναι η γεύση, είναι η χρήση του ως συντηρητικό, καθώς πριν ανακαλυφθούν τα ψυγεία, ήταν η μοναδική μέθοδος συντήρησης. Γι’ αυτό και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το αλάτι χάραξε σύνορα, έστησε αυτοκρατορίες και όρισε εμπορικούς δρόμους, έχτισε την ισχύ πόλεων όπως η Βενετία και το Σάλτσμπουργκ και αποτέλεσε αφορμή για διαδηλώσεις όπως η Πορεία του Αλατιού από τον Μαχάτμα Γκάντι στην Ινδία το 1930.

Πώς προέκυψε το ζήτημα της δημόσιας υγείας

Ιστορικά, η προσθήκη ιωδίου στο αλάτι ξεκίνησε το 1924 και αποτέλεσε μία από τις πιο επιτυχημένες παρεμβάσεις δημόσιας υγείας του 20ού αιώνα. Μέχρι τη δεκαετία του 1950, το ιωδιούχο αλάτι χρησιμοποιούνταν ευρέως και σε άλλα τρόφιμα όπως το ψωμί. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μείωση στην πρόσληψη ιωδίου, κυρίως λόγω σημαντικών αλλαγών στη διατροφή. Τα επεξεργασμένα τρόφιμα περιέχουν αλάτι χωρίς ιώδιο, ενώ η αρτοβιομηχανία έχει σταματήσει να προσθέτει ιώδιο στα προϊόντα της. Επιπλέον, οι καταναλωτικές προτιμήσεις στρέφονται όλο και περισσότερο σε ειδικά αλάτια, όπως το kosher ή το ροζ αλάτι Ιμαλαίων, τα οποία δεν εμπλουτίζονται.

Πόσο αλάτι πρέπει να τρώμε την ημέρα

Παρά την αλλαγή στις διατροφικές προτιμήσεις, σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εξακολουθεί να υποστηρίζει το ιωδιούχο αλάτι ως μία από τις πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις δημόσιας υγείας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, το αλάτι, ή πιο σωστά το νάτριο που περιέχει, είναι απαραίτητο για τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού. Συμβάλλει στη διατήρηση της ισορροπίας των υγρών, στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην ομαλή λειτουργία των μυών και των νεύρων. Ωστόσο, η υπερβολική πρόσληψη νατρίου έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης, καρδιαγγειακών παθήσεων και νεφρικής δυσλειτουργίας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνιστά να μην καταναλώνουμε περισσότερα από 5 γρ. αλατιού την ημέρα, ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου σε ένα κουταλάκι του γλυκού.

Διαβάστε επίσης

Γνωρίζετε το κόκκινο αλάτι; Οι αλυκές της Ελλάδας και όλα τα είδη

Δεν τρώτε αλάτι; Κανένα πρόβλημα – 10 ιδέες για πραγματικά νόστιμο φαγητό