Σε ένα μικρό στενάκι της Καστέλλας, μιας από τις ωραιότερες συνοικίες του Πειραιά, βρίσκεται μία ψαροταβέρνα άγνωστη στους πολλούς, αλλά διάσημη στους γνώστες του καλού φαγητού: η Ψαροκαστέλλα. Πρόκειται για ένα μικρό μαγαζί, μία οικογενειακή επιχείρηση, που ξεκίνησε να λειτουργεί «ερασιτεχνικά», αλλά έχει εξελιχθεί σε στέκι όσων αγαπούν το φρέσκο ψάρι. Ιδιοκτήτες της η κ. Μαρία Λουκάκη και ο κ. Κωνσταντίνος Νέστορας, γονείς του φετινού νικητή του MasterChef, του 27χρονου Νέστορα.
Εκεί πήρε ο Νέστορας τις πρώτες εικόνες από μία επαγγελματική κουζίνα, εκεί έκανε τα πρώτα του μαγειρικά βήματα, άρα η πορεία ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενη. «Έβλεπε εμένα, έβλεπε τη γιαγιά τη Σμυρνιά και την άλλη τη γιαγιά να μαγειρεύουμε και του άρεσε πολύ αυτό το συναρπαστικό σκηνικό» μας είπε η κ. Μαρία, την οποία συναντήσαμε για να μας μιλήσει για την ιστορία της Ψαροκαστέλλας.
Ρεθυμνιώτης και ψαράς στο επάγγελμα, ο πατέρας της κ. Μαρίας διατηρούσε ταβέρνα με τον αδελφό του στο Μικρολίμανο. Κάποια από τα ψάρια της ταβέρνας τα προμηθεύονταν από διάφορα λιμάνια, ένα από τα οποία και η Χαλκίδα. Εκεί γνώρισε τη σύζυγό του. Ψαράδες, πρόσφυγες από το Τσεσμέ, οι δικοί της, βρέθηκαν μετά την Καταστροφή στη Χίο και στη συνέχεια στη Χαλκίδα.
Το 1986, κι αφού η συνεργασία με τον αδελφό του είχε «σπάσει», ο κ. Μανώλης αποστασιοποιήθηκε από το ψαράδικο που διατηρούσε κι αποφάσισε, για το μεράκι του, να σερβίρει σε λίγους καλούς φίλους σαρδέλες και ντομάτα στη λαδόκολλα, μαζί με βαρελίσιο κρασί. Τα νέα μαθεύτηκαν από στόμα σε στόμα, η πελατεία άρχισε να αυξάνεται, η λαδόκολλα έδωσε τη θέση της στα σερβίτσια και η παλιά βεράντα και το καθιστικό του σπιτιού μετατράπηκαν στην «Ψαροταβέρνα του Μανώλη», στην οποία βοηθούσαν τόσο η σύζυγός του όσο και η κ. Μαρία με την αδελφή της.
Κρητικός ο μπαμπάς, Σμυρνιά η μαμά, η νοστιμιά στα πιάτα που σέρβιραν ήταν δεδομένη. Μετά τον θάνατο του κ. Μανώλη, η ταβέρνα έμεινε στα χέρια της οικογένειας. Αρχικά την ανέλαβε η αδελφή της και μετά, το 2016, πέρασε στην κ. Μαρία, η οποία συνδύασε το όνομα της περιοχής με τις δύο ψαροκασέλες, που είχε φυλάξει ο πατέρας της, κι έτσι η «Ψαροταβέρνα του Μανώλη» μετονομάστηκε σε «Ψαροκαστέλλα».
Η γεύση, ωστόσο, του φρέσκου ψαριού και των σπιτικών προϊόντων, δεν άλλαξε. Ακόμα και σήμερα, όλα τα υλικά προέρχονται από μικρούς παραγωγούς. Τα περισσότερα ψάρια είναι από τη Χίο, όπου ζουν και εργάζονται ως ψαράδες τα ξαδέλφια της κ. Μαρίας, ενώ οι ελιές και το λάδι είναι από τη Μάνη και την Καλαμάτα.
Η ρίγανη είναι από τη Σκιάθο (τη μαζεύει η Δέσποινα, φίλη της οικογένειας), η κάππαρη είναι από την Τήνο, ο ανθός αλατιού, επίσης από τη Μάνη, το ψωμί είναι ειδική παραγγελία από έναν φούρνο της Καστέλλας, ενώ κρίταμο και ντομάτες προμηθεύονται από την Κρήτη.
«Όταν με παίρνει κάποιος τηλέφωνο για να κλείσει τραπέζι, λέω ότι πρόκειται για ένα μικρό μαγαζί, χωρίς πάρκινγκ και ανέσεις, οπότε αυτό που θα πάρετε είναι μία καλή επικοινωνία με τους ανθρώπους της Ψαροκαστέλλας και ένα καλό φαγητό. Και μετά, όταν βλέπω την ευχαρίστηση στα πρόσωπά τους από αυτά που δοκίμασαν, αυτό είναι για μένα η πρώτη και σημαντικότερη είσπραξη» μας λέει η κ. Μαρία.
«Πίσω από την απλότητα κρύβεται η γεύση. Ο πελάτης θα θελήσει να ζήσει μία ιδιαίτερη γαστρονομική εμπειρία σε ένα ακριβό εστιατόριο, αλλά με μαθηματική ακρίβεια τις περισσότερες φορές θα επιλέξει απλές και ταπεινές γεύσεις» συνεχίζει.
Όση ώρα μιλάμε, είναι πάνω από το τηγάνι που καίει στο γκάζι. Πατέντα του πατέρα της το γκάζι, αλλά και η ψησταριά που χρησιμοποιεί. «Πάω συνέχεια μπρος, πίσω. Δεν μου πάει καρδιά να τα αλλάξω. Ξέρω, όμως, ότι πρέπει, γι’ αυτό και τελικά θα κάνουμε μία μικρή ανακαίνιση» παραδέχεται.
Στο ένα τηγάνι μάς ετοιμάζει γαρίδες και στο άλλο το «μελωμένο χταπόδι», που -όπως χαρακτηριστικά τονίζει- «βράζει στη θάλασσά του». «Το χταπόδι δεν θέλει νερό για να βράσει, έχει τα δικά του υγρά» εξηγεί, πριν το «σβήσει» με ημίγλυκο κρασί και μας το σερβίρει με λίγο λάδι, λίγο ξίδι και με τηνιακή κάππαρη -ένα πιάτο γεμάτο νοστιμιά, όπως όλα όσα δοκιμάσαμε.
«Λίγος γαύρος, μία νόστιμη ντομάτα, από μπαξέ και χωρίς φάρμακα, λίγο φρυγανισμένο ψωμί και μία μερίδα πατάτες τηγανητές, είναι όλα όσα χρειάζονται για ένα καλό γεύμα» συνεχίζει, ενώ ειδικά για τις τηγανητές πατάτες, που όλοι ζητούν στην Ψαροκαστέλλα, η απάντηση της κ. Μαρίας είναι αφοπλιστική: «Τις πατάτες τις παίρνουμε φρέσκιες. Εδώ τις καθαρίζουμε και τις κόβω στο χέρι. Ούτε φριτέζα χρησιμοποιώ, τις τηγανίζω στο τσουκάλι».
Πρωταγωνιστές στην Ψαροκαστέλλα είναι τα φρέσκα ψάρια, που ποικίλουν ανάλογα με την εποχή. Όμως φημίζεται και για τα θαλασσινά της, τα καλαμαράκια, τις γαρίδες σαγανάκι, το χταποδάκι με την κάππαρη, την σπιτική φάβα, τη χωριάτικη σαλάτα που ξεχωρίζει, λόγω γεύσης και ποσότητας, και φυσικά τις τηγανητές γαρίδες με τη σάλτσα (μία «μυστική» συνταγή) που κάνει τη διαφορά.
Πριν καθίσουμε στο τραπέζι, βγάζει από το ψυγείο και την ταραμοσαλάτα, την οποία σερβίρει με αυγοτάραχο Μεσολογγίου. «Είναι συνταγή του Νέστορα» λέει και το πρόσωπό της φωτίζει. Σε μία άλλη πιατέλα βάζει το φρυγανισμένο ψωμί, μαζί με ελιές, και το γεύμα μας είναι έτοιμο.
Όση ώρα απολαμβάνουμε τα πιάτα που ετοίμασε αντιλαμβανόμαστε ότι όλο το μαγαζί είναι φτιαγμένο χάρη στις ιδέες της κ. Μαρίας και με πολύ προσωπική εργασία από τον κ. Κώστα.
Ο κιούρτος που χρησιμοποιούσε ο πατέρας της έχει μετατραπεί σε φωτιστικό και οι δύο ψαροκασέλες του κ. Μανώλη στέκουν ζωγραφισμένες, η μία στην είσοδο του μαγαζιού και η άλλη πάνω από την πόρτα της κουζίνας.
Τα ξύλινα καράβια που βρέθηκαν στην αποθήκη βάφτηκαν άσπρα (όπως λέει και το τραγούδι) και κοσμούν έναν από τους χώρους της Ψαροκαστέλλας.
Στον κλειστό χώρο, που χρησιμοποιείται πιο πολύ τον χειμώνα, βρίσκεται ένα εικονικό παράθυρο, με «θέα» στο Μικρολίμανο μιας άλλης εποχής. Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με ενθύμια και φωτογραφίες που αφηγούνται την ιστορία της Ψαροκαστέλλας.
Στο κέντρο, η ταμπέλα της «Ψαροταβέρνας του Μανώλη» και πιο δίπλα είναι κρεμασμένη μία φωτογραφία από την επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα στην Αθήνα. Όταν την πρωτοδεί κάποιος, ξαφνιάζεται. Μετά, όμως, η όποια απορία λύνεται, αφού ο κεντρικός ήρωας της φωτογραφίας δεν είναι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά ο Νέστορας, που εκείνη την εποχή υπηρετούσε ως εύζωνας στην Προεδρική Φρουρά.
Η επίσκεψή μας στην Ψαροκαστέλλα κλείνει με μία ζεστή αγκαλιά κι ένα χαμόγελο από την κ. Μαρία και με την υπόσχεση ότι σίγουρα θα ξαναβρεθούμε.
Διαβάστε επίσης:
MasterChef 2025: Νικητής ο Νέστορας -και εμείς ήμασταν εκεί