Στα χέρια της τρίτης γενιάς σήμερα, το ψαροεστιατόριο της Βουλιαγμένης, ο Λάμπρος, με τη μεγάλη φήμη, επανέρχεται στο προσκήνιο με σύγχρονες γαστρονομικές θαλασσινές προτάσεις και σταθερό πρωταγωνιστή το φρέσκο ψάρι μετά από μια μακρά περίοδο σε χαμηλούς τόνους.
Αν και το καλό φρέσκο ψάρι ήταν και είναι ο λόγος που έρχεται ο κόσμος στο Λάμπρο, η νέα γενιά, και ιδιαίτερα ο Ανδρέας Λάμπρου που ηγείται στη γαστρονομική ανανέωση το μαγαζιού, έχει εισάγει στο μενού πολλές σύγχρονες προτάσεις μαζί με τη ριζική διακοσμητική ανανέωση του χώρου.
Από το αρχικό πέτρινο κτίσμα το 1889, σώζονται σήμερα τεράστιες πέτρινες κολώνες που χωρίζουν τη μεγάλη λευκή σάλα από το χώρο, όπου βρίσκεται η κουζίνα, η γωνιακή ψαριέρα με διακοσμητικά μοτίβα στο ύφος της δεκαετίας του ‘70 και η κάβα. Μοντέρνο ύφος, φρεσκάδα, δωρική λιτότητα στο εσωτερικό. Περιμετρικά μία τεράστια βεράντα με στέγη που αποσύρεται όταν πέφτει ο ήλιος και φθάνει μέχρι την περιποιημένη πρασιά με όριο τις χαρουπιές. Και μετά η θάλασσα. Η νησίδα Πάτροκλος απέναντι, η Μαρίνα της Βουλιαγμένης, πάμφωτη το βράδυ, βαρκούλες, windsurfers και το καλοκαίρι τεράστια κρουαζιερόπλοια. Πραγματικά, ο Λάμπρος βρίσκεται σ’ ένα από τα καλύτερα «οικόπεδα» της Αθηναϊκής Ριβιέρας που κρατάει ακόμα ίχνη από την κάποτε απαράμιλλη ομορφιά του παραθαλάσσιου αττικού τοπίου.
Η μεγάλη πορεία του εστιατορίου ξεκινά το 1935, όταν η Βουλιαγμένη ήταν ακόμα τόπος εκδρομής για τους Αθηναίους και ο Λάμπρος ένα απόμερο ταβερνάκι στο τέρμα του κακοτράχαλου δρόμου που οδηγούσε στη Λίμνη της Βουλιαγμένης. Η ιστορία του αποτυπώνει στην πραγματικότητα τις συνταρακτικές περιπέτειες της χώρας και τη ραγδαία αλλαγή του τρόπου της ζωής των Αθηναίων στο πέρασμα σχεδόν ολόκληρου του 20ου αιώνα. Το πετρόκτιστο οίκημα, ιδιοκτησίας της Μονής Πετράκη, φτιάχτηκε από την αρχή ως καφεστιατόριο το 1889. Το διαβάζουμε στη μεγάλη εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή στα αριστερά της εισόδου. Μια επιγραφή που διέσωσε ο Λουκάς Λάμπρου κρύβοντας την κάτω από μπάζα στο υπόγειο, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, όταν το μαγαζί επιτάχθηκε από τους Γερμανούς που διέταξαν γενικό ασβέστωμα του χώρου. Ευτυχώς.
Από τα πολλά που δοκιμάσαμε, ξεχωρίζουμε πάνω από όλα, το τέλειο τηγανητό μπαρμπούνι με τη χρυσαφί δαντελωτή πετσούλα, από τα καλύτερα που έχουμε δοκιμάσει, και τη φέτα σφυρίδα στη σχάρα, με σάρκα αφρό. Φεύγοντας από τα κλασικά και πάντα άψογα ψαρικά του τηγανιού και της σχάρας, σίγουρα το ψητό καλαμάρι είναι το απόλυτο hit του μαγαζιού. Φρεσκότατο, γλυκύτατο, μοσχοβολάει θάλασσα και αρτύζεται λιτά με λίγη κάπαρη. Εξαιρετικό το μαγιάτικο καρπάτσο «ψημένο» σε λαδολέμονο με γαρνιτούρα χοντροτριμμένο πιπέρι και πολύ ενδιαφέρον το σεβίτσε λαβράκι: η σάλτσα από κρεμμύδι, φρέσκο κόλιανδρο, καλαμπόκι, σέλερι και γλυκοπατάτα προσφέρει μια ευχάριστη πληθωρικότητα και το άμυλο από το καλαμπόκι και τη γλυκοπατάτα ισορροπεί τις οξύτητες των εσπεριδοειδών μέσα στα οποία έχει «ψηθεί» το ψάρι.
Μας άρεσε η ταραμοσαλάτα με αυγοτάραχο που είναι κυρίαρχο trend σχεδόν παντού. Απαλή, ξινούτσικη όσο πρέπει και με αυγοτάραχο αρκετό για να καταλαβαίνεις τη χαρακτηριστική γλυκάλμυρη γεύση του. Πεντανόστιμη η μπισκ της γαριδομακαρονάδας, al dente το ζυμαρικό, αλλά την επόμενη φορά θα ζητήσουμε λιγότερο μαγειρεμένες τις γαρίδες μας. Εντελώς φευγάτο πιάτο η πεσκανδρίτσα στιφάδο. Τα μικρούτσικα κρεμμυδάκια πέρλες συνδυάζονται απροσδόκητα ταιριαστά με κύβους από περουβιανή purple πατάτα.
Ρίχνουμε μια ματιά στις παρέες που χαίρονται το μεσημεριανό τους γεύμα. Πίσω από το τραπέζι μας ακούμε τούρκικα, στο κάτω μέρος της βεράντας μια μικτή παρέα από Έλληνες και Μαλαίσιους υποδέχονται μια τεράστια ψητή ψαρούκλα (κάναμε τη γνωστή ερώτηση «από που ‘σαι εσύ»…) Εγγλέζοι, Γάλλοι, μια οικογένεια Ελλήνων με το μωρό τους. Πολυεθνικό κοινό με τους ξένους και τους Έλληνες σε ποσοστό 80-20 αντίστοιχα τις καθημερινές, ενώ τα Σ/Κ οι ελληνικές οικογένειες σχεδόν μονοπωλούν τα τραπέζια. Περιμένοντας τα γλυκά, κουβεντιάζουμε με τον Ανδρέα Λάμπρου για την ιστορία του μαγαζιού που πραγματικά είναι συναρπαστική. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 το είχε ο Αυγερινός, ομογενής Κεφαλονίτης από την Αιθιοπία.
Το 1935 έρχονται στη ερημική τότε Βουλιαγμένη οι αδελφοί Λουκάς και Κώστας Λάμπρου από το Κυριάκι της Λειβαδιάς και γίνονται συνέταιροι με τον Αυγερινό. Ξεσπά ο πόλεμος τα αδέλφια πάνε στο Μέτωπο και όταν καταρρέει ξαναγυρίζουν στο μαγαζί που το επιτάσσουν οι Γερμανοί. Εκεί είναι που ο Λουκάς Λάμπρος διασώζει τη μαρμάρινη επιγραφή που καταγράφει τη χρονολογία ανέγερσης του κτίσματος (1889) από το ασβέστωμα κρύβοντάς την στο υπόγειο. Φτώχεια, ανέχεια, οι αδελφοί Λάμπρου ανοίγουν μία ταβέρνα στην πλατεία στο Μοναστηράκι που καταστρέφεται συθέμελα από πυρκαγιά στη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Γυρίζουν στο ρημαγμένο μαγαζί της Βουλιαγμένης και το ξαναστήνουν με κόπο και μόχθο σε μια Ελλάδα που αρχίζει να παίρνει τα πάνω της.
Τα χρόνια περνούν, ο ταπεινός χωματόδρομος γίνεται φαρδιά λεωφόρος, η Βουλιαγμένη κοσμοπολίτικο προάστιο της Αθήνας και η ταβέρνα του Λάμπρου διάσημο στέκι για ψάρι σε όλη την κοσμική Αθήνα.
«Τότε, τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όταν τα μπουζουκομάγαζα της Παραλιακής ήταν στις μεγάλες τους δόξες, ο παππούς Λάμπρος σηκωνόταν στις 6 το πρωί και έφτιαχνε πατσά» μας λέει ο Ανδρέας. «Έρχονταν οι πάντες μόλις σχόλαγαν, οι ορχήστρες, οι τραγουδιστές, τα γκαρσόνια, οι πορτιέρηδες, οι παρκαδόροι, κι έτρωγαν για να συνέλθουν από τη νύχτα».
Από τα επιδόρπια, όλα φτιαγμένα στην κουζίνα του μαγαζιού, το ελαφροσιροπιασμένο εκμέκ είναι εξαιρετικό, με τρυφερή κρέμα ζαχαροπλαστικής, χωρίς υπερβολική σαντιγί και αρκετό φιστίκι Αιγίνης. Το προφιτερόλ το φτιάχνουν με κάτι ιδιότυπα σουδάκια πολύ τραγανά γεμιστά με παγωτό βανίλια και περιχυμένα με σος από σοκολάτα demisweet. Η γεύση της σοκολάτας ενισχύεται με κραμπλ από μπισκότο σοκολάτας.
Το εστιατόριο γεμίζει την ψαριέρα του με ψάρια που τους προμηθεύουν αποκλειστικά καϊκια από την Κρήτη και τα Επτάνησα (Λευκάδα-Κεφαλονιά) αλλά και από την Άνδρο και από ψαροντουφεκάδες. Η wine list προτείνει 60 ετικέτες σχεδόν αποκλειστικά από τον ελληνικό αμπελώνα συν ελάχιστους οίνους από το διεθνή αμπελώνα.
Ακριβώς κάτω από τη βεράντα, εκεί που τελειώνει η πρασιά και σαλεύουν οι χαρουπιές, κατεβαίνοντας λίγα σκαλάκια, είναι η αμμουδιά. Προς τα δεξιά σχηματίζει μια κρυφή παραλία χωρίς ομπρέλες και ξαπλώστρες, με «πλάτη» βραχώδη, φαγωμένη από τον αέρα. Κάνετε το μπάνιο σας και είναι σαν να παίζετε σε ταινίες του του ’60 και του ’70, μαζί με τη Ρίκα Διαλυνά, τη Μάρθα Καραγιάννη, τον Κώστα Βουτσά, αφού εδώ έχουν γυριστεί σε ένα τεράστιο ποσοστό αξέχαστες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Από τις αρχές Ιουνίου, η ατζέντα του εστιατορίου προβλέπει live σαξόφωνο κάθε Πέμπτη.
info
Λ. Ποσειδώνος 20, Βουλιαγμένη, 2108960144
Δείτε επίσης
8 επιλογές για καλό φαγητό κοντά στη θάλασσα στη Γλυφάδα