Χορεύει σε ρυθμούς rock’ n’ roll, απαγγέλει Δημουλά και Καρυωτάκη και σερβίρει μαμαδίστικη χειροποίητη κρεατόπιτα, με φόντο το πιο ονειρεμένο ηλιοβασίλεμα της Κεφαλονιάς. Αν δεν είσαι Κεφαλονίτης, χρειάζεσαι σίγουρα GPS για να το ανακαλύψεις. Γιατί αν είσαι, ακόμα και αν δεν γνωρίζεις καλά την περιοχή, σίγουρα το έχεις ξαναεπισκεφτεί για να δοκιμάσεις τη φημισμένη παραδοσιακή κρεατόπιτα της κυρίας Κατερίνας.
Επισκέφτηκα τη «Λαδόκολλα στην πλαγιά» μια καθημερινή μεσημέρι. Ο δρόμος βατός, με έβγαλε αρχικά μέσα στα ασφαλτοστρωμένα σοκάκια του γραφικού χωριού Δαμουλιανάτα (10 χλμ από το Ληξούρι) για να με φέρει τελικά στην κεντρική πλατεία -στην Πλαγιά όπως αρέσκονται να την αποκαλούν οι ντόπιοι- που χαρίζει ανεμπόδιστη θέα στην απεραντοσύνη του Ιονίου πελάγους. Παρκάροντας το αυτοκίνητο κάτω από τη μουριά, μένω για λίγο να χαζέψω την καρτποσταλική εικόνα από ψηλά. Μια σχεδόν απόκοσμη ηρεμία με μοναδική διάσπαση, τον ράθυμο ήχο των τζιτζικιών. Το μάτι μου πέφτει στα τραπέζια και στις παλιές καρέκλες καφενείου που στολίζουν πολύχρωμα την πλατεία. «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» και «Δες λίγο ψηλά» μερικά από τα περιπαικτικά συνθήματα που αναγράφονται στις πλάτες τους. Στο βάθος ακούγονται ρετρό μελωδίες των 60’s. Τα δίδυμα αδέρφια και ιδιοκτήτες της ταβέρνας, Σπύρος και Χρήστος Δερές, σερβίρουν σε αυτούς τους ρυθμούς, τους πελάτες τους και συγχρόνως μοιράζουν εξωστρεφή καλωσορίσματα σε κάθε νεοφερμένο.
Λίγο πριν ανέβω τα μαρμάρινα σκαλάκια, διαβάζω απ’ έξω σε μια επιγραφή «Λαδόκολλα στην Πλαγιά- Οικογενειακή ταβέρνα ή εστιατόριο; Ούτε εμείς ξέρουμε». Και κάπου εκεί αρχίζω να καταλαβαίνω πως όσο πάει αυτό θα γίνεται και καλύτερο! Πιάνω θέση στον γωνιακό λιθόκτιστο καναπέ με τις κουρελούδες και ζητάω μία παγωμένη ληξουριώτικη μπίρα. Απέναντί μου διαβάζω σε έναν μικρό μαυροπίνακα «Αγαπητέ πελάτη αν δε φας, θα πεινάσουμε και οι δύο, εκ της διευθύνσεως» και χωρίς άλλους περισπασμούς, περνάω απ’ ευθείας στο «ψητό». Ξεκινώ με σαλάτα της Πλαγιάς. Χωρίς να ξέρω ακριβώς τι θα αντικρίσω καθώς όπως γράφει και στον κατάλογο «έχει κάπου 14 υλικά, είναι πολλά για να τα γράψουμε». Παραγγέλνω όμως και χόρτα τα οποία συνοδεύονται στον κατάλογο, από το επίσης χιουμοριστικό σχόλιο «Βλήτα ή σέσκουλα δεν έχουμε. Έχουμε πάθει ψυχολογικό διότι για να καθαριστούν χρειάζονται 3 ώρες, διάστημα στο οποίο έχεις πάει Ρώμη και έχεις γυρίσει». Μέχρι να αποφασίσω και για τα υπόλοιπα, περνάω ευχάριστα την ώρα μου, διαβάζοντας και τις άλλες επίσης ιδιότυπες περιγραφές των πιάτων, οι οποίες κινούνται πάνω κάτω στο ίδιο χιουμοριστικό μοτίβο: Λουκάνικο χωριάτικο (το τρώτε σε χωριό, επομένως είναι χωριάτικο), Μελιτζάνα σαγανάκι (είχαμε διαφωνία για το αν θα το βάλουμε στο μενού αλλά όπως λέει και ο Αλ Καπόνε: Συζητάμε και καταλήγουμε πάντα στη γνώμη μου), το Κότσι του Μεμά (για το ωραιότερο χαμόγελο που εμφανίστηκε στο μαγαζί), το Μοσχαράκι της κυρίας Βασιλικής (για την αγαπημένη μας φίλη και σούπερ γιαγιά του χωριού) αλλά και τα αρνίσια παϊδάκια (για αυτούς που θεωρούν δυσνόητους αυτούς που επιλέγουν τα μπιφτέκια κοτόπουλου).
Ωστόσο, η θέα της κρεατόπιτας που σερβίρεται στο διπλανό τραπέζι, μου υπενθυμίζει τον αρχικό σκοπό της επίσκεψής μου. Χωρίς καθυστερήσεις, την παραγγέλνω και φτάνει στο τραπέζι μου σε ένα εντυπωσιακό μαύρο κεραμικό πιάτο. Δοκιμάζοντάς την, στέκομαι στο τραγανό σπιτικό φύλλο και στη βαθιά νόστιμη γέμιση που μοσχοβολά μαμά και επιστροφή στο χωριό. «Η συνταγή αυτή ταξιδεύει στο σήμερα από πέντε γενιές πίσω. Η γέμιση περιέχει ντόπια κρέατα, χοιρινό, μοσχάρι και τον χειμώνα προσθέτουμε και αρνί. Έχει επίσης φρέσκια σάλτσα ντομάτας από τις ντομάτες του κήπου μας και 15 μυρωδικά, όλα από το δικό μας μποστάνι» μου εξηγεί ο Σπύρος και συνεχίζει «Η μητέρα μου φτιάχνει μόνο 3 ταψιά την ημέρα γιατί η όλη διαδικασία, ακολουθώντας βήμα βήμα την παραδοσιακή συνταγή, είναι αρκετά χρονοβόρα. Πρέπει να αφήσει τα υλικά να «ξεκουραστούν» και αυτό θέλει χρόνο. Γι’ αυτό και σπάνια να βρει κάποιος κρεατόπιτα το βράδυ». Ευτυχώς αυτή την πληροφορία την γνώριζα εκ των προτέρων, γι’ αυτό και επέλεξα να επισκεφτώ το μαγαζί, το μεσημέρι.
Γιατί όμως, ονομάζεται Λαδόκολλα στην Πλαγιά αφού τίποτα δεν σερβίρεται στη λαδόκολλα;
Ο Σπύρος, αναλαμβάνει να το αποσαφηνίσει «Μπορεί να μην σερβίρουμε φαγητό στη λαδόκολλα, “σερβίρουμε” όμως ποίηση και αγαπημένα μας λογοτεχνικά αποσπάσματα στη λαδόκολλα». Δημουλά, Καζαντζάκης, Καμύ και Καρυωτάκης αποτυπώνονται στις λαδόκολλες οι οποίες δίνονται στο τέλος στους πελάτες ως αναμνηστικό.
Το μαγαζί παραμένει ανοιχτό όλο τον χρόνο. Από τον Μάιο έως και τα τέλη του Σεπτέμβρη λειτουργεί κάθε μέρα, ενώ τους χειμερινούς μήνες, περιορίζεται στα Σαββατοκύριακα, όπου υποδέχεται τους ντόπιους μέσα στη ζεστή σάλα του με το τζάκι. Στην κουζίνα βρίσκονται τα δύο αδέρφια και η μητέρα τους η οποία επιμελείται αυστηρά και μόνο το θέμα κρεατόπιτα. Ο Σπύρος και ο Χρήστος είναι ερασιτέχνες μάγειρες. Και οι δύο, εκτός θερινής σεζόν, εργάζονται σε δύο εντελώς διαφορετικά «χωράφια». Ο Σπύρος είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας και διατηρεί το δικό του γραφείο στο Γαλάτσι, ενώ ο Χρήστος είναι διορισμένος δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο του Αργοστολίου. «Κάνω ένα πέρασμα από τις κρίσεις πανικού στο τζατζίκι», λέει χαριτολογώντας ο Σπύρος και συνεχίζει: «Ασχολούμαστε με το μαγαζί περισσότερο για το κέφι μας. Το βλέπουμε σαν χόμπι γιατί λατρεύουμε τη μαγειρική και παράλληλα θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανές τις μνήμες και τις παραδόσεις της οικογένειάς μας», εξομολογείται.
Την κουβέντα μας ολοκληρώνει γλυκά ένα κομμάτι σιροπιαστής πορτοκαλόπιτας και από δίπλα ο κλασικός μαμαδίστικος κορμός σοκολάτας. Πώς να αντισταθείς σε ένα τέτοιο θέαμα! Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για αργότερα, λίγο πριν σβήσει ο ήλιος στην θάλασσα του Ιονίου. Αυτή τη φορά, κάνω κράτηση για τραπέζι έξω στην πλατεία για να απολαύσω το θέαμα όπως ακριβώς του αξίζει.