Η πολύτιμη γαστρονομική παράδοση της Κρήτης, ξακουστή σε όλο τον κόσμο και κορυφαία έκφραση της Μεσογειακής διατροφής, αποτελεί από μόνη της λόγο επίσκεψης στην πανέμορφη Μεγαλόνησο, συνιστώντας μια άκρως απολαυστική εμπειρία. Ανάμεσα στους φιλόξενους και περήφανους Κρητικούς, οι άξιοι παραγωγοί του νησιού, άνθρωποι που ασχολούνται καθημερινά με τα αγαθά της γης και τα ζώα του τόπου τους, μας προσφέρουν εξαιρετικά προϊόντα που αποτελούν πολύτιμους εκπροσώπους της μοναδικότητας της χώρας μας. Μια βόλτα στη Δημοτική Αγορά Ηρακλείου Κρήτης είναι αρκετή για να ανακαλύψουμε αυτά τα προϊόντα, τα οποία είναι η πρώτη ύλη για τα μοναδικά πιάτα και γλυκά της κρητικής κουζίνας, μετατρέποντας κάθε αυθεντικό φίλεμα σε απόλαυση για τον ουρανίσκο και κάθε γεύμα σε μια γιορτή γεύσης, που τιμά την εντοπιότητα και τις παραδοσιακές συνταγές.

Απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί, σε γραφικά χωριά, άλλα ορεινά κι άλλα κρυμμένα στα εύφορα οροπέδιά του, καθώς και στις πόλεις, κρύβονται πραγματικά διαμαντάκια γεύσης, μοναδικά προϊόντα που φτιάχνονται από ανθρώπους με μεράκι και σεβασμό στις παραδόσεις. Συνδυάζουν ποιότητα και ιστορία, αναδεικνύουν μοναδικές οικογενειακές συνταγές που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, διαφυλάσσονται και εξελίσσονται, γίνονται αφήγημα των συνθηκών και της ανάγκης που τα διαμόρφωσε, κρύβουν μέρος της λεβέντικης καρδιάς της Κρήτης.

Μια χαλαρή ανοιξιάτικη βόλτα στη Δημοτική Αγορά Ηρακλείου Κρήτης είναι αρκετή για να ανακαλύψουμε αρκετά από αυτά, καθένα κι ένα εκλεκτό γευστικό σουβενίρ που αξίζει να βάλουμε στη βαλίτσα μας. Με αφετηρία την πλατεία Κορνάρου, όπου δεσπόζει η εντυπωσιακή φιλανθρωπική οθωμανική κρήνη, το σεμπίλ του Χατζή Ιμπραχίμ Αγά που χτίστηκε το 1776, και η πρόσοψη της Κρήνης Μπέμπο που θυμίζει τμήμα αρχαίου ναού, διακοσμημένη καθώς είναι με ακέφαλο ρωμαϊκό άγαλμα και πλαισιωμένη από δύο μαρμάρινους κίονες, η μέρα ξεκινά με ελληνικό καφέ στο δημοτικό καφενείο, κάτω από τα πλατάνια κι ανάμεσα στους ντόπιους. Γρήγορα όμως η πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων που ξετυλίγεται κατά μήκος της οδού 1866 μας ξεμυαλίζει και μας καλεί να θαυμάσουμε, να δοκιμάσουμε, να ψωνίσουμε.

Μερικές φωτογραφίες στο σύμπλεγμα χάλκινων αγαλμάτων του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας στη νησίδα της ίδιας πλατείας και πρώτη στάση τα οπωροπωλεία στη Δημοτική Αγορά Ηρακλείου Κρήτης. Πάγκοι και καφάσια μας αποκαλύπτουν το μεγαλείο της άνοιξης, όταν στη γη της Κρήτης θεριεύουν άγρια χόρτα και οι καλλιέργειες απλόχερα προσφέρουν εποχικά λαχανικά και φρούτα γεμάτα γεύση κι ευωδιές. Ρίχνοντας μια ματιά στο 40 ετών πλέον Μανάβικο της Ψαραγοράς, στο κάθετο στενό, όπου άλλοτε κυριαρχούσαν οι θησαυροί της θάλασσας στα διπλανά το ένα στο άλλο ψαράδικα, και στη Φρουτάρια, μας μαγεύουν τα χρώματα: άγριες αγκινάρες – οι λεγόμενες «λαρδάτες» -, ρόδια από τις Σίσες Ρεθύμνου, οι γνωστές κρητικές μπανάνες από την Αγία Βαρβάρα, ασκόλυμπροι με τις λευκές ρίζες τους, που γίνονται θαυμάσιο φρικασέ, βρούβες, πικράσταθα, μαύρες ντομάτες από τον Τσούτσουρο, αβοκάντο από τα Χανιά, παλιές ποικιλίες μελιτζάνας, σπάνιες «σοκολατένιες» πιπεριές που εντυπωσιάζουν με το σκούρο καφετί χρώμα και το στιλπνό σώμα τους, ζουμερές, κατακόκκινες φράουλες από τα νότια του νησιού που μοσχοβολούν, ντοματίνια πιο γλυκά κι από καραμέλες και βολβοί – εδώ τους αποκαλούν «ασπροδουλάκους» που γίνονται ωραιότατο τουρσί. Δίπλα τους ολόφρεσκα μπουκέτα με ανεμώνες και νάρκισσους μεταφέρουν την ανοιξιάτικη αισιοδοξία στην καρδιά της πολύβουης κρητικής πρωτεύουσας.

Τα αρώματά τους μπλέκονται μ’ εκείνα του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ που ξεχύνονται από το Καφεκοπτείο Κουδουμάς. Κάθε πρωί, επτά με δέκα, ο ιδιοκτήτης κ. Κώστας Κουδουμάς βάζει μπρος τη μηχανή που μας υποδέχεται στην είσοδο του καταστήματός του – όχι απλά ένα μαγαζί – παράδεισος των μερακλήδων του καφέ, αλλά και ιστορικό μνημείο της πόλης – και ξεσηκώνει όλη τη Δημοτική Αγορά Ηρακλείου Κρήτης με τα αρώματα των εκλεκτών κόκκων. Αξίζει να αναφερθεί ότι το καφεκοπτείο βρίσκεται στη θέση του αφιερωμένου στον Άγιο Ονούφριο ναού του 1558, που επί Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε χάνι, ενώ με την απελευθέρωση ο χώρος πουλήθηκε και χτίστηκαν τα γύρω μαγαζιά το 1958. Μάρτυρας της αλλοτινής εκκλησίας, η πέτρινη αψίδα που μας οδηγεί στο εσωτερικό του καταστήματος, εκεί που ο αεικίνητος κύριος Κώστας πρόκειται να σερβίρει προσεχώς τα εκλεκτά χαρμάνια του. Τα ετοιμάζει όλα ο ίδιος, 10 χαρμάνια ελληνικού με κόκκους κυρίως από τη Βραζιλία, 6 γαλλικού με κολομβιανής προέλευσης κόκκους και 4 χαρμάνια espresso, τέχνη που έμαθε από τον πατέρα του και την εξέλιξε με διαρκείς δημιουργικές αναζητήσεις και μελέτη. Ο καλαίσθητος χώρος με τις ξύλινες προθήκες και τα κουτιά, που με το που ανοίξουν μοσχοβαλά εκτός από τον καφέ, μυρωδάτο κακάο και λαχταριστή σοκολάτα έχουν το γοητευτικό άρωμα της πατίνας του χρόνου, τα προϊόντα όμως ικανοποιούν τα σύγχρονα γούστα και των πιο απαιτητικών φίλων του δημοφιλούς ροφήματος. Μην παραλείψετε βγαίνοντας να σταθείτε απέναντι για να παρατηρήσετε τον διατηρητέο τρούλο του πρώην οθωμανικού κτίσματος.

Λίγο παρακάτω, το κρεοπωλείο Δημητρίου, μοναδικό πλέον μιας αγοράς που άλλοτε κατακλύζονταν από κρεοπώλες, πάνω από 17 συγκεκριμένα, συμπληρώνει φέτος 100 χρόνια λειτουργίας, αποτελώντας σημείο αναφοράς για τους λάτρεις του κρέατος και των ντόπιων εδεσμάτων, όπως το μοναδικό καπνιστό απάκι που παράγει πλέον η τρίτη γενιά της οικογενειακής επιχείρησης, πάντα με σεβασμό στην παράδοση και τις συνταγές που ο Κυριάκος Δημητρίου έμαθε από τον πατέρα και τον παππού του. Τη φήμη τους οφείλουν όχι μόνο στα πρώτης ποιότητας ντόπια κρέατα απ’ όλη την Κρήτη, αλλά και στα λουκάνικα δικής τους παραγωγής, με καθαρό χοιρινό κρέας αρτυμένο μόνο με ρίγανη και κύμινο. Όσο για τα δυο τραπεζάκια πλάι στην είσοδο, θυμίζουν στους παλιούς την εποχή που τα ψώνια συνδυάζονταν με μερικές ρακές, προσθέτοντας έναν εύθυμο, γιορτινό τόνο στη βόλτα στη Δημοτική Αγορά Ηρακλείου Κρήτης.

Στην αγορά βέβαια δεν συναντά κανείς μόνο εξειδικευμένα καταστήματα και παραγωγούς, αλλά επίσης εξαιρετικά παντοπωλεία, σωστά σεντούκια γευστικών θησαυρών που κρατούν ψηλά τη σημαία της κρητικής γαστρονομικής υπεροχής. Από τα κορυφαία του νομού Ηρακλείου, το Αλάτι της Γης, όπου οι ιδιοκτήτες Μαρία και Δημήτρης μας υποδέχονται με γνήσιο χαμόγελο και μας συστήνουν με προθυμία τα εξαιρετικά προϊόντα που πλημμυρίζουν το μικρό αλλά τόσο φροντισμένο κατάστημά τους, εν λειτουργία από το 2012. Εδώ τιμάται όχι μόνο η εντοπιότητα αλλά κι ολόκληρη η Ελλάδα, καθώς μπορεί τα κρητικά προϊόντα να κατέχουν περίοπτη θέση, αλλά το νεαρό ζευγάρι φροντίζει να βρίσκουμε στα ράφια καλούδια από κάθε γωνιά της χώρας μας, αρκεί να διακρίνονται από αγνότητα, ποιότητα και οφέλη για την υγεία μας: ολόφρεσκα φρούτα και οπωροκηπευτικά του νησιού, βιολογικό ελαιόλαδο και αγουρέλαιο, σκιουφιχτά μακαρόνια και παραδοσιακός ξινόχοντρος, πεντανόστιμα παξιμάδια από κρητικούς φούρνους – όπως αυτά του ρεθυμνιώτικου Ξυλόφουρνου Μυστράκη – ελιές και σταφίδες κρητικές, πετιμέζι, χαρουπόμελο και μέλια που μοσχοβολούν κρητικά βότανα, τις δημιουργίες του κοινωνικού συνεταιρισμού «Από Κοινού», οργανικές σοκολάτες, μαρμελάδες χωρίς ζάχαρη, σάλτσες, υπέροχα τοπικά αναψυκτικά όπως σουμάδα και κανελάδα και βέβαια κρητικά βιολογικά βότανα. Μοναδικά και τα γαλακτοκομικά που φιγουράρουν στα ψυγεία και που οι γνώστες σπεύδουν να προμηθευτούν. Εκτός από γνήσιο γιαούρτι, ρυζόγαλα και βελούδινες κρέμες από πρόβειο γάλα μας επανασυστήνουν τη γεύση του αυθεντικού, ενώ τυριά όπως η γραβιέρα από τον Ασκύφου Χανίων ή το δυσεύρετο «τυρί τρύπας», που ωριμάζει πάνω από ένα έτος σε συνθήκες σπηλιάς, αρκούν για να κάνουν το «Αλάτι της Γης» γαστρονομικό προορισμό. Θα βάλετε δίπλα τους ντόπια λουκάνικα, βιολογικό απάκι και βέβαια ρακή που θα δοκιμάσετε επί τόπου, κι έχετε το πιο απλό και λουκούλλειο γεύμα.

SOS tip: αναζητήστε αποκλειστικά εδώ το καταπληκτικό επτάζυμο ψωμί που αντί για μαγιά φτιάχνεται με κουνενό -σπασμένο ρεβύθι- κάθε 10 μέρες στο χωριό Έμπαρος, στην περιοχή Βιάννος.

Το έτερο παντοπωλείο της αγοράς, Περί καλού, μετρά έξι χρόνια ζωής, έχει καθαρά βιολογικό προσανατολισμό και μια διαρκώς αυξανόμενη πελατεία. Από το εργαστήριο στο πίσω μέρος του καταστήματος, βγαίνουν χίλια δυο πεντανόστιμα και υγιεινά προϊόντα, από αρτοσκευάσματα ως κεράσματα κι από σάλτσες ως μαρμελάδες. Σνακ γεμάτα ωφέλιμα συστατικά, όπως μπάρες κόκκινης φακής με σοκολάτα, λεμόνι, μέλι, λιναρόσπορο και βούτυρο από κάσιους, αλατισμένης καραμέλας με μέλι, αμύγδαλο, φιστικοβούτυρο και σοκολάτα υγείας, ακόμη και με 60% πρωτεΐνη που επιπλέον περιέχει βρώμη, κακάο και cranberries, μας εφοδιάζουν με όλη την ενέργεια για τις εξορμήσεις μας στις παραλίες του νησιού, ενώ τραγανά κριτσίνια παντζαριού, σουσαμιού, καρότου ή άνθρακα θα ενθουσιάσουν όσους αποφεύγουν τη γλουτένη. Vegan καρυδόπιτες, καροτόπιτες και κέικ βρίσκονται πλάι πλάι με φρεσκοψημένες παραδοσιακές χορτόπιτες και τσουρέκια με ντόπιο γάλα, μέλι και αυγά, που μοσχοβολούν μαστίχα, κάρδαμο, μαχλέπι και κόλιανδρο. Κι ενώ θα δυσκολευτείτε να επιλέξετε ανάμεσα σε γλυκά και σκέτα παξιμάδια, με βανίλια, μύρτιλα ή κακάο τα μεν, με αλεύρι ζέας, βρώμη, κριθάρι ή δίκοκκο σιτάρι τα σκέτα, θα ενδώσετε χωρίς τύψεις σε σοκολατάκια, βραχάκια και τρουφάκια χωρίς ζάχαρη, αλλά με αμύγδαλο, κεράσι, ινδοκάρυδο, καρύδι, cron flakes και άλλους δελεαστικούς συνδυασμούς.

Ως σπουδαίο κεφάλαιο της κρητικής γαστρονομικής παράδοσης, τα τυριά δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν το δικό τους αποκλειστικό εκπρόσωπο. Στην αγορά το όνομα Καργάκης είναι ταυτόσημο της ποιότητας, της παράδοσης και των εκλεκτών τυριών, που δεν χορταίνεις να γεύεσαι. Το τυροπωλείο της Μαρίας Καργάκη, το οποίο τροφοδοτείται από το βραβευμένο οικογενειακό τυροκομείο στο χωριό Κοκκίνη, έχει αξιοζήλευτη φήμη για τις μεστές σε γεύση, παραδοσιακές γραβιέρες και τα υπόλοιπα τυριά που φτιάχνονται αποκλειστικά με κρητικό γάλα από κοπάδια που βόσκουν στον Ψηλορείτη. Τη γευστική ανωτερότητα αντιλαμβάνεσαι από την πρώτη μπουκιά της φτιαγμένης από φρέσκο παστεριωμένο αιγοπρόβειο γάλα γραβιέρας με την ελαφρώς υπόγλυκη γεύση και τα πλούσια αρώματα, αλλά είναι οι πιο γκουρμέ προτάσεις που θα κερδίσουν και τους πιο απαιτητικούς. Η αξιαγάπητη κυρία Μαρία Καργάκη, η προσωποποίηση της κρητικής εγκαρδιότητας – θα σας μιλήσει με χαμόγελο για την ωριμασμένη γραβιέρα που εμβαπτίζεται σε τρεις οινικές ποικιλίες – Cabernet και τις τοπικές Μαρουβά και Μανδηλάρι -, όσο εσείς θα δοκιμάζετε την παλαιωμένη, την καπνιστή ή εκείνη με μπούκοβο. Μην προσπεράσετε τα κεφαλοτύρια – αιγοπρόβειο, κατσικίσιο ή καπνιστό – και βέβαια εφόσον βρίσκεστε στην Κρήτη τον ανθότυρο και την Π.Ο.Π. ξυνομυζήθρα. Στα συν οι αεροστεγείς συσκευασίες για εύκολη μεταφορά και οι εξαιρετικές για τόσο ποιοτικά προϊόντα τιμές.

Αναπόσπαστο κομμάτι της κρητικής φιλοξενίας το γλυκό κέρασμα και εκ των ουκ άνευ της βόλτας στην αγορά η στάση στο παραδοσιακό εργαστήριο Σητειακών γλυκών, Η Αρετούσα. Όπως ο σπουδαίος Κρητικός ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος γεννήθηκε στη Σητεία και έφτασε στο Ηράκλειο, έτσι και οι αγνές, πεντανόστιμες γλυκές δημιουργίες της οικογένειας Γαρυφαλάκη παρασκευάζονται καθημερινά στο εργαστήριο της Σητείας και φτάνουν στο Ηράκλειο, όπου θεωρούνται πλέον συνώνυμο των αυθεντικά παραδοσιακών κρητικών κερασμάτων. Η γλυκιά ιστορία ξεκινά 27 χρόνια πριν, από τη μητέρα της σημερινής ιδιοκτήτριας κας Πόπης Γαρυφαλάκη, γλυκύτατη όση και οι δημιουργίες της, ενώ το παρόν σημείο απ’ όπου περνά όλη η αγορά λειτουργεί από το 2010. Δεν είναι μόνο οι οικογενειακές συνταγές και το μεράκι που κατατάσσουν τα γλυκά της Αρετούσας μεταξύ των καλύτερων της Κρήτης. Η προσήλωση στην παράδοση έγκειται και στον τρόπο παρασκευής, εδώ «όλα γίνονται στο χέρι, όπως τον καιρό των γιαγιάδων μας» εξηγεί η κυρία Πόπη, η οποία είναι κατηγορηματική όσον αφορά τη χρήση αγνών πρώτων υλών. «Χημική μαγιά δεν θα βρείτε ούτε γραμμάριο» τονίζει, το φυσικό προζύμι είναι η βάση των περισσότερων γλυκών που μας δελεάζουν από τα μεγάλα καλάθια τους.

Είναι το ίδιο αυτό προζύμι που είχε προμηθευτεί το 1998 από παραδοσιακό ξυλόφουρνο της Σητείας και τη διαφορά τη γεύεσαι από την πρώτη μπουκιά στα αφράτα, ονειρεμένα καλτσούνια, ένα τετράγωνου σχήματος γευστικό ποίημα που χρειάζεται δύο μέρες ετοιμασίας για να φτάσει στο πωλητήριο. Η δημιουργική υπομονή ανταμείβει αναμφίβολα, όπως καθετί που δοκιμάζουμε στην Αρετούσα: τα φημισμένα κρητικά λυχναράκια στην πιο αυθεντική εκδοχή τους, «με 19 τσιμπήματα για να ολοκληρωθεί ο κύκλος» μας διευκρινίζει η κα Πόπη «και με μυζήθρα – στα Χανιά τη λένε ανθότυρο». Ντόπια φυσικά, από αιγοπρόβειο και αγελαδινό γάλα, όπως αιγοπρόβειο είναι και το γιαούρτι που χρησιμοποιείται στα γλυκά αντί για γάλα, και δένει τέλεια με το κρητικό θυμαρίσιο μέλι, το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ΠΟΠ Σητείας, την κανέλα, τα αρώματα πορτοκαλιού. Τα περίφημα ξεροτήγανα, συνυφασμένα με κάθε χαρμόσυνο γεγονός και γιορτή στην Κρήτη, θα τα βρείτε σε δύο σχήματα, σαν δίπλες και σαν σαλίγγαρους, πλούσια μελωμένα και με άφθονο σουσάμι. Άγνωστες λέξεις όπως τα σταφιδωτά και τα πατούδα, θα σας ξετρελάνουν. Τα πρώτα περιέχουν μια πλούσια γέμιση από σταφίδα, αμύγδαλα, σουσάμι, τσικουδιά, φυσικό χυμό πορτοκαλιού και λεμονιού, αρωματισμένη με κανελογαρύφαλλα και μοσχοκάρυδο, ενώ με το που γεύεσαι τα πατούδα νομίζεις ότι διακτινίστηκες σε μια κρητική βουνοκορφή και μυρίζεις όλη τη φύση. Κάντε τις προμήθειές σας, προσθέστε αχλαδάκια αμυγδαλωτά με λικέρ αμυγδάλου, φορμάκια αμυγδάλου με επιπλέον κονιάκ, καβρουμά κανέλλας ή πορτοκαλιού, μαλακά ψωμάκια με μέλι και κανέλλα και θυμηθείτε ότι εδώ -ευτυχώς- κουραμπιέδες και μελομακάρονα φτιάχνονται όλο το χρόνο.

Το να μας ανοίξουν την όρεξη τόσες νοστιμιές είναι λογικό, το να μη χορτάσουμε με το τσιμπολόγημα και τις δοκιμές, επίσης. Οπότε το να ολοκληρώσουμε την εμπειρία στη Δημοτική Αγορά Ηρακλείου Κρήτης με μεζέδες ή μεσημεριανό σε αυθεντικά στέκια, είναι η φυσική συνέχεια των αγορών. Το καφενείο σήμα κατατεθέν της οδού 1866 δεν είναι άλλο από τον Καφφενέ -ναι, γράφεται με 2 φ- Σαρανταυγάς, που απ’ όταν άνοιξε το 1924, διατηρεί το μικροσκοπικό του χώρο, αληθινή χρονοκάψουλα γεμάτη παλιές φωτογραφίες, δημοσιεύματα και κειμήλια, έχει επεκταθεί όμως κι απέναντι, με ζωηρόχρωμα καθίσματα κι ένα ζεστό εσωτερικό χώρο. Εδώ θα τσουγγρίσετε ρακές και τσιμπολογώντας νοστιμότατους μεζέδες θα ακούσετε τις ιστορίες πίσω από το διάσημο σ’ όλο το Ηράκλειο παρατσούκλι, που έδωσε στο καφενείο το όνομά του.

Ακόμη πιο πίσω στο χρόνο μας ταξιδεύει η ιστορία του εστιατορίου Γιακουμής, όπως μας την αφηγείται ο κ. Γιάννης Γεωργαλής, εγγονός του παππού Γιακουμή, που έφτασε στην Κρήτη απ’ τη Μικρά Ασία, το 1918. Το εστιατόριό του το άνοιξε σ’ ένα κάθετο στενάκι της αγοράς, στο τμήμα της, που τότε αποκαλούνταν «Τα γρουσουζάδικα». Ένα ακόμη παράξενο παρατσούκλι, αυτή τη φορά, για τα πατσατζίδικα με τις παραστιές που καταλάμβαναν το μικρό σοκάκι εκείνη την εποχή, προσελκύοντας τους σταφιδεργάτες που έρχονταν στην αγορά για μεσημεριανό, δένοντας τα γαϊδούρια τους στη μια πλευρά και κάνοντας τους εύπορους Ηρακλειώτες να αποφεύγουν τα μαγειρεία της εργατιάς, των ψαράδων και των ναυτικών. Από τα μαγαζιά εκείνα, μόνο ο Γιακουμής επιβιώνει, συνεχίζοντας να σερβίρει όχι μόνο μερακλίδικο πατσά, αλλά κυρίως τα θεϊκά παϊδάκια που έκαναν με τα χρόνια τον Γιακουμή στέκι ολόκληρης της Ελλάδας. «Μόνο παϊδάκια και σαλάτα εποχής έφτιαχνε ο παππούς, ούτε καν πατάτες τηγανητές δεν σέρβιρε», μας αφηγείται ο κ. Γιάννης, περήφανος για το παραδοσιακό εστιατόριο, που η σπεσιαλιτέ του ήταν αρκετή για να προσελκύσει σ’ αυτό το ταπεινό δρομάκι και να κερδίσει ως πιστούς πελάτες, Έλληνες σταρ σαν τη Βουγιουκλάκη, την Καρέζη, το Σωτήρη Μουστάκα -«από τους πιο τακτικούς θαμώνες»-, ως υψηλόβαθμους πολιτικούς που τιμούν την εμπλουτισμένη πλέον κουζίνα του Γιουκουμή κάθε φορά που βρίσκονται στην Κρήτη.

Μαγειρευτά αποκλειστικά με ντόπιο ελαιόλαδο, πιάτα σαν τη γίδα κοκκινιστή ή τα γαρδουμπάκια αυγολέμονο -τα κρέατα προέρχονται από το κρεοπωλείο Δημητρίου-, κρητικά εδέσματα όπως οι χοχλιοί μπουρμπουριστοί, σαλάτα με άγρια χόρτα που πολλές φορές μαζεύουν οι ίδιοι ή χωριάτικη με υπέροχη ρεθυμνιώτικη φέτα και πικρούτσικες ελιές, και βέβαια τα must ψημένα στην εντέλεια παϊδάκια και μπιφτέκια που πλέον σερβίρονται με χρυσαφένιες, τραγανές τηγανητές πατάτες, έχουν κάνει τον αιωνόβιο Γιακουμή προορισμό είτε βρίσκεσαι στη Δημοτική Αγορά Ηρακλείου Κρήτης για ψώνια είτε αναζητάς ένα αυθεντικό στέκι για σπιτική κρητική κουζίνα. Ανοιχτά καθημερινά εκτός Κυριακής και ως τις πέντε το απόγευμα, επιβεβαιώνει όπως όλες οι παραπάνω στάσεις, ότι στην Κρήτη παράδοση και γαστρονομία βαδίζουν ακόμη χέρι-χέρι, ανάγοντας το αυθεντικό σε ό,τι πιο εκλεκτό.

Φωτογραφίες: Αριέττα Πούλιου

Δείτε επίσης

Panzerotti του Luini: Το απόλυτο street food στο Μιλάνο