Η κυπριακή γαστρονομία έχει πολλά αστέρια που αξίζει να γνωρίζετε και να τους δίνετε μια θέση στο τραπέζι σας. Ο λόγος για τα νόστιμα τυριά, αλλαντικά και ποτά που κερδίζουν τις εντυπώσεις με τη γεύση τους.
Το πιο διάσημο κυπριακό προϊόν είναι σίγουρα το χαλούμι. Παρασκευάζεται παραδοσιακά από αιγοπρόβειο γάλα, αν και στις μέρες μας η κυπριακή γαλακτοβιομηχανία το παρασκευάζει και από αγελαδινό. Όταν είναι ωμό, έχει ελαστική υφή, ενώ όταν ψηθεί στη σχάρα μαλακώνει πολύ και ροδίζει από το ψήσιμο. Αρωματίζεται με δυόσμο και μετά το ψήσιμο μπορείτε να το περιχύσετε με λίγο ελαιόλαδο, τονίζοντας τη γεύση του. Δίπλα του και η αναρή ή αλλιώς μυζήθρα, που παράγεται από το νερόγαλο (αναρόαλον) που αποστραγγίζεται κατά την διάρκεια της παραγωγής του χαλουμιού. Σε αυτό προστίθεται κατσικίσιο ή πρόβειο γάλα, το οποίο στη συνέχεια ανακατεύεται και μετά από λίγο, από αυτό το μίγμα δημιουργείται η αναρή η οποία τοποθετείται σε σωληνοειδή φίλτρα, ώστε να γίνει η στράγγιση και αργότερα ενίοτε αλατίζεται. Μπορεί να καταναλωθεί φρέσκια ή σε ξηρή μορφή (π.χ. στα μπουρέκια και στα ζυμαρικά).
Η λούντζα από την άλλη, είναι είναι παραδοσιακό αλλαντικό της Κύπρου, φτιαγμένο από καπνιστό χοιρινό κρέας, αρωματισμένο με κόλιανδρο και κρασί. Έως τα μέσα του 20ου αιώνα, η προμήθεια της προερχόταν κυρίως από οικογένειες της υπαίθρου, που συνήθιζαν να εκτρέφουν μικρό αριθμό χοίρων με σκοπό την εξασφάλιση αλλαντικών για διάφορες ανάγκες. Για την καλύτερη συντήρηση της απαιτεί ψυχρό κλίμα, ενώ περιοχές με παράδοση στην παραγωγή της ήταν η Πιτσιλιά και η Πάφος.
Στο χώρο του κρασιού πάλι, πριν μερικά χρόνια στο νησί υπήρχαν τέσσερις μεγάλες οινοποιίες, που και οι τέσσερις είχαν παραμείνει στάσιμες. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία τα πράγματα δεν αστειεύονται: από τη μία τα εστιατόρια που ζητούν περισσότερες ετικέτες για την κάβα τους και από την άλλη το αναπόφευκτο άνοιγμα της αγοράς προς τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, έφεραν γρήγορα την εξέλιξη. Και να σκεφτείτε ότι στην Κύπρο βρέθηκαν τα πρώτα δείγματα κρασιού στον κόσμο! Αξίζει να δοκιμάσετε πρώτα απ’ όλα το Ξυνιστέρι (γηγενής ποικιλία της Κύπρου), που καλλιεργείται σε περισσότερα από 2.000 εκτάρια, δίνοντας λευκό κρασί. Το Μαύρο, προορίζεται για κόκκινο κρασί και η καλλιέργεια του καλύπτει πάνω από 7.500 εκτάρια. Μικρότερες εκτάσεις διατίθενται σε μια άλλη σπάνια, ντόπια ποικιλία κόκκινου κρασιού που λέγεται Οφθαλμός. Βέβαια, σήμερα καλλιεργούνται στο νησί και πολλές εισαγόμενες ποικιλίες, όπως οι Carignan, Cabernet Franc, Cabernet Sauvignon για τα κόκκινα και Muscat of Alexandria και Chardonnay για τα λευκά.
Βέβαια, περίφημη είναι και η Κουμανταρία, το γλυκό επιδόρπια κρασί που είναι ένα ωραίο τελείωμα για κάθε γεύμα. Γίνεται από τις δύο πιο γνωστές ποικιλίες της Κύπρου: το Μαύρο και το Ξυνιστέρι και μεγαλύτερη ποσότητα παράγεται στο Καλό Χωριό, στη Λεμεσό και στον Άγιο Κωνσταντίνο. Μάλιστα, η κουμανταρία είναι το πιο παλιό καταγεγραμμένο κρασί στον κόσμο. Είναι Π.Ο.Π. και η περιοχή όπου παράγεται περιλαμβάνει 14 χωριά. Το όνομα του κρασιού προέρχεται από την Κομανταρία, δηλαδή το κάστρο που υπήρχε στη Λεμεσό.
Τέλος, η Ζιβανία ή ζιβάνα είναι ένα παραδοσιακό κυπριακό απόσταγμα από στέμφυλα (ζιβάνα ή ζίβανο όπως τα ονομάζουν), δηλαδή το υπόλειμμα σταφυλιών που πιέστηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οινοποίησης (συμπεριλαμβανομένων των μίσχων και των σπόρων), τα οποία αναμειγνύονται με ξηρά κρασιά που παρήχθησαν από τις τοπικές ποικιλίες σταφυλιών της Κύπρου. Το μίγμα στέμφυλων/κρασιού αποστάζεται έπειτα στις ειδικές παραδοσιακές συσκευές απόσταξης, παράγοντας τη ζιβανία. Παράγεται στην Κύπρο από τον καιρό που η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας κυβερνούσε το νησί, γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα, ενώ από το 2004 έχει προστατευθεί στο πλαίσιο των κανονισμών της Ε.Ε. ως προϊόν μοναδικό στην Κύπρο.