Η προαναγγελία του Milos Xenodocheio, του «πρώτου 5άστερου γαστρονομικού ξενοδοχείου», που είχε εξάψει το ενδιαφέρον των φίλων του εστιατορίου Milos, μού θύμισε τα όσα γράφαμε και όταν πρωτάνοιξε το Milos στο Hilton.
Στην καινούρια του έδρα το εστιατόριο είναι γκράντε. Η σάλα του είναι ψηλοτάβανη, κομψή, ψυχρή και επιβλητική. Αυτή την αίσθηση της κοσμοπολίτικης αποστασιοποίησης από το χύδην της ελληνικής ψαροταβέρνας αποπνέει και το φαγητό που στοχεύει να κατακτήσει και πάλι την πρώτη θέση στην υψηλή θαλασσινή γαστρονομία αλά ελληνικά. Θυμίζω πως τα στοιχεία που έκαναν εξαρχής το Milos να ξεχωρίζει ήταν η σχεδόν παντελής απουσία επιτήδευσης στο μαγείρεμα των πάντα κορυφαίας ποιότητας ψαριών και θαλασσινών, η αναζήτηση των καλύτερων πρώτων υλών και, τέλος, η άψογη διαχείρισή τους.
Ο Κώστας Σπηλιάδης, βέβαια, δίνει εξίσου μεγάλη έμφαση στη λίστα των κρασιών και στο σέρβις, το οποίο θεωρεί πως θα έπρεπε να είναι συνώνυμο της έννοιας της φιλοξενίας. Εδώ λοιπόν εντοπίζεται το στοίχημα που θα πρέπει να κερδίσει το νέο Milos.Η απλότητα και ο μινιμαλισμός –σε δυσπρόσιτες για το μέσο ελληνικό βαλάντιο τιμές– απαιτούν άψογη ποιότητα και αψεγάδιαστα πιάτα και βάζουν πολύ πιο εύκολα στο στόχαστρο της κριτικής τα όποια
φάουλ εντοπίζει ο πελάτης. Αλλά ας πάρω τη βραδιά μας από την αρχή. Ξεκίνησε με ελληνικά φρεσκότατα στρείδια που ήρθαν με τη γνωστή βινεγκρέτ με τα ψιλοκομμένα κρεμμύδια, μόνο που το ξίδι της γλύκιζε (βαλσαμικό γαρ).
Δεύτερη αστοχία, στις γυαλιστερές βρίσκαμε κομματάκια από σπασμένα κελύφη. Ούτε η γνωστή τριλογία μελιτζανοσαλάτα – τυροκαυτερή – ταραμοσαλάτα δεν στάθηκε στο αναμενόμενο επίπεδο. Η μεν μελιτζανοσαλάτα ήταν τόσο καπνιστή λες και της είχαν προσθέσει τεχνητά αρώματα καπνού, η δε ταραμοσαλάτα ήταν τόσο συμπαγής λες καιείχε δουλευτεί με ξανθάνη. Λάτρεψα τις λιγδοπούλες (μικρές τσιπούρες) κομμένες σαν carpaccio, άψογα αρτυμένες τόσο ώστε να προβάλλεται το μεγαλείο της φρεσκάδας τους.
Τα εμβληματικά τηγανητά του εστιατορίου (κολοκυθάκια μελιτζάνες συν γραβιέρα-σαγανάκι) άψογα τηγανισμένα, αδικήθηκαν από τη συνοδευτική τους τζατζικοειδή σάλτσα. Τηγανισμένοι στην εντέλεια, τραγανοί απέξω, στιλπνοί και σχεδόν υγροί εσωτερικά, ήρθαν και οι ταπεινοί γοβιοί που απέδειξαν πως αυτό που μετράει είναι η μαστοριά στο τηγάνι.
Η σκορπίνα μας, γευστική εσωτερικά και ψημένη σωστά –καλύτερα δεν γίνεται–,πίκριζε δυστυχώς, αλλά αυτό, όπως έμαθα από ειδήμονες του ψαρέματος, είναι κάτι που συμβαίνει ενίοτε με αυτό το ψάρι. Ως συμπέρασμα, δεδομένου ότι διένυε τις πρώτες του μέρες, το εστιατόριο βρίσκεται σε ένα καλό επίπεδο που μπορεί, με τον καιρό, να γίνει και πολύ καλύτερο – μέχρι να κερδηθεί κάποτε το στοίχημα της κορυφής που έχει θέσει ο ιδιοκτήτης του.
Κολοκοτρώνη 3-5, Αθήνα, τηλ. 21 6600 3300
Δείτε επίσης:
Aleria: Ρεβεγιόν με μενού του Γκίκα Ξενάκη
Χριστούγεννα με Οmakase menu στο Matsuhisa Athens
Χαμόν: ο βασιλιάς του χοιρινού στην Ιβηρική Χερσόνησο