Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ιστορίες Ελλήνων, που έφυγαν στο εξωτερικό και κατάφεραν χάρη στην αυθεντικότητα, το μεράκι και την αγάπη τους για την πατρίδα, να διακριθούν, αλλά και να διαφημίσουν τους θησαυρούς του τόπου τους. Ο κύριος Γιώργος Κουμουτσέας, Μανιάτης στην καταγωγή και η σύζυγός του Μυριάνα είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, που ζουν και εργάζονται εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Βιέννη και φέρνουν καθημερινά σε επαφή τουρίστες αλλά και Αυστριακούς, με τις νοστιμιές της ελληνικής υπαίθρου και με την αμπελουργική μαεστρία των Ελλήνων.
Το «Vini per Tutti», στην καρδιά της Βιέννης και σε μία εξαιρετική συνοικία της, που διατηρεί στην όψη και στην αισθητική της, την αίγλη της εποχής εκείνης κατά την οποία διέμεναν εκεί οι αξιωματούχοι της παλιάς Αυτοκρατορίας, δεν είναι μία ακόμα βιεννέζικη οινοθήκη. Είναι μία οινοθήκη που σερβίρει στο ποτήρι το μεσογειακό ταπεραμέντο των ιδιοκτητών της, που αγαπά τους νόστιμους ελληνικούς μεζέδες, τιμά τη δεξιοτεχνία των μικρών Ελλήνων παραγωγών και τρέφει ειλικρινή σεβασμό στους ελληνικούς, αλλά και ιταλικούς αμπελώνες.
Στο τιμόνι του μαγαζιού -που εκτός από οινοθήκη λειτουργεί και ως delicatessen- είναι κατά κύριο λόγο η Μυριάνα, αλλά και ο γιος τους Ευάγγελος (επί του παρόντος και φοιτητής στο οικονομικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης), που όπως φαίνεται έχει κληρονομήσει την οινοφιλική παιδεία των γονιών του. Ο κύριος Γιώργος εργάζεται στη Βιέννη, ως διπλωματικός υπάλληλος στο υπουργείο Εξωτερικών και επικουρικά στον ελεύθερο χρόνο του, βοηθά με τις ερασιτεχνικές -πλην όμως πλούσιες γνώσεις του- στην καθημερινή λειτουργεία του μαγαζιού.
Η Μυριάνα κατάγεται από τη Σερβία και έχει σπουδάσει στο Βελιγράδι Διοίκηση Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων. Μπορεί η παραμονή της στη χώρα μας να διήρκησε μόλις τρία χρόνια, ωστόσο η αγάπη της για την ελληνική κουζίνα και η συνεργασία της στο παρελθόν με τη Λέσχη Αρχιμαγείρων Βορείου Ελλάδας κατά την 5η έκθεση Detrop στη Θεσσαλονίκη (εκπροσωπούσε τότε τη Σερβία), την ώθησαν στο να θέλει να πάρει μαζί της στην Αυστρία ένα κομμάτι της χώρας μας. «Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο να πείσουμε τους Αυστριακούς να δοκιμάσουν τα ελληνικά κρασιά, ενώ αντιθέτως επέλεγαν με ευκολία να δοκιμάσουν τις ελιές και το ελαιόλαδό μας. Σιγά σιγά όμως και με πολλή επιμονή, τους κερδίσαμε και πλέον δείχνουν να προτιμούν περισσότερο τα ελληνικά από τα αυστριακά κρασιά» μου λέει.
«Όταν πήραμε στα χέρια μας το μαγαζί», θυμάται η Μυριάνα, «προσθέσαμε στην υπάρχουσα λίστα των κρασιών του (το Vini Per Tutti λειτουργούσε ήδη εδώ και 9 χρόνια ως οινοθήκη στα χέρια ενός Αυστριακού), αρχικά μόνο μία ετικέτα από ελληνικό αμπελώνα και αυτή από έναν μικρό οινοπαραγωγό στην Πιερία. Σήμερα έχουμε φτάσει τις 50 ετικέτες, όλες αυστηρά επιλεγμένες από μικρούς παραγωγούς σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, άλλες 50 από αυστριακούς αμπελώνες και περίπου 350 ετικέτες ιταλικών κρασιών» μου εξηγεί και προσθέτει «η φιλοσοφία μας είναι να παίρνουμε αυτόχθονες ποικιλίες απ’ όλη τη Μεσόγειο».
«Από την Ελλάδα θα προτιμήσω το Μοσχοφίλερο, το Αγιωργίτικο , το Ξινόμαυρο και το Ασύρτικο, ποικιλίες δηλαδή που αντιπροσωπεύουν την αμπελουργική ταυτότητα της χώρας». Όσο για τους μεζέδες και πώς αυτοί προέκυψαν ως συνοδευτικοί των κρασιών στα τραπέζια του μαγαζιού; «Με κάθε δεύτερο ποτήρι κρασί» μου λέει ο κ. Γιώργος «κερνούσαμε τους πελάτες μας, και έναν διαφορετικό ελληνικό μεζέ: ψωμάκια με τζατζίκι, με ταραμοσαλάτα, με τυροκαφτερή ή ελιές συνοδεία φέτας κ.ά. Στην αρχή τους φαινόταν περίεργο. Δεν είναι συνηθισμένοι εδώ σε τέτοιου είδους κεράσματα και σε οικειότητες που παραπέμπουν σε σπιτική φιλοξενία. Μετά από δύο χρόνια, πλέον, όχι μόνο το συνήθισαν, αλλά το λάτρεψαν, και πια οι τακτικοί πελάτες μας, το περιμένουν πώς και πώς όταν μας επισκέπτονται». Ωστόσο, ο μεζές με τις συχνότερες παραγγελίες, όπως μου λέει με βεβαιότητα ο κ. Γιώργος, είναι ο κρητικός ντάκος «αλλά και το σαγανάκι με τυρί Φορμαέλα που παίρνουμε από έναν ντόπιο τυροκόμο στην Λιβαδιά», όπως προσθέτει η Μυριάνα.
Πέρα όμως από τους μεζέδες, στην ανοιχτή κουζίνα του «Vini Per Tutti» ετοιμάζονται κατόπιν παραγγελίας και παραδοσιακά μαγειρευτά στην κατσαρόλα όπως στιφάδο ή χταποδάκι κρασάτο, πίτες με σπιτικό φύλλο δια χειρός Μυριάνας, ψάρια πλακί, ακόμα και μερακλίδικα φουρνιστά -όπως καλοχυλωμένα γιουβετσάκια με αρνί κότσι ή με μοσχάρι και γίγαντες φούρνου που «με το που βγαίνουν από την κουζίνα, εξαφανίζονται σε χρόνο dt. Ούτε για το δικό μας τραπέζι δεν μένουν» παρατηρεί ο κ. Γιώργος. «Συχνά δε μας ζητούν και τις συνταγές και εμείς με χαρά τις δίνουμε και μαζί με αυτές δίνουμε και πληροφορίες για τον τόπο καταγωγής των πρώτων υλών. Παραδίδουμε μαθήματα ελληνικής αγροτουριστικής ιστορίας», σημειώνει ο κ. Γιώργος.
Και όντως, παρατηρώντας κανείς τα ράφια του delicatessen αλλά και τα ψυγεία στην κουζίνα του Vini Per Tutti αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα ότι έχει προηγηθεί εξονυχιστική έρευνα στο κομμάτι των προμηθευτών τους, καθότι εκεί μέσα κρύβονται μικρά «διαμαντάκια» του ελληνικού γαστρονομικού πλούτου! Βούτυρο και λάδια τρούφας από τη Μακεδονία, ελαιόλαδο από την Μεσσηνία και από το μοναστήρι στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, κεφαλογραβιέρα από τον Σοχό Χαλκιδικής και φέτα από τη Λιβαδειά, ξερά σύκα Κύμης, ελληνικό καφέ από ένα μικρό καφεκοπτείο της Θεσσαλονίκης και τέλος, όσπρια από τις Πρέσπες -με μοναδική εξαίρεση τη φάβα, που προέρχεται από τον Φενεό. Όλα πωλούνται και χύμα στα τσουβάλια του μαγαζιού.
«Ταξιδεύουμε πολύ ανά την Ελλάδα» μου λέει η Μυριάνα «για να βρεθούμε στους τόπους παραγωγής των προϊόντων που μας ενδιαφέρουν. Βέβαια, πρωτίστως μας ενδιαφέρει να γνωρίσουμε προσωπικά τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από το προϊόν, να συλλέξουμε πληροφορίες για τη δουλειά του, να μοιραστούμε μαζί του τα μυστικά της παραγωγής του και έπειτα αφού το δοκιμάσουμε και μας αρέσει να το πάρουμε μαζί μας στη Βιέννη».
Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση με την οικογένεια Κουμουτσέα, και οι δύο έκλεισαν με μία ευχή για τη χώρα μας: «Να γίνει η Ελλάδα, κάποια στιγμή, ο δημοφιλέστερος προορισμός γαστρονομικού τουρισμού στην Μεσόγειο και να μπορέσουν όσοι την επισκέπτονται να ανακαλύψουν τη ποικιλομορφία των πρώτων υλών της ελληνικής γης, αλλά και τους εξαιρετικούς της αμπελώνες».
Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, παρά μια τέτοια ευχή να με βρει περισσότερο σύμφωνη!