Λουσμένος στο Απολλώνιο φως και πασπαλισμένος από την ιστορία της παραδοσιακής Σιφνέικης ζαχαροπλαστικής, ο Αρτεμώνας, τρατάρει τους επισκέπτες του νησιού, κοντά έναν αιώνα τώρα, τη γλυκιά τέχνη της οικογένειας Θεοδώρου.
Λίγα βήματα μακριά από την κεντρική πλατεία αυτού του γραφικού ημιορεινού χωριού, στέκει αρχοντικό και αγέρωχο, ένα παλιό κτίσμα του 1896. Στην αρχή, ήταν σπίτι, έπειτα στέγασε το πρώτο σχολείο του νησιού και ολοκλήρωσε την αποστολή του στο χρονολόγιο του χωριού ως καφενείο-ζαχαροπλαστείο, περνώντας, αρχές πια του 1930, στα χέρια του Γεωργίου Θεοδώρου.
Σήμερα, οι θαλασσί ξύλινες πόρτες του θρυλικού, πλέον, και φτιαγμένου με κυκλαδίτικη αυθεντικότητα, ζαχαροπλαστείου –με τη λιτή, ρετρό ταμπέλα στον τοίχο «Ζαχαροπλαστική Θεοδώρου– μένουν ολημερίς ανοικτές. Ντόπιοι και τουρίστες περνούν καθημερινά το κατώφλι του για να γευτούν ένα κομμάτι από το παρελθόν του τόπου και για να εισπράξουν τη σπιτική φιλοξενία ενός καθαρόαιμου, σιφνέικου νοικοκυριού που έκανε το μεράκι και τα βιώματά του, επάγγελμα.
Τους καλημερίζει η κυρία Κατίνα, 93 ετών σήμερα, αρχόντισσα και κυρά στη σάλα του μαγαζιού, ακούραστη εργάτρια πίσω στους πάγκους του, πάνω από 60 χρόνια τώρα. Δίπλα της στέκει ο γιος της, Βασιλόδημος, τρίτη γενιά της οικογενειακής επιχείρησης και δεξιοτέχνης και αυτός στην παρασκευή κυκλαδίτικων γλυκισμάτων. «Η μαμά μου, ακούραστη, θαρρείς σαν 18 χρονών κοριτσάκι, φτιάχνει ακόμα, με την ίδια αγάπη και την ίδια προσήλωση τους κουραμπιέδες και τα αμυγδαλωτά της. Παραμένει όμως, το ίδιο εξαιρετική και στα παστέλια αλλά και στις χαλβαδόπιτες».
Όπως με πληροφορεί ο Βασιλόδημος για τη μαμά του «μέχρι και την ηλικία των 25 ετών που παντρεύτηκε τον πατέρα μου και ήρθε να δουλέψει μαζί του στο ζαχαροπλαστείο του πεθερού της, βοηθούσε στο καφενείο του πατέρα της που βρισκόταν ψηλά στο χωριό. Ο παππούς μου, ο Γιώργος, φρόντισε, ευτυχώς, να μάθει στο νιόπαντρο τότε ζευγάρι όλα τα μυστικά της τέχνης του».
Ο παππούς, μαθαίνω, ήταν αγγειοπλάστης και το 1930 πήγε στη Σύρο και έμαθε να φτιάχνει λουκούμια και χαλβαδόπιτες. «Άφησε την μία τέχνη και έπιασε την άλλη» μου λέει χαρακτηριστικά ο Βασιλόδημος. Περίπου τρία χρόνια μετά, όμως, επέστρεψε στο χωριό του, τον Αρτεμώνα για να ανοίξει το πρώτο ζαχαροπλαστείο στο νησί. Η Σύρος τού έμαθε να αγαπά και να αναγνωρίζει τις καλές πρώτες ύλες και πια ήταν έτοιμος, στοιβάζοντας σε μία βαλίτσα, όλη τη γνώση και τα μυστικά των ντόπιων ζαχαροπλαστών, να πάρει το πλοίο της επιστροφής.
Η επιχείρησή του, στην αρχή, λειτουργούσε ως καφενείο και ζαχαροπλαστείο μαζί, «με τους ντόπιους» μου εξηγεί ο Βασιλόδημος «να σχηματίζουν ουρές έξω από το μαγαζί, για να δοκιμάσουν τον μπακλαβά και το κανταΐφι του παππού μου». Όμως ο παππούς Γιώργος, πνεύμα ανήσυχο και μυαλό δημιουργικό δεν σταμάτησε εκεί. Γρήγορα έγινε αγαπητός σε ολόκληρη τη Σίφνο και για έναν ακόμα λόγο: για το παγωτό του: «Περίμενε με αγωνία, κάθε φορά, να έρθει όσο το δυνατόν σε καλύτερη κατάσταση, ο πάγος από την Αθήνα. Ξεφόρτωνε το καΐκι στο λιμάνι του νησιού, στις Καμάρες και με μουλάρια ανέβαζαν τον πάγο, τυλιγμένο σε εφημερίδες, μέχρι τον Αρτεμώνα. Έφτανε στο τσακ για να φτιάξει ο παππούς μου, ίσα – ίσα μία μικρή ποσότητα παγωτού» λέει ο Βασιλόδημος.
Σήμερα, τρεις γενιές μετά, συνεχίζει πάνω από τα ίδια παραδοσιακά σκεύη που κληρονόμησε και με την ίδια συνέπεια στο έργο που ξεκίνησε ο παππούς του, να δίνει οντότητα στις συνταγές εκείνες που χρόνια τώρα περνούν από χέρι σε χέρι μέσα σε αυτή την οικογένεια: μαστιχωτά λουκούμια και παστέλια (ψήνονται στα κάρβουνα), χαλβαδόπιτες με σιφνέικο μέλι, ντόπιο αμύγδαλο και ασπράδια αυγών από τις κότες του χωριού, μπουρέκια, κουραμπιέδες, βανίλιες-«υποβρύχια» (σε 4-5 διαφορετικές γεύσεις) και φυσικά ο ακρογωνιαίος λίθος του ζαχαροπλαστείου, τα θεϊκά αμυγδαλωτά του που πωλούνται είτε ψημένα (με φλοιό και χωρίς φλοιό) είτε ωμά, τα γνωστά και ως “αχλαδάκια” .
Όλα, χωρίς συντηρητικά και πρόσθετα, με αγνά υλικά από μικρούς παραγωγούς του νησιού που ενώνουν το όραμά τους με το αυτό του παππού Γιώργου και μετέπειτα του μπαμπά Νίκου, που «έφυγαν» νωρίς: να κρατήσουν ζωντανή την αγνότητα της σιφνέικης παράδοσης και να την μεταλαμπαδεύουν από γενιά σε γενιά. Ήδη η εγγονή της κυρίας Κατίνας, η 15χρονη Μαργαρίτα, «πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις» μου λέει ο μπαμπάς της, ο Βασιλόδημος «στο ζαχαροπλαστείο να βοηθά τη γιαγιά στα αμυγδαλωτά και στους κουραμπιέδες».
Καθώς μιλάμε, τα τηλέφωνα και οι επισκέψεις από πελάτες στο μαγαζί, παρεμβαίνουν διαρκώς στη συζήτησή μας. Κάποιοι, ζητάνε να τους ετοιμάσουν τα δημοφιλή παραδοσιακά παστέλια τους, για το γάμο που σχεδιάζουν στο νησί. Όπως μου εξηγεί, ο Βασιλόδημος, εδώ, το έθιμο της προσφοράς παστελιών στους γάμους είναι τόσο βαθιά ριζωμένο στην ιστορία του νησιού που στις καλές και καρποφόρες περιόδους, οι Σιφνιοί συνηθίζουν να λένε «Έχουμε σουσάμι και μέλι; Ας παντρέψουμε κανένα παιδί μας». «Θυμάμαι δε» συμπληρώνει «τους παλιούς να συμβουλεύουν τα παιδιά τους: σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, δηλαδή σπίτι μικρό και χωράφι μεγάλο για να μπορείς να το καλλιεργείς».
Καθώς τον αποχαιρετώ και με τη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι εδώ, ακόμα και είκοσι χρόνια μετά να επιστρέψω, θα θυμηθώ ακριβώς τους λόγους που με έφεραν ξανά στο κατώφλι του μαγαζιού τους, τον ρωτώ, γεμάτη απορία, τι άλλο μένει να κατακτηθεί. «Να επαναλειτουργήσουμε τον παλιό καφενέ του παππού» μου αποκαλύπτει γεμάτος ενθουσιασμό και συμπληρώνει «Εδώ, στον ίδιο χώρο που κάποτε σέρβιρε τους φίλους του, το χειροποίητο παγωτό του». Ευχή μου, την επόμενη φορά που θα ξανασυναντηθούμε, το όνειρό του να έχει γίνει πραγματικότητα!