Μια μικρή μονοκατοικία σε ένα στενό κάθετο στην Πειραιώς, ένα φορτηγάκι που ξεφόρτωνε καυσόξυλα στη μοναδική της είσοδο και μια αυλίτσα υπό βροχή με καλωσόρισαν στο εστιατόριο με το ισπανικό όνομα που κατά λέξη σημαίνει Μαύρο Γουρούνι.
Η είσοδος και ο χώρος μού θύμισαν μικρά ρεστό στο παριζιάνικο Μαρέ, έτσι όπως αυτοσχέδια έχει αναπτυχθεί η αισθητική των ιδιοκτητών συντροφιά με τις ανάγκες. Ένα μπαρ, μια ραπτομηχανή έπιπλο, παλιά πικάπ, τραπεζοκαθίσματα από παλιές τραπεζαρίες πλάι σε καινούρια, κηροπήγια δαπέδου και στο βάθος ένας χώρος με λευκά πλακάκια και επιφάνεια εργασίας σαν παλιού κρεοπωλείου, όπως παλιά είναι και η ζυγαριά στη μία άκρη του πάγκου. Όσο παράταιρα κι αν ακούγονται, είναι απόλυτα λειτουργικά, και αισθητικά οικεία.
Κάπως έτσι νιώθεις και με την κουζίνα του Κωνσταντίνου Αλεξόπουλου, που είναι υπεύθυνος για όσα διαδραματίστηκαν στο τραπέζι μας. Το μενού αριθμεί όλα κι όλα δέκα πιάτα (που αλλάζουν κάθε δύο μήνες), από τα οποία δοκιμάσαμε τα πέντε, αφήνοντας τα υπόλοιπα για την επόμενη φορά.
Πάντως, ολόκληρη η φιλοσοφία της κουζίνας βασίζεται στο μαγείρεμα στην ανοιχτή φωτιά, με τέτοια επιτυχία που του έδωσε το εισιτήριο για τη διάκριση Bib Gourmand του οδηγού Michelin.
Για το καλωσόρισμα, ένα βούτυρο-μπέικον, γλυκοφάγωτο και βελούδινο, ελιές Καλαμών μαριναρισμένες με 15 μπαχαρικά και ένα εθιστικό αρσενικό Νάξου καπνιστό με λάδι τσορίθο συνοδευμένα με αφράτη φοκάτσα περασμένη από τη σχάρα και ραντισμένη με εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο θα μπορούσαν να μας κρατήσουν απασχολημένους ολόκληρο το βράδυ.
Ήδη από αυτά τα καλωσορίσματα, το παιχνίδι του Αλεξόπουλου με την αδιόρατη ελληνικότητα στα fusion latin πιάτα του έγινε αισθητό, ειδικά με τη φρυγανισμένη φοκάτσα. Και συνέχισε με το «καμένο» κουνουπίδι, που ήρθε πάνω σε ένα πουρέ καρυδιού, με salsa verde και τριμμένο κάστανο, θυμίζοντάς μου το τριπολιτσιώτικο λαγωτό με την καρυδάτη σκορδαλιά, κάτι που ειλικρινά δεν θα αναζητούσα σε λατινοαμερικάνικα πιάτα. Το μοσχαρίσιο ταρτάρ, πάνω σε ένα μεγάλο, ωραία ψημένο, γεμάτο μεδούλι κόκαλο, με ροδέλες jalapeno ήρθε με χειροποίητα τσιπς αρτυμένα με πιπέρι χαλέπο, καλοδουλεμένο και ισορροπημένο.
Το «καμένο» λάχανο με την κρέμα μπέικον σφένδαμο, κυβάκια πράσινου μήλου και τριμμένο φιστίκι από πάνω παίζει με τις γεύσεις και ισορροπεί στο τσακ μεταξύ γλυκύτητας, οξύτητας και αλατότητας, έχοντας στα ατού του το σωστό ψήσιμο.
Στα κύρια, το πρόβατο ήταν άψογα ψημένο, με πουρέ καρότου και ψημένα, ελαφρώς «καμένα» κουμκουάτ που έδωσαν μια αναζωογονητική φρεσκάδα και ζωντάνια στο πιάτο, ενώ το ιβηρικό χοιρινό, επίσης άρτιο, με εκπληκτικά μελωμένα πράσα ψημένα στη στάχτη και σελινόριζα, έκλεισαν το ομολογουμένως καλό δείπνο.
Για γλυκό, η tarta queso, το βάσκικο τσιζκέικ δηλαδή, ανάλαφρό και αρωματικό, αποτελεί και λόγο γα να πάτε μέχρι εκεί.
info
Cerdo Negro, Βίτωνος 5, Γκάζι, τηλ.: 210 6200495
Τιμές: €40-€50/ άτομο
Δείτε επίσης:
Στο ολοκαίνουργιο Οkio βάλαμε τα πιάτα στη μέση! Η Θάλεια Τσιχλάκη περιγράφει…
Γιατί δεν σερβίρουν τηγανητές πατάτες τα «καλά» εστιατόρια; Η Θάλεια Τσιχλάκη απαντά.
Τα 6 μεξικάνικα εστιατόρια που πρέπει να επισκεφθείς