Ιστορία αναμεμιγμένη με βούτυρο, γάλα, μέλι και σοκολάτα, πασπαλισμένη στο χρόνο με κακάο και σερβιρισμένη με τα αρώματα μίας αλλοτινής εποχής. Το παλαιότερο ζαχαροπλαστείο – γαλακτοπωλείο της Αθήνας, «Αφοί Ασημακόπουλοι» για περισσότερα από 100 χρόνια συνεχίζει να ποτίζει με τη γλύκα της νοσταλγίας τον εμπορικό χάρτη της πρωτεύουσας και μάλιστα στο ίδιο ακριβώς σημείο που το πρωτογνωρίσαμε, πίσω στο μακρινό 1915.
Σημεία αναφοράς του, το φρέσκο μυρωδάτο γαλακτομπούρεκο, που φροντίζει σταθερά και όλες τις εποχές, να κρατά σε επαγρύπνηση τους μυημένους στη γεύση του. Οι κρέμες, τα ρυζόγαλα, τα σοκολατάκια του αλλά και γλυκά, ταυτισμένα κυρίως με τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς (τσουρέκια, δίπλες, μελομακάρονα και κουραμπιέδες) κοσμούν τις βιτρίνες του σχεδόν όλο τον χρόνο! «Ένα διάλειμμα κάνουμε μόνο στα μελομακάρονα για περίπου ένα τρίμηνο – βάζουμε μία άνω τελεία στην παραγωγή τους λίγο μετά το Πάσχα – και κάπου στα μέσα του Σεπτέμβρη, τα ξαναβγάζουμε. Αφού πια πελάτες μας – ειδικά όσοι έχουν παιδιά ξέρουν ότι ανοίγοντας τα σχολεία θα αρχίσουν να απολαμβάνουν και τα πρώτα μελομακάρονα της νέας σεζόν» παρατηρεί ο Βασίλης Ασημακόπουλος, εγγονός του παππού Ασημακόπουλου (ο οποίος μαζί με τα αδέλφια του ξεκίνησε την οικογενειακή επιχείρηση) και είναι η τρίτη γενιά στο «τιμόνι» του ζαχαροπλαστείου.
Από τα βουνά των Βαρδουσίων στα χωματόστρωτα Εξάρχεια
Όλα ξεκίνησαν όταν ένας από τους πρωτεργάτες της επιχείρησης, ο Βασίλης Ασημακόπουλος κατέβηκε με τους τρεις αδερφούς του, από το ορεινό χωριό τους το Διχώρι (στα Βαρδούσια) στην Αθήνα για να δουλέψουν στον θείο τους που διατηρούσε στον χωματόδρομο της Χαριλάου Τρικούπη, ένα μικρό γαλακτοπωλείο. Τα αδέρφια στάθηκαν δίπλα του για χρόνια, έμαθαν την τέχνη και μπήκαν για τα καλά στην παραγωγή, βοηθώντας παράλληλα και στη διανομή των προϊόντων στα σπίτια (μαζί με 20 ακόμα ξαδέρφια και ανίψια που είχαν και αυτά κατέβει από το χωριό στο μαγαζί του θείου). Με τα πόδια, με ποδήλατα, με καροτσάκια, ακόμα και με άμαξα ιπποδύναμης, ενός ίππου, διένειμαν φρέσκο γάλα στο ποτήρι, πρόβεια γιαούρτια, κρέμες, ρυζόγαλα, γαλακτομπούρεκα και βούτυρα με μέλι. Τα ίδια όμως ακριβώς, σερβίρονταν και επί τόπου στο γαλακτοπωλείο, στα σιδερένια τραπεζάκια με τη μαρμάρινη επιφάνεια.
Μέχρι που το 1930, τα αδέρφια Ασημακόπουλοι, ο Βασίλης, ο Ηρακλής, ο Δημήτρης και ο Νίκος, αγόρασαν από τον θείο, έναντι του ποσού των 50.000 (προπολεμικών) δραχμών, το μαγαζί. Δέκα χρόνια μετά, οι Αφοί Ασημακόπουλοι ίδρυσαν το δικό τους βουστάσιο στην περιοχή του Ζωγράφου και εισήγαγαν αγελάδες από την Ολλανδία. Έτσι, ξεκίνησαν να παράγουν το δικό τους γάλα με το οποίο παρασκεύαζαν τα προϊόντα του καταστήματος και συγχρόνως προμήθευαν και άλλους γαλατάδες της Αθήνας. Ωστόσο, η ραγδαία και διαρκώς επεκτεινόμενη αστικοποίηση της πρωτεύουσας τους υποχρέωσε να διακόψουν αυτήν τη δραστηριότητα και πλέον να απευθυνθούν – όπως συνεχίζουν να το κάνουν μέχρι σήμερα – σε μικρές κτηνοτροφικές μονάδες του Μαρκόπουλου, των Σπάτων και του Κουβαρά (από αυτούς παίρνουν πρόβειο, αγελαδινό και κατσικίσιο γάλα).
Το 1947, τα αδέλφια πρωτοστάτησαν στην ίδρυση συνεταιριστικού εργοστασίου παραγωγής παγωτού (υπό την επωνυμία ΒΕΓΑ, Βιομηχανική Εταιρεία Γάλακτος Αθηνών) και ξεκίνησαν να διανέμουν παγωτά με τροχήλατα ψυγειάκια με πάγο σε όλη την Αθήνα. Είναι η περίοδος που εγκαινιάζει και την είσοδό τους στην τέχνη της ζαχαροπλαστικής και τη γνωριμία τους με έναν εντελώς διαφορετικό και πρωτόγνωρο κόσμο που 20 χρόνια μετά θα τους βρει απόλυτα προετοιμασμένους στο να δημιουργήσουν μία νέα – που όμως αποδείχτηκε διαχρονική – σχέση: αυτή με τη σοκολάτα.
Τρεις γενιές Ασημακόπουλοι, μία κοινή πορεία
Ο δεσμός αυτός ισχυροποιήθηκε ακόμα περισσότερο τη δεκαετία του ’80 όταν πια τα ηνία της επιχείρησης ανέλαβε η δεύτερη γενιά Ασημακόπουλοι, ο Δημήτρης και ο Θανάσης. Μπορεί στην πράξη να μην ανακατεύτηκαν ποτέ με την παραγωγή όπως ο πατέρας τους, ωστόσο εξέλιξαν την επιχείρηση, την επέκτειναν χωροταξικά (παραμένοντας σταθερά στην ίδια πάντα θέση, στον αριθμό 82 της Χαριλάου Τρικούπη) και δούλεψαν με απόλυτη αφοσίωση για να την παραδώσουν στην επόμενη γενιά, στον Βασίλη, την Τζέιν και την Παναγιώτα.
Ο Βασίλης, γλύπτης στο επάγγελμα, έχοντας σπουδάσει και εργαστεί για χρόνια στο Λονδίνο, επέστρεψε με τη γυναίκα του στην Αθήνα (την περίοδο του Brexit) για να συνεχίσει, όπως παραδέχεται, αυτό που με τόση αγάπη ξεκίνησε πριν από έναν αιώνα ο παππούς του. Αλλά και για να κρατήσει ζωντανές τις μνήμες των παιδικών του χρόνων τότε που παρατηρούσε με θαυμασμό τον παππού του να εργάζεται πάνω από την παλιά κουλουρομηχανή του (είναι ακόμα σε λειτουργία και παράγει κουλουράκια Πάστα Φλώρα) και μετέπειτα τον πατέρα και τον θείο του να του δίνουν κατευθύνσεις για να δουλεύει τα καλοκαίρια που τελείωνε το σχολείο, στο ταμείο και στην εξυπηρέτηση των πελατών.
«Ο παππούς μου» θυμάται χαρακτηριστικά ο Βασίλης «είχε ξεπεράσει τα 90 και όμως συνέχισε να έρχεται στο μαγαζί. Αναλάμβανε τις μισθοδοσίες, έκανε τις απογραφές και όλα αυτά θα συνέχιζε να τα κάνει αν το πρόβλημα υγείας του δεν του επέβαλε να αποχωρήσει. Αν μπορούσε, μέχρι το τέλος, θα βρισκόταν εδώ μέσα». Σήμερα, η προσωπογραφία του παππού Βασίλη (τη ζωγράφισε ο εγγονός Βασίλης) στέκει πάνω από το γραφείο του για να τον κρατά προσηλωμένο σε αυτό που με περισσή αγάπη ξεκίνησε ο πρόγονός του. «Όποτε σκέφτομαι το μέλλον της επιχείρησης, το μυαλό μου πάει πάντα στον παππού μου. Αλλά και όταν προβληματίζομαι για τις αποφάσεις που πρέπει να πάρω, λέω, τι θα με συμβούλευε ο παππούς μου αν ήταν εδώ; Η τελευταία γενιά έχει πάντα ευθύνη απέναντι στην πρώτη και αυτό είναι κάτι που κουβαλάω μέχρι σήμερα ως φιλοσοφία και στάση ζωής και στα επαγγελματικά μου» σημειώνει ο Βασίλης.
Κλασικά γλυκά που αγαπήθηκαν όσο λίγα
Απ’ άκρη, σ’ άκρη το ζαχαροπλαστείο αναδύει, στη σοφιστικέ και σικ εκδοχή του κλασικού, την αγνή, αστική πολυτέλεια της παλιάς Αθήνας. Οι βιτρίνες και τα ψυγεία του εναλλάσσουν με μαεστρία, τάσεις, εποχές και πρώτες ύλες και το παραδοσιακό συνυπάρχει σε απόλυτη συμφιλίωση με το μοντέρνο. Μέσα σε όλη αυτή τη φιλοσοφία, δε χάνεται «ο σεβασμός στην ιστορία και στην παράδοση των κλασικών μας συνταγών μας» λέει ο Βασίλης «την ίδια στιγμή που διαχειριζόμαστε με τον ίδιο σεβασμό, πιο σύγχρονες και δημιουργικές εκτελέσεις, όπως μία πάστα mango ή μία τάρτα gianduja».
Στην πληθωρικότητα, ωστόσο, των επιλογών που φιγουράρουν πίσω από τις βιτρίνες (με τις τούρτες, τα κέικ, τα κεράσματα, τα σιροπιαστά, τις σοκολάτες, τα κουλουράκια, τα τσουρέκια αλλά και τα παραδοσιακά γιαούρτια, τις κρέμες και τα ρυζόγαλα) ξεχωριστή θέση καταλαμβάνουν οι ρετρό πάστες: Σεράνο, Νουγκατίνα, Αμυγδάλου, κλασικού τύπου Σοκολατίνα με βρασμένη κρέμα και επικάλυψη σοκολατένιου γλάσου, Black Forest και Μπαμπάδες με ρούμι. «Όλα αυτά δηλαδή που δεν τα βρίσκεις εύκολα πια» λέει ο Βασίλης. «Τα αναζητούν, όμως, πολύ και οι νέοι» συμπληρώνει «οι οποίοι είτε τα δοκίμασαν κάποτε και τους άρεσαν, είτε έχουν ακούσει γι’ αυτά και θέλουν να τα δοκιμάσουν». Από την άλλη «Οι κλασικές συνταγές δεν αλλάζουν» τονίζει. «Προσπαθήσαμε να βγάλουμε πάστα ποντικάκι με βέλγικη σοκολάτα και ο κόσμος «κλώτσησε». Το μόνο που αλλάζει είναι η τεχνολογία. Και πάλι όμως αν και πολλά μηχανήματα έχουν αντικατασταθεί με νέα, κρατάμε και κάποια παλιά του παππού: Τους βραστήρες για το γάλα, τις ζυγαριές, κάποια μίξερ προπολεμικά, ακόμα και το χτιστό ψυγείο στον τοίχο παραμένει στη θέση του».
Οι πελάτες, μία μίξη και αυτοί του χθες και του σήμερα. «Έρχονται παλιοί μας πελάτες που θυμούνται τον παππού μου και κάποιοι κατεβαίνουν ακόμα και από τη Δροσιά ή τη Νέα Ερυθραία για να αγοράσουν τα γλυκά μας. Είναι συγκινητικό αυτό» εξομολογείται ο Βασίλης. Το ίδιο συγκινητικές, όμως, βρίσκει και τις ιστορίες τους: «Μία πελάτισσα άνω των 70 ετών» θυμάται «μου παρουσίασε, μία μέρα στο μαγαζί τη συλλογή της από τα φλουριά που μάζευε τα τελευταία 40 χρόνια, αγοράζοντας τις βασιλόπιτές μας. Άλλοι πάλι, φέρνουν μαζί τους τον δίσκο ή το χαρτί περιτυλίγματος που έχουν φυλάξει από τις δεκαετίες του ’50 ή του ‘70».
info
Αφοί Ασημακόπουλοι, Χαριλάου Τρικούπη 82, Αθήνα, τηλ.: 210 3610092