Αρχές Φεβρουαρίου, μεσοβδόμαδα, με τη θερμοκρασία σε υψηλά για την εποχή επίπεδα, η δημοσιογραφική ομάδα του Cantina ταξίδεψε μέχρι την Άρτα για να ανακαλύψει τον κάμπο της και τα εσπεριδοειδή του. Ξεκινήσαμε τη διαδρομή μας από το τραγουδισμένο Γεφύρι της Άρτας και αφήνοντας πίσω τα χιονισμένα όρη κατευθυνθήκαμε σε Άγιο Σπυρίδωνα, Αγία Κυριακή, Πολύδροσο, Κωστακιούς, Ανέζα, Ψαθοτόπι και Μύτικα.

Αυτό το κομμάτι γης που πάντοτε παρήγαγε τροφή, εξακολουθεί να προσαρμόζεται και δεν σταματάει ποτέ να καρποφορεί
Υγρασία στα ανώτερα επίπεδα και τρεχούμενα νερά παντού. Ευλογημένος τόπος, είπαμε μεταξύ μας. Ωστόσο, η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Στην Άρτα δεν υπάρχουν μεγάλες, γραμμικές καλλιέργειες. Εδώ υπάρχει το μωσαϊκό των μικρών κλήρων που χαρακτηρίζουν σχεδόν ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο. Αυτό το ανάγλυφο που κάνει την Ελλάδα μοναδική και μπορεί να αντιστέκεται στις μονοκαλλιέργειες. Η βιοποικιλότητα έχει τον πρώτο λόγο. Τα κτήματα δεν έχουν καθορισμένα σχήματα, τα δέντρα είναι λίγα, πολλά βρίσκονται σε αγρανάπαυση – αν αυτή είναι η πολιτικά ορθή έκφραση του εγκαταλελειμμένου. Άλλοτε τα σπίτια βάζουν όρια, άλλοτε οι δρόμοι και άλλοτε τα ρυάκια. Η νέα καλλιέργεια των ακτινιδίων έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνει τον κάμπο της Άρτας διαφορετικά. Και εκεί που περιμέναμε ότι θα χαθούμε στους πορτοκαλεώνες, μετρούσαμε νεαρά δέντρα, στοιχισμένα, με ακτινίδια που σε λίγα χρόνια θα δώσουν τους καρπούς τους.

Κατοψική φωτογραφία από το διάσημο Γεφύρι της Άρτας
Ο κάμπος της Άρτας δεν ήταν ποτέ στατικός
Σαν ένα βιβλίο που γράφεται ξανά και ξανά και δεν τελειώνει ποτέ μοιάζει ο κάμπος της Άρτας. Αλλάζει συνεχώς, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες και τις συνθήκες κάθε εποχής. Κάθε σελίδα του είναι μια διαφορετική καλλιέργεια, ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του τόπου. Από τις γραφές των περιηγητών γνωρίζουμε πως πάντοτε χαρακτηριζόταν ως ένας εύφορος τόπος γεμάτος ζωή που δεν σταματούσε να παράγει και να τρέφει. Κάποτε λειτούργησε ως σημαντικό εμπορικό πέρασμα προς τη Βενετία και τη Δυτική Ευρώπη και, όπως μαρτυρά η Ιστορία, ήταν ένα πολυπαραγωγικό αγροτικό κέντρο. Υπήρξε σημαντικός σιτοβολώνας, «Άρτα αρτυμή του κόσμου», όπως την αποκαλούσε ο μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ (1864), ταρίχευε σημαντικές ποσότητες αυγοτάραχου και ήταν διάσημη για τη γάμπαρη (είδος γαρίδας) και το χέλι. Ένας τόπος με αστείρευτη παραγωγική δυνατότητα αλλά και με ανεκμετάλλευτες εκτάσεις καλυμμένες από χαμομήλι, που περίμεναν τον άνθρωπο να τις αξιοποιήσει. Στις αρχές του 19ου αιώνα δεν υπήρχαν μόνο σιτηρά και καλαμπόκι, υπήρχαν πολλά αμπέλια, συκιές αλλά και καλλιέργειες ρυζιού, οσπρίων, καπνού και γλυκόριζας. Ωστόσο, σταδιακά εγκαταλείφθηκε προς όφελος πιο εμπορεύσιμων καλλιεργειών όπως το βαμβάκι, τα καπνά και τα μούρα, λόγω της σηροτροφίας για την παραγωγή μεταξιού.
Το ιδιαίτερο μικρόκλιμα
Ο κάμπος της Άρτας έχει έκταση περίπου 200.000 στρέμματα. Πρόκειται για ένα παραγωγικό οικοσύστημα όπου η γη, ο αέρας, ο υδροφόρος ορίζοντας και το κλίμα συνδυάζονται με έναν τρόπο μοναδικό. Το κλίμα είναι μεσογειακού τύπου, που χαρακτηρίζεται από ζεστά καλοκαίρια και βροχερούς μέτριους χειμώνες, με υψηλή ετήσια βροχόπτωση (περίπου 1.100 mm).

Απόδοση καλλιεργειών: 60.000 τόνοι πορτοκάλια | 48.000 τόνοι μανταρίνια
Στα ανατολικά, τα Αθαμανικά Όρη (Τζουμέρκα) προστατεύουν τον κάμπο από τους ψυχρούς ανέμους του χειμώνα, ενώ στα δυτικά τα όρη του Σουλίου συμπληρώνουν το νοητό τόξο διατηρώντας τη γη εύφορη. Στην ημιορεινή ζώνη καλλιεργούνται κυρίως ελιές, με κύρια ποικιλία την Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης Κονσερβοελιά Άρτας (ΠΓΕ). Ο κάμπος ποτίζεται από τη ροή του Άραχθου, με το ξακουστό «γιοφύρι», του Λούρου και του Βωβού, και αποστραγγίζεται στον υδροβιότοπο. Αυτή η γειτνίασή του με τον Αμβρακικό Κόλπο ρυθμίζει τη θερμοκρασία και την υγρασία, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για γεωργική παραγωγή.
«Υπάρχουν άφθονα υπόγεια νερά και η στάθμη τους μπορεί να είναι σε λιγότερο από 5 μέτρα βάθος, σε πολλά τμήματα της πεδιάδας. Ωστόσο, υπάρχουν και πολλές γεωτρήσεις, γεγονός που έχει αρχίσει να προκαλεί προβλήματα υπεράντλησης του γλυκού νερού και υφαλμύρινσης, δηλαδή αύξησης του αλατιού στα υπόγεια νερά», περιγράφει ο Γιάννης Τσιρογιάννης, καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
«Στα νέα κτήματα δεν αφήνουμε τα δέντρα να ξεπεράσουν το 1,5 μέτρο σε ύψος, για να μη δυσκολεύουμε τη δουλειά των εργατών, ενώ αυτά που φρόντιζε ο πατέρας μου, φτάνουν τα 4,5 μέτρα». ― Βαγγέλης Γείτονας, βιοκαλλιεργητής

Μανταρίνια Κλημεντίνες σε δέντρα ύψους 4,5 μέτρων, ηλικίας 35 ετών.

Κλαδιά φορτωμένα με κουμκουάτ.

Ροζ γκρέιπφρουτ που ωριμάζουν πάνω στα δέντρα.

Τα λεμόνια της Άρτας – Ποικιλία Αδαμοπούλου
Μια ιστορία 100 ετών στο περιβόλι της Ηπείρου
Η Ιστορία λέει πως τα πορτοκάλια και τα κουμ-κουάτ έφτασαν στην Κέρκυρα το 1925 από τον βοτανολόγο Σίντνεϊ Μέρλιν, ο οποίος έδωσε το όνομά του στην ποικιλία. Κάπου εκεί, όταν, ξανά, οι συνθήκες των ανθρώπων άλλαξαν, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, η καλλιέργεια των πορτοκαλιών πέρασε από την Κέρκυρα στην Άρτα, όπου ξεκίνησε δυναμικά η παραγωγή. Τις επόμενες δεκαετίες η καλλιέργεια έμελλε να κυριαρχήσει στον κάμπο. Οι μαρτυρίες των ντόπιων και οι πληροφορίες που συλλέξαμε επιβεβαιώνουν ότι η παραγωγή τους ξεκίνησε τουλάχιστον 80 χρόνια πριν. Μετά τον πόλεμο, το 1940, στις περιοχές όπου μέχρι πρότινος υπήρχαν αμπέλια και συκιές, εμφανίζονται εντατικές φυτεύσεις. «Δεν ξέρουμε γιατί επιλέχθηκε ως καλλιέργεια, υποθέτουμε όμως ότι τα εδάφη και τα νερά ευνοούσαν. Ήταν μια καλλιέργεια που ζητούσε λίγη φροντίδα – ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν τότε. Εκτός του φρούτου είχαν και άλλες χρήσεις όπως χυμούς, γλυκά και άλλα», αφηγείται η αντιπεριφερειάρχης Ηπείρου για την προώθηση και προβολή τοπικών προϊόντων, Αναστασία Σίμου-Τάσιου. «Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι το κλίμα δεν ευνοούσε την καλλιέργεια λόγω των συχνών παγετών που έπλητταν τον κάμπο – στην πορεία όμως, αυτό άλλαξε», συμπληρώνει.
Πολλά χρόνια μετά, το 2004, ένας ισχυρός παγετός έπληξε τον κάμπο της Άρτας προκαλώντας σοβαρές ζημιές στους πορτοκαλεώνες. Κάποια κτήματα με εσπεριδοειδή, καταστράφηκαν ολοσχερώς, κάνοντας αρκετούς αγρότες να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια. Ωστόσο, άλλοι παραγωγοί, παρά τις δυσκολίες, κατάφεραν να ανακάμψουν, επενδύοντας σε ανθεκτικότερες ποικιλίες και πιο σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας, συνεχίζοντας έτσι τη νέα παράδοση και διασφαλίζοντας το μέλλον των εσπεριδοειδών της Άρτας.
Μέχρι το 2016 λειτουργούσαν 16 συσκευαστήρια φρούτων και 1 μονάδα χυμοποίησης. Σήμερα, ο αριθμός αυτός φαντάζει ουτοπικός, καθώς ο αριθμός των συσκευαστηρίων έχει συρρικνωθεί δραματικά και πλέον τα εσπεριδοειδή μεταφέρονται στο Άργος για χυμοποίηση.

Άποψη από κλήρο της Άρτας όπου βλέπουμε τις διαφορετικές ποικιλίες εσπεριδοειδών σε διαφορετικά υψομετρικά μεγέθη.
Μικροί κλήροι, μεγάλη ποικιλία στα εσπεριδοειδή
Οι μικροί αγροτικοί κλήροι της Άρτας αντικατοπτρίζουν τη δομή της ελληνικής υπαίθρου: σε περίπου 200.000 στρέμματα καταγράφονται περίπου 35.000 αγροτεμάχια, με μέσο όρο έκτασης 6 στρεμμάτων ανά κλήρο. Αυτή η κατακερματισμένη γη διαμόρφωσε τον τρόπο καλλιέργειας, ενισχύοντας τον πειραματισμό και τη διαφοροποίηση των ποικιλιών. Παρά τις προκλήσεις του κλίματος, οι αγρότες δοκίμαζαν συνεχώς νέες ποικιλίες εσπεριδοειδών, δημιουργώντας ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό καλλιεργειών, όπου κυριαρχούσαν τα πορτοκάλια. «Αυτό το κτήμα που βρισκόμαστε έχει 1.300 δέντρα, κάποια από αυτά ηλικίας τουλάχιστον 35 χρόνων. Εδώ, ο πατέρας μου έβαζε ό,τι ποικιλία ήθελε να δοκιμάσει. Είναι ο μεγαλύτερος κλήρος, περίπου 10 στρέμματα, και όταν τον περπατήσουμε θα βρεις κλημεντίνες, άσπρα και ροζ γκρέιπφρουτ, ναβαλίνες, λεμόνια, περγαμόντα – και είναι όλα ψηλά δέντρα», αναφέρει ο Αρτινός Βαγγέλης Γείτονας και συνεχίζει: «Στα νέα κτήματα με εσπεριδοειδή δεν αφήνουμε να ξεπεράσουν το 1,5 μέτρο για να μη δυσκολεύουμε τη δουλειά των εργατών ώστε να μη χρησιμοποιούν σκάλα, ενώ αυτά εδώ, που τα φρόντιζε ο πατέρας μου, φτάνουν τα 4,5 μέτρα».
Η απουσία μιας κρατικής στρατηγικής δεν διασφαλίζει την κλιμακωτή διάθεση των εσπεριδοειδών της περιοχής στην αγορά όλο τον χρόνο.

Η γειτνίαση του κάμπου με τον Αμβρακικό Κόλπο ρυθμίζει τη θερμοκρασία και την υγρασία, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για γεωργική παραγωγή.
Γιατί μειώνεται η καλλιέργεια στα εσπεριδοειδή της Άρτας;
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι τοπικές κλιματικές συνθήκες έχουν μειώσει σταδιακά την καλλιεργούμενη έκταση, με τις χαμηλές τιμές αποζημίωσης να επιτείνουν το πρόβλημα. Απουσιάζει, επίσης, μια κρατική στρατηγική αναδιάρθρωσης που να καθοδηγεί την αλλαγή ποικιλιών και να διασφαλίζει την κλιμακωτή διάθεση του προϊόντος όλο τον χρόνο.
Παράλληλα, η ασθένεια του Μαύρου Ακανθώδη Αλευρώδη πλήττει σοβαρά στα εσπεριδοειδή. Οι καρποί αποκτούν μαύρα στίγματα που δεν είναι επικίνδυνα για την κατανάλωση από τον άνθρωπο, ωστόσο, οδηγούν τα δέντρα στην ξήρανση. Οι ήδη εγκαταλελειμμένες καλλιέργειες εσπεριδοειδών μολύνονται ευκολότερα, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η εξάπλωσή του. Για την αντιμετώπισή του, το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, σε συνεργασία με την Περιφερειακή Ενότητα Άρτας, εισήγαγε έναν βιολογικό εχθρό από την Ταϊβάν. Πρόκειται για ένα έντομο που στοχεύει στην εξάλειψη του παρασίτου με φυσικό τρόπο. Από την άλλη, αν και επιτρέπεται ο ραντισμός με εγκεκριμένα φυτοφάρμακα της Ε.Ε., το υψηλό κόστος για την αγορά τους είναι απαγορευτικό.

Αναστασία Σίμου-Τάσιου, αντιπεριφερειάρχης Ηπείρου – Προώθηση και Προβολή Τοπικών Προϊόντων
Επιπλέον, η έλλειψη εργατών γης επιβαρύνει την κατάσταση, όχι μόνο στην περίοδο συγκομιδής αλλά και σε όλες τις φάσεις φροντίδας των καλλιεργειών. Παράλληλα, το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργητών στα εσπεριδοειδή είναι πλέον μεγάλης ηλικίας, με αποτέλεσμα πολλά από τα κτήματα να εγκαταλείπονται. Τέλος, το υψηλό κόστος παραγωγής και η ιστορικά χαμηλή τιμή πώλησης, μόλις 5-7 ευρώ ανά κιλό για τον παραγωγό, επιδεινώνουν το οικονομικό αδιέξοδο.
Πάντως, απαιτείται ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός που θα εστιάζει στην προώθηση της ταυτότητας των εσπεριδοειδών, την ενίσχυση της παρουσίας τους στις αγορές και την ανάδειξη της μοναδικότητας της αρτινής παραγωγής. Ένα τέτοιο πλάνο θα συμβάλει ουσιαστικά στην αναζωογόνηση του κλάδου και την τόνωση της τοπικής οικονομίας.
Ευχαριστίες
• Αναστασία Σίμου-Τάσιου, αντιπεριφερειάρχης Ηπείρου – Προώθηση και Προβολή Τοπικών Προϊόντων
• Γιάννης Λ. Τσιρογιάννης, καθηγητής, Τμήμα Γεωπονίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
• Τσώλης Δημήτρης, γεωπόνος, Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομίας Άρτας
• Ανδρέας Βαρελάς, γεωπόνος, Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομίας Άρτας
• Βαγγέλης Γείτονας, βιοκαλλιεργητής
• Μαρία Δούμου, γεωπόνος
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Σοφικίτης