Ας υποθέσουμε ότι συμμετείχατε σε ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων και σας ρωτούσαν «ποιο προϊόν παράγεται στην Ελλάδα, αλλά καταναλώνεται ελάχιστα στη χώρα μας ενώ σχεδόν το 70% εξάγεται», τι θα απαντούσατε; Σίγουρα όχι το ρύζι. Κι όμως, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις πρώτες χώρες παραγωγής ρυζιού στην Ευρώπη, αλλά η εγχώρια κατανάλωση παραμένει χαμηλή.
Αυτός ήταν και ο λόγος της επίσκεψης που πραγματοποιήσαμε στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος EU RICE-Balance in Nature, που στόχο έχει να προβάλλει τη βιώσιμη καλλιέργεια ρυζιού στην Ευρώπη, να αναδείξει το ευρωπαϊκό ρύζι ως σύμβολο ποιότητας, ασφάλειας και σεβασμού προς το περιβάλλον και να προτρέψει τους καταναλωτές στην Ελλάδα να βάλουν το ρύζι στο τραπέζι τους ως κυρίως πιάτο και όχι ως απλό συνοδευτικό.
Πόσο ρύζι παράγουμε;
Η καλλιέργεια ρυζιού αποτελεί μέρος της αγροτικής ταυτότητας της χώρας μας, καθώς είναι μία από τις κύριες χώρες παραγωγής στην Ευρώπη, με 280.000 στρέμματα ορυζοκαλλιεργειών. Το 2024 η Ελλάδα ήταν η τρίτη χώρα σε παραγωγή (230.000 τόνους), μετά την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ την τετράδα συμπληρώνει η Πορτογαλία.
Το 70% της παραγωγής καλλιεργείται στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και το υπόλοιπο 30% μοιράζεται στις Σέρρες, την Καβάλα, το Αγρίνιο, τη Λαμία και την Αλεξανδρούπολη. Η περίοδος της καλλιέργειας είναι από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, ενώ η συγκομιδή ξεκινά στα τέλη Σεπτεμβρίου και ολοκληρώνεται στις αρχές Νοεμβρίου.
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται ονομάζονται Japonica και Indica και είναι αυτές που μας δίνουν το ρύζι Καρολίνα, νυχάκι, γλασέ και το προβρασμένο (Parboiled). Τα γνωστά Basmati και Jasmine είναι προϊόντα εισαγωγής, κυρίως από Ινδία και Πακιστάν, αφού το κλίμα στη χώρα μας δεν ευνοεί την καλλιέργειά τους.
«Μαζί με τον Δήμο Δέλτα, τους ορυζοβιομήχανους που συνδέονται άρρηκτα με την ορυζοπαραγωγή και την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης προσπαθούμε να ενημερώσουμε τον κόσμο να βάλει το ρύζι στην καθημερινή του διατροφή, έτσι ώστε να αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση. Επίσης, στόχος μας είναι να ενημερώσουμε το καταναλωτικό κοινό ότι το ευρωπαϊκό ρύζι διαφέρει πολύ από αυτά που εισάγονται από τρίτες χώρες ως προς την ασφάλειά του, διότι το ευρωπαϊκό ρύζι έχει πολύ αυστηρό θεσμικό πλαίσιο παραγωγής και οι παραγωγοί ελέγχονται πολύ αυστηρά από τις αρμόδιες αρχές» δήλωσε στο Cantina η Μαρία Ναλμπάντη, υπεύθυνη διεύθυνσης προγραμμάτων προβολής και προώθησης αγροτικών προϊόντων της NOVACERT, εκτελεστικού οργανισμού του EU RICE-Balance in Nature.
Ρύζι και βιώσιμη καλλιέργεια
Οι βιώσιμες πρακτικές στην καλλιέργεια ρυζιού κινούνται σε πέντε άξονες:
– Στο εναλλασσόμενο πότισμα και ξήρανση, καθώς οι παραγωγοί διαχειρίζονται την άρδευση των ορυζώνων με εναλλαγή περιόδων κατάκλισης και ξηρασίας.
– Στο σύστημα εντατικοποίησης της καλλιέργειας ρυζιού, καθώς μειώνεται η πυκνότητα φύτευσης και βελτιώνεται ο αερισμός του εδάφους μέσω της ελεγχόμενης άρδευσης.
– Στην αμειψισπορά, όπου οι παραγωγοί εφαρμόζουν εναλλαγή καλλιεργειών, τουλάχιστον μία φορά ανά τριετία, για να βελτιώνουν τη δομή και τη βιοποικιλότητα του αγροτικού οικοσυστήματος.
– Στην καλλιέργεια χωρίς όργωμα, καθώς οι παραγωγοί αποφεύγουν το συμβατικό βαθύ όργωμα που διαταράσσει το έδαφος και ενδέχεται να προκαλέσει ενεργοποίηση σπόρων ζιζανίων που βρίσκονται βαθύτερα μέσα στο έδαφος.
– Στην ψευδοσπορά, που περιλαμβάνει την προετοιμασία αγρών, άρδευση όπου χρειάζεται και μηχανική καταπολέμηση ζιζανίων μετά από 10-15 ημέρες. Με τον τρόπο αυτό προκαλείται βλάστηση σπόρων και ανάδυση ζιζανίων ώστε να καταστραφούν πριν τη σπορά.
Χαλάστρα: Η μεγαλύτερη ορυζοπαραγωγός περιοχή
Φτάνοντας στην περιοχή της Χαλάστρας, στον Δήμο Δέλτα της Θεσσαλονίκης, η εικόνα των ορυζώνων είναι εντυπωσιακή. Αμέτρητες εκτάσεις, ενταγμένες στο Δίκτυο Natura 2000, με καλλιέργειες ρυζιού που οι περισσότεροι αγνοούσαμε την ύπαρξή τους. Ακόμα και κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης δεν γνωρίζουν ότι ο τόπος τους παράγει το μεγαλύτερο ποσοστό ρυζιού στη χώρα. Άλλωστε, το κλίμα και το έδαφος στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για την καλλιέργειά του.
Δεν συνέβαινε πάντα αυτό. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 40 η περιοχή ήταν άγονη. Κοντά στις εκβολές του Αξιού, οι τεράστιες παραποτάμιες εκτάσεις υγρότοπων με αλμυρό νερό δεν άφηναν περιθώρια ούτε για σκέψη καλλιέργειας. Οι πρώτες προσπάθειες ξεκίνησαν με δειλά βήματα και λιγοστά μέσα το 1950, χάρη στο Σχέδιο Μάρσαλ. Σήμερα, 75 χρόνια μετά, με πλήθος εγγειοβελτιωτικών έργων και σύμμαχο την τεχνολογική εξέλιξη, η ορυζοκαλλιέργεια αποτελεί όχι μόνο κουλτούρα για τους παραγωγούς της περιοχής, αλλά και βασικό μοχλό ανάπτυξης της τοπικής -και εθνικής- οικονομίας.
«Θέλουμε να μάθει ο Έλληνας καταναλωτής να τρώει ελληνικό ποιοτικό ρύζι και να το εντάξει στη διατροφή του. Η παραγωγή αυξάνεται κάθε χρόνο, αλλά κατά κύριο λόγο το ρύζι εξάγεται σε άλλες χώρες, γιατί ο Έλληνας δεν έχει την κουλτούρα του ρυζιού, όπως έχει ο Ιταλός με το ριζότο και ο Ισπανός με την παέγια» μας είπε ο κ. Αλέξης Κράββας, τρίτης γενιάς ορυζοκαλλιεργητής, ο οποίος μας υποδέχθηκε στον ορυζώνα της οικογένειας Κράββα στη Χαλάστρα, έναν από τους πρώτους που δημιουργήθηκαν στην περιοχή το 1950.
Εκτός από την εντυπωσιακή εικόνα που προσφέρουν, οι ορυζώνες συμβάλλουν στη συνοχή του οικοσυστήματος, προστατεύουν τη βιοποικιλότητα της περιοχής και λειτουργούν ως εποχιακοί τεχνητοί υγρότοποι.
Σε αυτούς, λοιπόν, βρίσκουν καταφύγιο για την αναπαραγωγή τους διάφορα είδη υδρόβιων πουλιών όπως ερωδιοί, λευκοτσικνιάδες, αλλά και φλαμίνγκο τα οποία συναντήσαμε κι εμείς στο Εθνικό Πάρκο Δέλτα Αξιού.
Μεγάλη παραγωγή – ελάχιστη κατανάλωση
Κατά την επίσκεψή μας στη Χαλάστρα βρεθήκαμε στην ΕΑΣΘ (Αγροτική Εταιρική Σύμπραξη Θεσσαλονίκης ΑΕ), φορέα υλοποίησης του προγράμματος EU RICE, όπου συνομιλήσαμε με τον διευθύνοντα σύμβουλο κ. Κώστα Γιαννόπουλο, ενώ παράλληλα ξεναγηθήκαμε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας παραγωγής, επεξεργασίας και τυποποίησης ρυζιού Euricom Hellas, μέλος του ιταλικού ομίλου Euricom SpA, που δραστηριοποιείται για περισσότερα από 20 χρόνια.
Πρόκειται για τον μεγαλύτερο ορυζόμυλο της περιοχής, με εξαγωγές σε όλο τον κόσμο, ο οποίος προμηθεύει με προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (PL) όλα τα μεγάλα σούπερ μάρκετ της χώρας, ενώ έχει δημιουργήσει και την δική του premium ετικέτα (Ευτοπία). Η δυνατότητα παραγωγής και επεξεργασίας στο συγκεκριμένο ορυζόμυλο φτάνει τους 500 τόνους ημερησίως.
«Η Ελλάδα και η περιοχή είναι ευλογημένη και έχει τέλειες κλιματολογικές συνθήκες για την καλλιέργεια του ρυζιού. Γι΄ αυτό και η χώρα είναι αυτάρκης στην παραγωγή του. Έχουμε μια καλλιέργεια γύρω στα 300.000 στρέμματα, που δίνουν πάνω από 280.000 τόνους ρύζι. Όμως, η κατά κεφαλήν κατανάλωση είναι λιγότερο από 5 κιλά το έτος. Αυτό σημαίνει ότι μια τεράστια ποσότητα περισσεύει και γίνεται εξαγωγή» μας είπε ο διευθυντής του εργοστασίου κ. Ευάγγελος Χάιτας, σημειώνοντας μάλιστα ότι ενώ το 1999 το 100% της παραγωγής ρυζιού στην Ευρώπη κάλυπτε το 75% της κατανάλωσης, τώρα η εισαγωγή ρυζιού (Basmati και Jasmine) από τρίτες χώρες έχει αυξηθεί σημαντικά και φτάνει περίπου στο 50% της κατανάλωσης.
Σύμφωνα με τον κ. Χάιτα, δεν αποκλείεται σε μερικά χρόνια η εικόνα να αλλάξει ριζικά, δηλαδή το 25% της κατανάλωσης να αφορά στο ευρωπαϊκό ρύζι και το 75% να είναι προϊόν εισαγωγής. «Το πιο σωστό θα ήταν να έχουμε ένα εθνικό πιάτο, όπως συμβαίνει στην Ισπανία με την παέγια και στην Ιταλία με το ριζότο» υπογράμμισε.
Στο EU RICE Festival
Θα μπορούσε άραγε η χώρα να αποκτήσει και να προβάλλει το δικό της εθνικό πιάτο με βάση το ρύζι; Γιατί, ναι μεν έχουμε τα γεμιστά, ένα από τα πιο αγαπημένα και παραδοσιακά πιάτα της ελληνικής κουζίνας, αλλά σίγουρα δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε «εθνικό πιάτο».
Οι δυνατότητες που υπάρχουν στο να εξελιχθούν και να προβληθούν παρασκευές με βασικό υλικό το ρύζι αναδείχθηκαν στο EU RICE Festival που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Ρυζιού -μία σύμπραξη του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδος (ΣΟΕ) με τον Δήμο Δέλτα και υπό την αιγίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Για δύο ημέρες η παραλία δίπλα στο Άγαλμα του Μεγάλου Αλέξάνδρου μετατράπηκε σε μία μεγάλη υπαίθρια κουζίνα, στην οποία καταξιωμένοι και βραβευμένοι chef, ανάμεσά τους και η Rice Ambassador Ντίνα Νικολάου, ετοίμαζαν διάφορες και πολύ νόστιμες συνταγές με πρωταγωνιστή το ευρωπαϊκό ρύζι.
Έτσι, μπορέσαμε κι εμείς να δοκιμάσουμε, μεταξύ άλλων, ρυζόγαλο φούρνου, μιλφέιγ, mini arancini μυδοπίλαφο, σιγομαγειρεμένο αγριογούρουνο με πιλάφι, σφαίρα ρυζόγαλο, κρητικό γαμοπίλαφο, αλλά και ένα πρωτότυπο mini bao burger σπανακόρυζο.
Την έναρξη του φεστιβάλ κήρυξε η Σύλβια Κουμεντάκη (Chef Stories), ενώ από πλευράς πολιτείας το «παρών» έδωσαν ο υφυπουργός Ανάπτυξης, αρμόδιος για την Έρευνα και την Καινοτομία, Σταύρος Καλαφάτης, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Γιάννης Αδριανός και ο υφυπουργός Υγείας Δημήτρης Βαρτζόπουλος. Παρόντες ήταν επίσης ο Χρήστος Τσιχήτας, πρόεδρος της Αγροτικής Εταιρικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης (Ε.Α.Σ.Θ.) που είναι και η αναθέτουσα αρχή του προγράμματος EU RICE, καθώς και η πρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδος Γεωργία Κωστηνάκη.
Όλοι οι ομιλητές αναφέρθηκαν στη δυναμική του κλάδου, στις προκλήσεις που υπάρχουν και στις πρωτοβουλίες που απαιτούνται ώστε το ελληνικό ρύζι να κερδίσει τη θέση που του αξίζει στη γαστρονομική μας κουλτούρα.
Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ενημέρωσης EU RICE υλοποιείται από την ΕΑΣΘ, σε συνεργασία με τη Ρυθμιστική Αρχή Ρυζιού ΠΟΠ Βαλένθια.
Διαβάστε επίσης:
To ρύζι αλλιώς: Σε κεφτέδες, τηγανητό, σε λαδερά, στον φούρνο – 15 τέλειες συνταγές