Το αλάτι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης διατροφής και καθημερινότητας, με πληθώρα μορφών και χρήσεων. Από το απλό μαγειρικό έως τα σπάνια φυσικά άλατα, η ποικιλία του αντικατοπτρίζει τόσο την εξέλιξη των μεθόδων επεξεργασίας όσο και τη γεωγραφική και πολιτισμική πολυμορφία. Στο κείμενο που ακολουθεί, εξερευνούμε τα είδη αλατιού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις χρήσεις τους, καθώς και την ιστορική και οικονομική σημασία της παραγωγής του στην Ελλάδα.

Αλάτι: Όλα τα είδη

Μαγειρικό αλάτι ή κοινό: Προορίζεται για κάθε xρήση, αφoύ προηγουμένως πλυθεί και καθαριστεί με μηχανικές μεθόδους, για να απομακρυνθούν τυχόν πρoσμίξεις.

Καθαρισμένο μαγειρικό αλάτι: Περιέχει μικρότερες ποσότητες προσμίξεων σε σχέση με το κοινό αλάτι. Πρέπει να έxει καθαρό λευκό xρώμα και όταν διαλύεται στο νερό πρέπει να θολώνει ελαφρά. Το xλωριoύxo μαγνήσιo που περιέχει δεν επιτρέπεται να είναι πάνω από 2,5% και η υγρασία τoυ να μην υπερβαίνει τo 2%. Επιτρέπεται να περιέχει ιωδιoύxo κάλιο σε πoσoστό 40-60mg/κιλό τελικoύ πρoϊόντoς.

Επιτραπέζιο αλάτι: Είναι η μορφή που συναντάμε συχνότερα στις κουζίνες και στα τραπέζια μας. Έχει λευκό, καθαρό χρώμα, λεπτό κόκκο και ομοιογενή υφή, καθώς έχει υποστεί εντατική επεξεργασία (ανακρυστάλλωση) για να απομακρυνθούν προσμίξεις και φυσικά μέταλλα όπως το μαγνήσιο, το κάλιο και το ασβέστιο. Κατά την επεξεργασία αυτή, προστίθενται επίσης αντισυσσωματικοί παράγοντες, ουσίες που εμποδίζουν τους κόκκους να κολλήσουν μεταξύ τους, κρατώντας το αλάτι στεγνό ακόμα και σε υγρό περιβάλλον.

Η βιομηχανική διαδικασία περιλαμβάνει στάδια βρασμού και ξήρανσης σε υψηλές θερμοκρασίες, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται κρύσταλλοι που απέχουν από τη φυσική, ακατέργαστη μορφή του αλατιού. Το κοινό επιτραπέζιο αλάτι, αν και προέρχεται από φυσική πρώτη ύλη, μετατρέπεται μέσω των επεξεργασιών σε ένα περισσότερο βιομηχανικό και λιγότερο φυσικό προϊόν.

Ιωδιούχο αλάτι: Πρόκειται για επιτραπέζιo αλάτι που έχει ενισxυθεί με πρoσθήκη ιωδιoύxoυ καλίoυ, σε πoσoστό τoυλάχιστoν 40 και όχι πάνω από 60 mg/κιλό τελικoύ πρoϊόντoς. Δεν πρέπει να εκτίθεται στις ηλιακές ακτίνες, πρέπει να είναι κατάλληλα συσκευασμένo και να διατηρείται σε χώρoυς σκιερoύς, ξερoύς και δρoσερoύς.

Φυσικό αλάτι: Έχει υποστεί ελάχιστη επεξεργασία και δεν περιέχει πρόσθετα ή άλλα τεχνητά βελτιωτικά. Παράγεται κυρίως μέσω φυσικής ηλιακής εξάτμισης του θαλασσινού νερού, επιτρέποντας στους κρυστάλλους να σχηματιστούν αργά και φυσικά. Χάρη σε αυτή τη διαδικασία, διατηρεί αναλλοίωτα τα φυσικά μεταλλικά στοιχεία και τα ιχνοστοιχεία που συνυπάρχουν με το χλωριούχο νάτριο, προσφέροντας όχι μόνο πιο σύνθετο γευστικό προφίλ, αλλά και υψηλότερη διατροφική αξία σε σύγκριση με το επεξεργασμένο αλάτι.


Κόκκινο αλάτι Χαβάης: Ονομάζεται Alaea salt, είναι ορυκτό και οφείλει το χρώμα του στην ανάμειξή του με κόκκινο ηφαιστειακό πηλό. Έχει χονδρή κρυσταλλική μορφή, ήπια αλμυρή γεύση και σκληρή υφή.

Μαύρο αλάτι: Γνωστό και ως Kala Namak, προέρχεται από ηφαιστειογενείς περιοχές του Πακιστάν. Το χρώμα του κυμαίνεται σε τόνους του ροζ-γκρι, λόγω της φυσικής περιεκτικότητάς του σε θειούχες ενώσεις, που του δίνουν μυρωδιά βρασμένου αυγού.

Ανθός αλατιού: Παράγεται φυσικά χωρίς να υποστεί καμία μορφή επεξεργασίας. Έχει κρυσταλλική μορφή, αρκετή υγρασία, έντονη γεύση ιωδίου και υψηλή διατροφική αξία. Περιέχει 92 διαφορετικά μεταλλικά στοιχεία.


Ροζ αλάτι Ιμαλαΐων: Είναι φυσικό, κρυσταλλικό αλάτι, πλούσιο σε σίδηρο, αλλά και σε άλλες φυσικές ενώσεις. Στην αγορά διατίθεται λεπτοαλεσμένο ή σε συμπαγείς κρυστάλλους και πλάκες.


Αλάτι Κελτών: Γνωστό και ως Guerande, προέρχεται από τις αλυκές της Νορμανδίας στη Γαλλία και είναι πλούσιο σε μαγνήσιο, κάλιο και ασβέστιο. Έχει πιο ήπια και ελαφρώς γλυκιά γεύση.

Οι αλυκές της Ελλάδας

Η επεξεργασία αλατιού στην Ελλάδα έχει μακρά ιστορία και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομία της χώρας. Ξεκίνησε κατά την Επανάσταση του 1821, όταν ανακηρύχθηκε μονοπωλιακό είδος, με στόχο τον έλεγχο της παραγωγής και την εξασφάλιση εσόδων για τον αγώνα ανεξαρτησίας. Το 1898 θεσμοθετήθηκε επίσημα ως μέτρο για την ενίσχυση των δημόσιων ταμείων και την αποπληρωμή των δανείων του νεοσύστατου κράτους.


Η αλυκή στο Τιγκάκι της Κω 

Το 1902 λειτουργούσαν 16 αλυκές, όμως από το 1996 παρέμειναν μόνο οχτώ σε λειτουργία (Μεσολογγίου, Κίτρους, Καλλονής, Σκάλας Πολιχνίτου, Αγγελοχωρίου, Νέας Κεσσανής, Μέσης και Τουρλίδας) που οι περισσότερες ανήκουν στην Ελληνικές Αλυκές Α.Ε. Εκτός από τις βιομηχανικές αλυκές, στην Ελλάδα υπάρχουν επίσης εκτός λειτουργίας, εγκαταλελειμμένες ή ανεκμετάλλευτες, σε περιοχές όπως είναι η Αττική (Ανάβυσσο), η Λήμνος, η Λευκάδα, η Μήλος, η Κρήτη (Ελούντα), η Σάμος, η Κως (Τιγκάκι), η Κέρκυρα (Λευκίμμη), η Αργολίδα (Θερμησία) και η Κάτω Αχαΐα. Και μικρότερης έκτασης σε Ζάκυνθο, Πάρο, Νάξο, καθώς και παραδοσιακές «των βράχων», όπως στα Κύθηρα (Αλαταρές) αλλά και στη Μάνη.

Διαβάστε επίσης: 

Δεν τρώτε αλάτι; Κανένα πρόβλημα – 10 ιδέες για πραγματικά νόστιμο φαγητό