Τα χειμωνιάτικα και γιορταστικά λαχανάκια Βρυξελλών που πρόσχαρα γαρνίρουν κάθε πιάτο, έχουν δυστυχώς επιλεκτική δημοφιλία στο ελληνικό κοινό, μάλλον γιατί η γλυκόπικρη γεύση τους δεν είναι επαρκώς οικεία στη παραδοσιακή παλέτα μας. Ακριβώς αυτή η ενδιαφέρουσα γεύση τους όμως, μαζί με τη τραγανότητα τους είναι τα δύο στοιχεία που με κάνουν να τα θεωρώ εξαιρετικά πολύτιμα σε ένα πιάτο.
Σε μια σύνθεση ενός πιάτου που περιλαμβάνει ως κύριο στοιχείο μια «πρωτεΐνη» από ψάρι ως πουλερικό ή μοσχάρι και συνοδεύεται από κάποια σάλτσα, η ιδανική συνθήκη είναι να πλαισιώνεται ως γαρνίρισμα από ετερόκλητες γεύσεις, με αντιθετικότητες μεταξύ τους, αλλά και ως προς το κεντρικό υλικό. Αν λοιπόν κάποιος φτιάξει πουρέ γλυκοπατάτας με τη βαθιά, κομψή, κρεμώδη γλύκα του και παράλληλα βάλει από δίπλα λαχανάκια Βρυξελλών με τη γλυκόπικρη τσαχπίνικη τραγανότητά τους, τότε έχει φέρει τέλειες ισορροπίες στο πιάτο.
Γιατί είναι οι αντιθέσεις μεταξύ των υφών και των κυρίαρχων γευστικών στοιχείων στο σύνολο των υλικών, αυτές που ολοκληρώνουν τη γαστρονομική εμπειρία και που μας ταξιδεύουν σε πολύπλοκες εμπειρίες σε κάθε μπουκιά. Αυτή είναι η οπτική που οφείλει να ασπαστεί κανείς για να αντιληφθεί την αξία της γλυκόπικρης τραγανότητας που προσφέρουν τα λαχανάκια Βρυξελλών ως συνοδευτικό.
Αλλά η γευστική καλλιέργεια που οδηγεί στην ωριμότητα ολοκληρώνεται, όταν ο γευσιγνώστης καταλήγει να εκτιμά τη μεγάλη αξία των πικρών γεύσεων γενικότερα, εφόσον ισορροπούνται καταλλήλως σε μια σύνθεση. Οι πραγματικοί γευσιγνώστες εκτιμούν τις πιο «δύσκολες» γεύσεις όπως τα πικρά άγρια χόρτα, το σταμναγκάθι, τη ρόκα, το ραντίκιο, το περγαμόντο, το αγουρέλαιο, τη πάστα ελιάς και βέβαια τα λαχανάκια Βρυξελλών. Ακριβώς γιατί ερεθίζουν απρόσμενα τις αισθήσεις και αποτελούν τον καμβά για μια έντονη γευστική αντιπαράθεση με άλλα υλικά που έχουν αντιθετικά χαρακτηριστικά.
Τα λαχανάκια Βρυξελλών ταιριάζουν ιδανικά με το καραμελωμένο μπέικον και τη γλυκιά, καπνιστή και ταυτόχρονα αλμυρή του γεύση. Ταιριάζουν επίσης με γλυκόξινες σάλτσες, για παράδειγμα ως συνοδευτικό σε μια πάπια πορτοκάλι αλλά και με σκορδάτο αγιολί, κοντράροντας στη βελούδινη αυθάδειά του.
Αλλά σε γενικές γραμμές ταιριάζουν ως συνοδευτικό με σχεδόν κάθε ψητό κρεατικό, πουλερικό ή και ψητό ψάρι, προσθέτοντας ένα χειμωνιάτικο σφρίγος στη σύνθεση και νομίζω πως εκεί βρίσκεται η μεγάλη αξία τους ως λαχανικό της εποχής. Αναζητούν σε όλες τις περιπτώσεις ανθό αλατιού και φρεσκοτριμμένο πιπέρι μαζί με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο.
Τα λαχανάκια Βρυξελλών συνήθως βράζονται για ελάχιστα λεπτά, χωρίς να μαλακώσει τελείως το εσωτερικό. Αν αφεθούν στο βράσιμο και γίνουν μαλακά, καταστρέφονται γαστρονομικά. Σε κάθε περίπτωση είναι μάλλον πιο ενδιαφέροντα όταν ψηθούν στο φούρνο, είτε κομμένα στη μέση είτε ολόκληρα. Το ίδιο και σοταρισμένα στο τηγάνι για λίγα λεπτά.
Δοκιμάστε τα λαχανάκια Βρυξελλών σωστά μαγειρεμένα με την πρώτη ευκαιρία, ως την απόλυτη χειμωνιάτικη γαρνιτούρα που προσθέτει νέες γευστικές διαστάσεις στο πιάτο σας.
Δείτε και μια σχετική συνταγή:
Λαχανάκια Βρυξελλών και μπέικον στο φούρνο με αγιολί
Σ’ αυτή τη συνταγή, τα λαχανάκια Βρυξελλών, συνδυάζουν το πικρό σφρίγος τους, με τη λιπαρή νοστιμιά του μπέικον που ψήνεται μαζί τους στο φούρνο. Και στο πιάτο τα δύο υλικά που εκπροσωπούν τη Βόρεια Ευρώπη, συναντούν τη δροσερή μεσογειακή τσαχπινιά του αγιολί, μιας κομψής σάλτσας σκόρδου με ελαιόλαδο που δένει μαζί τους ιδανικά. Το πιάτο προορίζεται είτε ως ένα ελαφρύ πρώτο πιάτο, είτε ως ένα συνοδευτικό σε κάθε είδους ψητές πρωτεΐνες, από μοσχαρίσια κομμάτια, μπιφτέκια και χοιρινές μπριζόλες ως και ομελέτα ή ακόμη και ένα λιπαρό ψάρι όπως σολομός.
* Ο Δημήτρης Παπαζυμούρης είναι δημιουργός του ιστολογίου Cucina Caruso.