Η κινόα διανύει περίπου 7.300 μίλια με πλοίο από το Περού, ενώ τα μάνγκο που ταξιδεύουν αεροπορικώς από το Μπαγκλαντές, παράγουν περισσότερα από *5.000 κιλά διοξειδίου του άνθρακα μέχρι να φτάσουν στην Ελλάδα. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι τροφές γράφουν ατελείωτα χιλιόμετρα πριν καταλήξουν στο πιάτο μας και η γαστρονομία βρίσκεται σε ένα πρωτόγνωρο αδιέξοδο.
Eρευνούμε τι συμβαίνει με τα διατροφικά μίλια, υπολογίζουμε μερικές από τις δημοφιλέστερες τροφές και αποκαλύπτουμε αν και πόσο βιώσιμη είναι τελικά η διατροφή μας.
Υπερτροφές με πολυάριθμα οφέλη για την υγεία διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι να καταλήξουν στο πιάτο μας. Τα «διατροφικά μίλια» είναι αναπόφευκτα όταν επιλέγουμε τρόφιμα που δεν παράγονται στην Ελλάδα. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της μεταφοράς των τροφίμων είναι περιττό, κοστίζει ακριβά και επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, είμαστε μάρτυρες μιας διατροφικής επανάστασης γεμάτης αντιφάσεις. Από τη μία πλευρά αναζητάμε τρόφιμα Farm-to-table, με ελάχιστη απόσταση από το χωράφι στο τραπέζι και από την άλλη, υποκύπτουμε στην ανάγκη της παγκοσμιοποίησης, καταναλώνοντας εξωτικές τροφές που ταξιδεύουν από την άλλη άκρη της γης μέσω μίας βιομηχανοποιημένης διαδρομής.
Με αεροπλάνα και βαπόρια τα μάνγκο ταξιδεύουν αυθημερόν από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές για να φτάσουν φρέσκα στα ράφια των καταστημάτων. Οι μπανάνες κόβονται άγουρες στην Κόστα Ρίκα, ωριμάζουν μέσα σε χαρτοκιβώτια αποθηκευμένα σε ψυγεία κοντέινερ και διασχίζουν τον Ατλαντικό για να φτάσουν στο πιάτο μας. Το ίδιο ισχύει για τα αβοκάντο, την κινόα, το κακάο, τον καφέ και πολλές άλλες τροφές που πλέον αποτελούν μέρος της καθημερινής μας διατροφής. Αυτή η αυξανόμενη ζήτηση έχει οδηγήσει σε μία εντατική και βιομηχανοποιημένη παραγωγή, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το περιβάλλον. Τα διατροφικά μίλια (Food Miles) έχουν αποδεδειγμένα σοβαρό αντίκτυπο, καθώς συμβάλλουν στην αποψίλωση των δασών, την υπερβολική χρήση νερού και ενέργειας, την ευρεία χρήση φυτοφαρμάκων και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που παράγονται κατά τη μεταφορά.
Τι είναι τα διατροφικά μίλια
Η έννοια των Food Miles αφορά στην ανάλυση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων της μακράς αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων. Η ιδέα προωθεί την κατανάλωση τοπικά παραγόμενων και εποχικών προϊόντων ως μέτρο μείωσης του οικολογικού αποτυπώματος, αντιπαραβάλλοντας τα οφέλη της με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλούνται από τη μεταφορά τροφίμων σε μεγάλες αποστάσεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο καθηγητής Επισιτιστικής Πολιτικής και Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου City της Βρετανίας Tim Lang, ο οποίος θεωρείται ο «πατέρας των Food Miles», εισήγαγε την έννοια για να ευαισθητοποιήσει το κοινό και να προωθήσει αλλαγές στην αγροτική και επισιτιστική πολιτική. Ο στόχος του ήταν να προειδοποιήσει τους καταναλωτές για τη σύνδεση μεταξύ της μεταφοράς τροφίμων σε μεγάλες αποστάσεις και της αύξησης των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Μέσω της προώθησης της εντοπιότητας, επιδιώκει να μειώσει την περιβαλλοντική επιβάρυνση και να προωθήσει πιο βιώσιμες διατροφικές συνήθειες.
Πώς υπολογίζονται τα Food Miles
Από το ’90 και μετά, έχουν επινοηθεί διάφορες μέθοδοι για τον υπολογισμό των Food Miles. Ο τύπος WASD (Weighted Average Source Distance) που αναπτύχθηκε από την ερευνήτρια Annika Carlsson- Kanyama, υπολογίζει το βάρος των μεταφερόμενων τροφίμων και την απόσταση που διανύουν από τον τόπο παραγωγής, στον τόπο πώλησης. Για την ανάλυση τροφίμων με πολλαπλά συστατικά, συμπεριλαμβανομένων πολλών επεξεργασμένων τροφίμων, όπως ψωμί, επιδόρπια, σνακ κ.λπ., το Κέντρο Leopold για τη Βιώσιμη Γεωργία ανέπτυξε τον τύπο της σταθμισμένης συνολικής απόστασης προέλευσης WTSD (Weighted Total Source Distance), ο οποίος υπολογίζει την απόσταση που διανύει κάθε συστατικό ξεχωριστά, καθώς και το βάρος του, προκειμένου να υπολογίσει τη συνολική απόσταση των τροφίμων που καταναλώνουμε. Το 2004, η μη κερδοσκοπική οργάνωση LifeCycles, ανέπτυξε μια πιο λεπτομερή μέτρηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που σχετίζονται με τα διάφορα μέσα μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, φορτηγά κτλ.) και εξετάζει όχι μόνο την απόσταση, αλλά και τον αντίκτυπο των μέσων μεταφοράς στη συνολική περιβαλλοντική επιβάρυνση.
Το υπερατλαντικό ταξίδι της μπανάνας
Οι μπανάνες, που κατέχουν τον τίτλο της πιο ταξιδευμένης υπερτροφής με τη μεγαλύτερη κατανάλωση σε παγκόσμιο επίπεδο, καλλιεργούνται σε τροπικές περιοχές με υψηλές θερμοκρασίες και συχνή βροχόπτωση. Συγκομίζονται όταν είναι ακόμα άγουρες, συσκευάζονται σε μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, διατηρούνται σε ψυχόμενα κοντέινερ και διασχίζουν με πλοίο τον Ατλαντικό μέχρι να φτάσουν στον Πειραιά. Από εκεί, η διαδικασία συνεχίζεται με τη μεταφορά σε ψυγειοαποθήκες και τελικά, οι μπανάνες διοχετεύονται με φορτηγά- ψυγεία στα διάφορα σημεία πώλησης σε όλη την Ελλάδα. Αυτή η διαδικασία δεν είναι μόνο ενδεικτική ενός μεμονωμένου ταξιδιού τροφής, αλλά και μέρος μιας μεγαλύτερης εικόνας. Σκεφτείτε λοιπόν, πόσο επιβαρύνεται το περιβάλλον την ίδια χρονική περίοδο, για να διοχετεύσει μπανάνες σε όλες τις αγορές του κόσμου. Ενδεικτικά και σύμφωνα με το Banana Market Review της Διεθνής Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), οι συνολικές ποσότητες εξαγωγών μπανάνας το 2023 ανήλθαν στα 19,3 εκατομμύρια τόνους.
Το εύκρατο κλίμα της Ελλάδας και η ικανοποιητική εγχώρια παραγωγή κηπευτικών και σιτηρών, συμβάλλουν στον περιορισμό του αποτυπώματος, ενώ οι συμπληρωματικές ποσότητες που εισάγουμε διανύουν συνήθως μικρές αποστάσεις μέχρι να φτάσουν από τις γειτονικές χώρες όπως είναι η Ιταλία, η Τουρκία, η Βουλγαρία. Αντίθετα, τα όσπρια, τα σιτηρά, το ρύζι και τα επεξεργασμένα τρόφιμα, ειδικά τα σνακ που περιέχουν πολλά συστατικά, εισάγονται από την Αμερική και την Ασία, διανύοντας περισσότερα από 5.000 μίλια για να φτάσουν μέχρι το λιμάνι του Πειραιά.
Το κίνημα των Zero Miles
Το κίνημα των zero miles κερδίζει έδαφος σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ενδεικτικά, το Sant΄ Erasmo της Ιταλίας, αποτελεί ένα πρότυπο αγροτουριστικό μοντέλο όπου σχεδόν όλος ο πληθυσμός απασχολείται με τη γεωργία προμηθεύοντας τα εστιατόρια της Βενετίας με φρέσκα, εποχιακά προϊόντα, μειώνοντας σημαντικά το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ενώ εξασφαλίζει την υψηλή ποιότητα προϊόντων. Στη Γαλλία, ενισχύονται ολοένα και περισσότερο οι τοπικές αγορές, επιτρέποντας στους καταναλωτές να προμηθεύονται τρόφιμα απευθείας από τους αγρότες. Αντίστοιχα, η Γερμανία δίνει έμφαση στις τοπικές και βιολογικές γεωργικές πρακτικές που περιορίζουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Στην Ελλάδα, ο αείμνηστος Γιώργος Χατζηγιαννάκης, υπήρξε οραματιστής της φιλοσοφίας της «μηδενικής απόστασης», τονίζοντας σε κάθε ευκαιρία τη σημασία της τροφής που διανύει ελάχιστα ή καθόλου χιλιόμετρα. Σε μία από τις αναρτήσεις του το 2021, περιγράφοντας το πρωινό του στην Ερεσσό της Λέσβου, είχε συνοψίσει την πολύτιμη αξία της τοπικότητας με λίγες, αλλά ουσιαστικές λέξεις: «επιλεγμένα καθημερινά σε ένα μπουφέ απέριττο, ουσιαστικό και διατροφικά άψογο, όλη η φιλοσοφία του Slow Food και των Zero Miles, αλλά και της τοπικής φιλοξενίας για το ξεκίνημα της ημέρας».
Ενδεικτικές μετρήσεις χιλιομέτρων (χλμ.) και ρύπων (CO₂ ), ανά τόνο, με πλοίο από τις χώρες παραγωγής έως τον Πειραιά.
Μπανάνα
Ισημερινός: 11.300 χλμ. και 33 – 170 κιλά CO₂ / τόνο
Κόστα Ρίκα: 10.000 χλμ. και 30 – 150 κιλά CO₂ / τόνο
Κάσιους
Ινδία: 8.300 χλμ. και 24,9 – 124,5 κιλά CO₂ / τόνο
Ακτή Ελεφαντοστού: 5.400 χλμ. και 16,2 – 81 κιλά CO₂ / τόνο
Καφές
Βραζιλία: 9.549 χλμ. και 29,1 – 145,5 κιλά CO₂ / τόνο
Κολομβία: 10.400 χλμ και 31,2 – 156 κιλά CO₂ / τόνο
Τζίντζερ
Κίνα: 14.800 χλμ. και 44,4 – 222 κιλά CO₂./ τόνο
Ινδία: 8.300 χλμ. και 24,9 – 124,5 κιλά CO₂./ τόνο
Όσπρια (φακές, φασόλια)
Βιετνάμ 10.000 χλμ. και 30 – 150 κιλά CO₂ / τόνο
Ουρουγουάη 7.500 χλμ. και 22 – 108 κιλά CO₂/ τόνο
Ρύζι
Ινδία: Ινδία: 8.300 χλμ. και 24,9 – 124,5 κιλά CO₂./ τόνο
Ταϊλάνδη: 9.700 χλμ. και 29,1 – 145,5 κιλά CO₂ /τόνο
Σιτηρά
Ουκρανία: 1.500 χλμ. και 4,5 – 22,5 κιλά CO₂/ τόνο
Αργεντινή: 12.000 χλμ. και 36 – 180 κιλά CO₂/ τόνο
*Μάνγκο από το Μπαγκλαντές προς την Ελλάδα (6.500 μίλια)
Αεροπορικώς: 1κιλό μάνγκο παράγει περίπου 8,40 κιλά CO₂ για κάθε 1.000 χλμ.
Με πλοίο: 1 κιλό μάνγκο παράγει 0,13 CO₂ για κάθε 1000 χλμ.