Όλοι έχουμε ακούσει τουλάχιστον από μία ιστορία για κάποιο φίλο ή γνωστό που έφυγε να δουλέψει σεζόν στον χώρο της εστίασης και είτε γύρισε πίσω πριν την ώρα του ή έκανε υπομονή και είχε μετά να διηγηθεί κάτι που έμοιαζε περισσότερο  με άθλο ή με ”πίστα” στα hunger games παρά με επαγγελματική εμπειρία.

Επίσης, ειδικά φέτος, φτιάνει στα δικά μου αφτιά τουλάχιστον, πολύ έντονα το παράπονο πως οι επιχειρηματίες δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να βρουν σεζονίστες και πολλοί θέτουν δημόσια το ερώτημα ”βαριέται ο κόσμος να δουλέψει ή είναι τελικά όντως άθλιες οι συνθήκες”;

Πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, και ίσως κάποιοι να βάζουν και λίγοι σαλτσούλα στις αφηγήσεις τους, αλλά η εκμετάλλευση εκείνου που έχει ανάγκη δεν είναι κάτι νέο στον χώρο εργασίας, ειδικά όταν υπάρχει και το πρόσχημα ότι πληρώνεσαι κάτι παραπάνω σε σχέση με εκείνους που δεν φεύγουν για σεζόν. Αξίζει λοιπόν να κάνεις τα στραβά μάτια; Είναι όντως τόσο καλύτερες οι απολαβές; Δεν θα δώσω εγώ την απάντηση, όμως, οι παρακάτω τρεις ιστορίες είναι αληθινές, από ανθρώπους που έχω γνωρίσει και εμπιστεύομαι. Και είναι αλήθεια, πως σου προκαλούν τρόμο.

Μαρία, 57 χρονών, μαγείρισσα

Δουλεύω αρκετά χρόνια στις κουζίνες, στα μαγειρευτά φαγητά. Μετά από δεκαετίες προϋπηρεσίας, μια χρονιά που είχα περισσότερη ανάγκη τα λεφτά αποφάσισα να πάω για σεζόν στην Πάρο. Τα χρήματα ήταν σχεδόν τα τριπλάσια από αυτά που έπαιρνα στο μαγειρείο στην Αθήνα, και αποφάσισα να το τολμήσω. Στο μαγαζί που έφτασα όλα καλά, και με την ιδιοκτήτρια το ίδιο. Όμως, όλα στράβωσαν όταν ήρθε η ώρα να δω πού θα μείνω. Η απάντηση ήταν αυτή κι ας σας φαίνεται τρελό. ”Βλέπεις αυτή τη μικρή παραλία; Τη διασχίζεις και στο τέλος θα ανέβεις αυτά εκεί τα βράχια – μη φοβάσαι, δεν είναι πολύ απότομα, απλά θα πρέπει να φοράς καλά παπούτσια- μετά τα κατεβαίνεις και από πίσω έχει δύο δωματιάκα. Αν έχει φουσκοθαλασσιά, ειδικά τώρα που έχει ακόμη κρύο το βράδυ, θα σου πρότεινα να φοράς γαλότσες ή κάτι τέτοιο, γιατί σίγουρα θα βραχείς. Θα χρειαστείς και έναν φακό, αν δεν είναι δυνατός αυτός του κινητού σου ή δεν έχεις μαζί σου θα σου δώσουμε εμείς”. Νόμιζα ότι αστειευόταν, ότι θα έπρεπε 1-2 τη νύχτα μετά το μάζεμα της κουζίνας να σκαρφαλώνω σε αυτή την ηλικία, στο σκοτάδι, με τη θάλασσα από κάτω. Ήθελα να φύγω εκείνη τη στιγμή. Πήγα όμως να δω το δωμάτιο, αφού παραλίγο να φάω τα μούτρα μου. Ήταν σαν μπουντρούμι, με ένα μικροσκοπικό παραθυράκι, δεν είναι ούτε τηλεόραση και δεν είχε σήμα ούτε και το κινητό. Ξανά γύρισα πίσω, τους είπα πως αν δεν αλλάξω δωμάτιο θα πρέπει να φύγω. Μου είπαν δεν υπάρχει και μου πρότειναν να μείνω για περισσότερα χρήματα. Έμεινα μόνο ένα βράδυ, δεν έκλεισα μάτι προφανώς γιατί είχα φοβηθεί. Ήμουν ολομόναχη σε μια κατασκότεινη ερημιά. Την επόμενη μέρα, πήρα ταξί -οι ίδιοι δεν μου καλούσαν, μου είπαν να βρω μόνη μου- πήρα το πλοίο και γύρισα πίσω. Ξεκίνησα να ψάχνω πάλι για δουλειά.

Τάσος, 26 χρονών, μάγειρας

Δούλευα στην κουζίνα μεγάλου ξενοδοχείου κοντά στο Σύνταγμα επί 3 χρόνια. Ζητούσα αύξηση και δεν μου έκαναν, και όταν τελικά την έκαναν ήταν 100 ευρώ. Σεζόν για προσωπικούς λόγους, εκτός Αθηνών, δεν μπορούσα να πάω. Κάπως στάθηκα τυχερός και βρήκα τελικά ξενοδοχείο που ζητούσε μάγειρες για σεζόν εντός Αττικής, στον Μαραθώνα. Επειδή η απόσταση ήταν μεγάλη προσέφεραν και διαμονή. Σκέφτηκα ότι αν χρειαζόταν κάτι θα μπορούσα άμεσα να είμαι Αθήνα, οπότε τα βρήκαμε στα χρήματα και στο 6ήμερο. Παραιτήθηκα και πήγα. Τα δωμάτια του προσωπικού δεν ήταν εντός του συγκροτήματος του ξενοδοχείου. Ήταν πίσω από το ξενοδοχείο σε κάτι παλιές πολυκατοικίες που έμοιαζαν παρατημένες. Μπήκα στο δωμάτιό μου, ευτυχώς θα ήμουν χωρίς συγκάτοικο. Όμως το δωμάτιο δεν είχε καμία πηγή θέρμανσης και έπρεπε να αγοράσω δικό μου αερόθερμο. Επίσης, η πόρτα του δωματίου δεν έκλεινε από μέσα. Κάθε φορά που μπαίνω, πρέπει να κλείνω την πόρτα από μέσα με αλυσίδα και λουκέτο, αλλά και πάλι δεν κλείνει τελείως. Δεν υπάρχει τηλεόραση και στους τοίχους υπάρχουν κάτι περίεργα σκαψίματα και τρύπες. Το αποκορύφωμα ήταν όταν βρήκα ένα μικρό ψόφιο ποντίκι κάτω από κρεβάτι. Τουλάχιστον ήταν ψόφιο, αν θέλουμε να δούμε τη θετική πλεύρα… Να πηγαινοέρχομαι καθημερινά από το σπίτι μου μέχρι εκεί δεν συμφέρει οικονομικά, αφού για αυτό άλλαξα δουλειά. Μετά δεν θα είχε νόημα. Το είχα ήδη μετανιώσει, αλλά τι να έκανα, δεν υπήρχε γυρισμός. Από την πρώτη μέρα στη δουλειά, τελικά, το 6ήμερο έγινε 7ήμερο για τους επόμενους δύο μήνες ” γιατί τους κρέμασαν κάποιοι” και δεν μπορούσαν να βρουν άλλα άτομα για τη βάρδια, μέχρι να έρθουν και κάτι άλλα άτομα τον Ιούνιο. Για την ώρα είμαι εδώ, τι να κάνω…

Ερμής, 22 χρονών, σερβιτόρος

Η πρώτη φορά που πήγα για σεζόν ήταν και θα είναι η τελευταία. Και δεν κράτησε και πολύ, μόλις 3 μέρες, αλλά θα καταλάβεις γιατί. Πήγα από την Αθήνα σε ένα νησί του Ιονίου. Εκτός του ότι από την πρώτη μέρα που πήγα τελικά τα λεφτά ήταν άλλα από αυτά που μου είχαν πει στο τηλέφωνο (100 ευρώ λιγότερα ο μισθός και άλλα 200 από αυτά μαύρα), το ωράριο ήταν άλλο, δεν είχες κανένα ρεπό ενώ σου είχαν πει ότι δικαιούσαι 2 τον μήνα, και τα τιπς ήταν για το μαγαζί. Όλα ψέματα δηλαδή, τίποτα από όσα έλεγε η αγγελία δεν ίσχυε. Δεν μπορούσα να φύγω γιατί είχε ξοδέψει όλα μου τα χρήματα για να πάω. Λέω, θα κάνω υπομονή. Όμως μετά είδα που θα έμενα… Δεν το λέω για να σε εντυπωσιάσω ούτε γιατί υπερβάλλω. Με πήγαν σε ένα σπιτάκι που ήταν παλιά κοτέτσι. Όντως, μέχρι λίγο καιρό πριν εκεί είχαν τις κότες τους. Οι τουαλέτα ήταν σε ένα σπιτάκι εκτός του δωματίου μέσα στο ίδιο οικόπεδο. Και αυτό το πράγμα, αυτό το παράσπιτο, είχε μέσα μόνο ένα στρώμα στο πάτωμα, το οποίο είχε πάνω σημάδια, σαν μούχλα. Αυτό ήταν το ”δωμάτιό” μου. Δεν είχε καν σεντόνια, τίποτα σου λέω. Άπλωσα την πετσέτα που είχα φέρει μαζί μου για την παραλία για να κοιμηθώ πάνω της, Νόμιζα θα έκανα και τα μπάνια μου… Δούλεψα τρεις μέρες γιατί πλήρωναν εκεί με τη μέρα, μάζεψα αυτά τα λεφτά και σηκώθηκα και έφυγα. Καλύτερα να πεινάσω, δεν το ξανά περνάω αυτό.

*Τα ονόματα και οι τοποθεσίες έχουν αλλάξει για λόγους ανωνυμίας

Δείτε επίσης: 

Πόσα ξοδεύω για φαγητό: Νίκος, 40 ετών, δημόσιος υπάλληλος, με εισόδημα 1500€