Σύμφωνα με τους επιστήμονες, μια δίαιτα από μόνη της δεν αρκεί για να χάσουμε κιλά και να διατηρήσουμε το νέο βάρος. Πρέπει να αλλάξουμε παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε σε σχέση με το φαγητό.
Ένα από τα πιο δυσοίωνα στατιστικά δεδομένα στο χώρο της παχυσαρκίας αφορά στο ποσοστό των ατόμων που παίρνουν ξανά βάρος ύστερα από την εφαρμογή ενός προγράμματος αδυνατίσματος. Το ποσοστό αγγίζει το 95%, ενώ συχνά ο αριθμός των κιλών που παίρνετε ξανά είναι και μεγαλύτερος από αυτόν που χάνετε! Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, πως το ζητούμενο για έναν παχύσαρκο δεν είναι -και δεν πρέπει να είναι- απλώς η απώλεια βάρους, αλλά η δυνατότητα διατήρησης αυτής της απώλειας. Για να επιτευχθεί όμως αυτός ο αντικειμενικά δύσκολος στόχος, η ένταξη του ατόμου σε ένα σωστά καταρτισμένο πρόγραμμα τροποποίησης της διατροφικής συμπεριφοράς είναι μείζονος σημασίας. Η εν λόγω τροποποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από ένα γόνιμο συνδυασμό γνωσιακής (ή γνωστικής) και συμπεριφοριστικής θεραπείας, γεγονός που έχει αποτυπωθεί τα τελευταία χρόνια στη συνείδηση του επιστήμονα διαιτολόγου, ο οποίος -δικαίως πια- απομακρύνεται από την τακτική της απλής σύνταξης ενός προγράμματος διατροφής, αποκτώντας έναν ουσιώδη και πολυδιάστατο ρόλο.
Πώς μπορεί να βοηθήσει η γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία;
Η εν λόγω θεραπεία βασίζεται στο επιστημονικό γεγονός ότι οι σκέψεις μας είναι αυτές που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τα συναισθήματα και τη γενικότερη συμπεριφορά μας και όχι εξωγενείς παράγοντες, όπως τρίτοι άνθρωποι, καταστάσεις ή γεγονότα. Το θετικό αυτής της παραδοχής είναι ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε, ώστε να αισθανόμαστε και να ενεργούμε καλύτερα, ακόμη κι αν η ίδια η κατάσταση δεν αλλάζει.
Την επόμενη, λοιπόν, φορά που θα σκεφτείτε ότι πρέπει να αλλάξετε τον τρόπο διατροφής σας και να χάσετε βάρος, μην προβληματιστείτε με αρνητικές σκέψεις όπως π.χ. «Θα μου λείψει η αγαπημένη μου σοκολάτα», «Τι κρίμα που δεν θα πίνω καθημερινά ποτό» κ.λπ., αλλά κάνετε μόνο θετικές: «Τι καλό που θα κάνω στην υγεία μου», «Σε λίγο καιρό θα μου κάνουν ρούχα της αρεσκείας μου», «Θα αποκτήσω μεγάλη αυτοπεποίθηση με την αλλαγή της εμφάνισής μου» κ.ο.κ.
Παράλληλα, και στα πλαίσια της συμπεριφοριστικής προσέγγισης, οι τροφές που μπορεί λανθασμένα να πιστεύετε πως αποτελούν αιτία των επιπλέον κιλών σας (π.χ. τα μακαρόνια) πρέπει να ενταχθούν κι αυτές στη δίαιτά σας, σε σωστή ποσότητα και συχνότητα, βέβαια… Έτσι θα «απευαισθητοποιήσετε» τον εαυτό σας από μια λανθασμένη αρνητική σκέψη (π.χ. «Τα μακαρόνια με παχαίνουν, γι’ αυτό δεν θα τα ξαναφάω ποτέ»), που με μαθηματική ακρίβεια θα σας οδηγήσει κάποια στιγμή στην υπερκατανάλωση της «απαγορευμένης» τροφής!
Η τεκμηρίωση…
Πολλές είναι οι επιστημονικές μελέτες που δείχνουν πως η γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία (Cognitive Behaviour Therapy- CBT) είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του εκπαιδευμένου διαιτολόγου, ικανό να αποφέρει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στο μείζον θέμα της διατήρησης του βάρους που χάνεται… Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται και σε ομάδες ανθρώπων που παρουσιάζουν και συνοδά της παχυσαρκίας προβλήματα, όπως ο διαβήτης τύπου 2. Δύο σημαντικές μελέτες αποδεικνύουν τα οφέλη της CBT σε τέτοιες καταστάσεις (Nutr Metab Cardiovasc Dis. 2009 Jun;19(5):313-20 & BMC Public Health 2007 May 8;7:74). Σε άλλη μελέτη (Am J Clin Nutr. 2008 May;87(5):1134-40), μετά από 10 εβδομάδες CBT, υπέρβαροι και παχύσαρκοι έφηβοι βελτίωσαν τη σωματική εικόνα τους, αλλάζοντας διατροφική συμπεριφορά κυρίως ως προς την υπερβολική κατανάλωση αναψυκτικών.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η εποχή της απλής συνταγογράφησης μιας δίαιτας αδυνατίσματος έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο διαιτολόγος δεν είναι ο «αδυνατιστής» όπως πιστεύουν κάποιοι, αλλά ο ενορχηστρωτής μιας συμφωνίας ειδικών επιστημόνων (ψυχολόγου, ιατρού, γυμναστή), που στοχεύουν αποκλειστικά στην αλλαγή του τρόπου διατροφής και ζωής του ατόμου που αντιμετωπίζει πρόβλημα. Η πολύπλευρη-πολυδυναμική προσέγγιση, με σημείο αναφοράς την εκπαίδευση του ατόμου, αποδεικνύεται ως ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του πολυπαραγοντικού προβλήματος της παχυσαρκίας, και αυτή η θέση τεκμηριώνεται και από πολύ πρόσφατα επιστημονικά στοιχεία (Eat Weight Disord 2009 Mar;14(1):23-32).