Οι ουρολοιμώξεις αποτελούν μία από τις πλέον κοινές κατηγορίες λοιμώξεων σήμερα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου 150 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως παρουσιάζουν ουρολοίμωξη κάθε χρόνο.
Οι περισσότερες ουρολοιμώξεις αποδίδονται στο μικρόβιο Escherichia coli. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες διαπίστωσαν ότι τα στελέχη της E. coli που ευθύνονται για τις ουρολοιμώξεις διαφέρουν από αυτά που βρίσκονται φυσιολογικά στο έντερο. Φαίνεται, μάλιστα, ότι τα μικρόβια αυτά ανευρίσκονται συχνότερα στο κρέας. Καθώς αυτοί που κάνουν χορτοφαγική διατροφή αποφεύγουν το κρέας, είναι λογικό να εκτίθενται σε μικρότερες ποσότητες των επιβλαβών E. coli που ευθύνονται για τις ουρολοιμώξεις. Την παραπάνω θεωρία αποφάσισε να εξετάσει μία νέα έρευνα από το Τμήμα Καρδιολογίας στο Νοσοκομείο Dalin Tzu Chi στην Ταϊβάν. Επικεφαλής της έρευνας ήταν ο Dr Chin-Lon Lin, ο οποίος τόνισε ότι, μέχρι σήμερα, καμία έρευνα δεν είχε εξετάσει την παραπάνω υπόθεση. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Scientific Reports.
Ουρολοιμώξεις και Χορτοφαγική Δίαιτα
Για να εξετάσουν τη σύνδεση ανάμεσα στη χορτοφαγική δίαιτα και τον κίνδυνο εμφάνισης ουρολοιμώξεων, οι επιστήμονες έκαναν μία μελέτη παρατήρησης με 9.724 εθελοντές ανάμεσα στα έτη 2005 και 2014. Κανένας από τους εθελοντές δεν είχε ουρολοίμωξη στην αρχή της έρευνας, ωστόσο στα επόμενα 10 χρόνια, 661 εθελοντές παρουσίασαν ουρολοιμώξεις. Οι ερευνητές εξέτασαν τη διατροφή των εθελοντών χρησιμοποιώντας ερωτηματολόγια.
Για να εξετάσουν τη σύνδεση ανάμεσα στη χορτοφαγική διατροφή και τον κίνδυνο εμφάνισης ουρολοιμώξεων, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν το μοντέλο αναλογικού κινδύνου Cox, κάνοντας παράλληλα προσαρμογή για μία σειρά παράγοντες. Σε αυτούς συμπεριλήφθηκαν η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο εκπαίδευσης, η κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα, η υπέρταση, ο διαβήτης, η υψηλή χοληστερόλη, καθώς και άλλοι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων.
16% Χαμηλότερος Κίνδυνος Ουρολοιμώξεων
Από τη μελέτη των επιστημόνων διαπιστώθηκε ότι η χορτοφαγική δίαιτα συνδέεται με 16% μειωμένο κίνδυνο ουρολοιμώξεων. Ειδικότερα, από τους 3.040 εθελοντές που έκαναν χορτοφαγική δίαιτα, οι 217 παρουσίασαν ουρολοίμωξη. Αντίστοιχα, από τους 6.684 εθελοντές της ομάδας ελέγχου οι 444 παρουσίασαν τη λοίμωξη αυτή.Η σύνδεση που παρατηρήθηκε ήταν ισχυρότερη για τις γυναίκες, αυτούς που δεν είχαν ιστορικό καπνίσματος και αφορούσε περισσότερο τις ανεπίπλεκτες ουρολοιμώξεις. «Συμπερασματικά», όπως έγραψαν οι επιστήμονες, «η χορτοφαγική δίαιτα έχει προστατευτική δράση για τις ανεπίπλεκτες ουρολοιμώξεις στις γυναίκες».«Οι μελλοντικές έρευνες θα βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τη σύνδεση ανάμεσα στα παθογόνα, τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων και τη χορτοφαγική δίαιτα», πρόσθεσαν.
Περιορισμοί της Έρευνας
Οι επιστήμονες σημείωσαν ότι η έρευνά τους είχε και ορισμένους περιορισμούς. Για παράδειγμα, βασίστηκαν στο International Classification of Diseases για τη διάγνωση των ουρολοιμώξεων και όχι στα «κλινικά συμπτώματα και τις εργαστηριακές εξετάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν συνήθως παρουσία πυουρίας και καλλιέργεια ούρων». Δεύτερον, υπήρχαν διάφοροι παράγοντες που μπορεί να επηρέασαν τα αποτελέσματα, όπως η κατανάλωση νερού, η σεξουαλική ζωή και η κατανάλωση πεπονιού, στο οποίο έχουν ανευρεθεί από διάφορες έρευνες αυξημένες ποσότητες του στελέχους της E. coli που προκαλεί ουρολοιμώξεις. Επιπλέον, καθώς η έρευνα βασίστηκε σε ερωτηματολόγια, δεν μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς ποιοι είναι οι φυτοχημικοί παράγοντες που προσφέρουν προστασία από τις ουρολοιμώξεις.
Πώς Ερμηνεύονται τα Αποτελέσματα;
Αρχικά, η έρευνα ήταν μία μελέτη παρατήρησης επομένως δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Ωστόσο, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι υπάρχουν διάφορες θεωρίες που μπορούν να εξηγήσουν τα αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα ο μεταβολισμός των ινών. Όσοι κάνουν χορτοφαγική δίαιτα καταναλώνουν συνήθως περισσότερες φυτικές ίνες, οι οποίες μεταβολίζονται από τα αναερόβια μικρόβια στο έντερο, παράγοντας λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου, γεγονός που μειώνει το pH στο έντερο. Τείνουν επίσης να καταναλώνουν περισσότερα φυτικά τρόφιμα τα οποία περιέχουν φυτοχημικά. Τα τελευταία είναι ουσίες με «αποδεδειγμένες αντιβακτηριακές, αντικαρκινικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές ιδιότητες», κατέληξε ο Dr Lin.
Πηγή: www.pathologia.eu
* Αντώνιος Δημητρακόπουλος MD, PHD, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center, Ειδικός Σύμβουλος Παθολόγος Αιγινήτειου Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου.