Πήρε το όνομά της από μια σκληρή ισπανίδα βασίλισσα, όμως η τρυφερή λουίζα βρίσκει πάντα μια θέση στους κήπους των κοινών θνητών…Είναι τόσο αγαπητή, ως ρόφημα, στις περιοχές της χώρας μας όπου ευδοκιμεί, ώστε σχεδόν όλοι πιστεύουν πως ο θάμνος της λουίζας είναι εξίσου ελληνικός με το θυμάρι και το φασκόμηλο.
Από τον Ορέστη Δαβία
Η αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Πατρίδα της λουίζας είναι η Χιλή και η Αργεντινή, απ’ όπου οι ισπανοί κατακτητές του Νέου Κόσμου τη μετέφεραν στην Ευρώπη στα μέσα -απ’ ό,τι πιστεύεται- του 18ου αιώνα. Στοιχεία για τα πρώτα βήματά της στη γηραιά ήπειρο δεν διαθέτουμε πολλά, εκτός απ’ το ότι αρχικά καλλιεργήθηκε σε κήπους μοναστηριών και ανακτόρων ως σπάνιο καλλωπιστικό φυτό. Γνωρίζουμε πάντως πως όχι πολύ αργότερα, στην Ισπανία πάντοτε, άρχισαν να αρωματίζουν με το αιθέριο έλαιο των φύλλων της ακριβά σαπούνια και καλλυντικά. Εκείνη την εποχή περίπου, το νιόφερτο φυτό βαφτίστηκε «λουίζα» προς τιμήν της ισπανίδας βασίλισσας Μαρίας-Λουίζας, επιλογή μάλλον ατυχής αφού πολλοί σύγχρονοί της την περιγράφουν ως γυναίκα σκληρή και δολοπλόκο. Το όνομα όμως που δόθηκε είναι τρυφερό και πολύ πετυχημένο καθώς, εκτός από εμάς, το υιοθέτησαν και αρκετές άλλες γλώσσες.
Για το πότε και πώς ακριβώς έφτασε η λουίζα στην Ελλάδα δεν διαθέτουμε στοιχεία, φαίνεται πάντως πως στα πιο ζεστά μέρη εγκλιματίστηκε αμέσως, ενώ λόγω της προτίμησης που δείχνει ο λαός μας στη μυρωδιά του λεμονιού, βρήκε γρήγορα μια θέση σε πολλούς κήπους. Σήμερα πλέον τη συναντάμε αυτοφυή στην Κρήτη, σε πολλά νησιά του Αιγαίου, αλλά και σε παραλιακές περιοχές της Πελοποννήσου, όπου μάλιστα συχνά παίρνει τη μορφή ενός μικρού δέντρου. Στις γλάστρες, πάλι, κλαδεύεται συνήθως τακτικά ώστε να κρατάει το προσφιλές σχήμα του «γεμάτου» θάμνου, πράγμα που πετυχαίνουμε εύκολα αν την τοποθετήσουμε σε ηλιόλουστη θέση και δεν ξεχνάμε πως χρειάζεται συχνό πότισμα. Από τα τέλη της άνοιξης μέχρι να μπει το φθινόπωρο, η λουίζα γεμίζει με τα πολύ μικρά, λευκορόδινα, αρωματικά άνθη της. Αν την καλλιεργείτε για τα φύλλα της, καλύτερα να μην της επιτρέπετε τις εξάρσεις της ανθοφορίας, γιατί τότε το άρωμα των φύλλων αδυνατίζει κάπως.
Για τον τρόπο χρήσης δεν χρειάζεται μάλλον να πούμε πολλά: το δημοφιλές ορεκτικό και χωνευτικό τσάι φτιάχνεται από τα φύλλα της, τα οποία αφήνουμε για λίγα λεπτά σε βραστό νερό. Εδώ και κάποια χρόνια θεωρήθηκε ότι το τσάι από τα ξερά, βεβαίως, φύλλα βοηθάει και στο αδυνάτισμα, με αποτέλεσμα -λόγω της μεγάλης ζήτησης- να γίνεται πλέον εισαγωγή τους από το Μαρόκο και την Τουρκία όπου η λουίζα καλλιεργείται εντατικά. Αν αποφασίσετε να αξιοποιήσετε το ευγενές μυρωδικό που λέγεται λουίζα στην κουζίνα σας, προτιμήστε τα φρεσκοκομμένα φύλλα της.
Κυκλοφορούν στο εμπόριο, όμως σας προτρέπω να της προσφέρετε φιλοξενία σε μια γλάστρα στο μπαλκόνι σας, για να έχετε όλο το χρόνο την ευχέρεια να τα κόβετε φρέσκα! Δεν χρειάζονται πολλά, δύο ή τρία φυλλαράκια είναι αρκετά για να χαρίσετε υπέροχο άρωμα και δροσερή γεύση στα φαγητά και τα γλυκά που ταιριάζουν περισσότερο στον χαρακτήρα της. Και ποια είναι αυτά; Τα ψαρικά, τα ρύζια και οι σούπες, επιμένουν όσοι σεφ πειραματίστηκαν αρκετά με τη λουίζα ή παραδειγματίζονται από το πώς τη μεταχειρίζονται στις χώρες καταγωγής της, προτείνοντας να ρίχνουμε τα φύλλα της προς το τέλος του μαγειρέματος και ολόκληρα, έτσι ώστε μετά να είναι
εύκολο να αφαιρεθούν. Το ίδιο επίσης θα κάνετε με τα παγωτά και τα σορμπέ, τις κομπόστες και τα φρούτα που θα σιγοβράσετε σε σιρόπι ή κρασί. Αλλά και το βούτυρο (με το οποίο θα αλείψετε τοστ), τα λευκά τυριά, οι πράσινες σαλάτες και οι φρουτοσαλάτες ευνοούνται από τη χάρη της. Στην περίπτωση όμως αυτή θα διαλέξετε μικρά φύλλα και θα τα ψιλοκόψετε. Και μπορείτε, βέβαια, απλώς να γαρνίρετε με ολόκληρα τα φύλλα της τους φρέσκους χυμούς και τα παγωμένα τσάγια, για να τους χαρίσετε λίγο από το άρωμα των πιο όμορφων ελληνικών κήπων.