Οι περισσότεροι άνθρωποι βάζουν ξανά μέσα σε ένα έως δύο χρόνια το βάρος που χάνουν με τις δίαιτες, εν μέρει επειδή το σώμα τους προσαρμόζεται επιβραδύνοντας το μεταβολισμό του και καίγοντας πλέον λιγότερες θερμίδες. Όμως, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων (Low Carb) φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική για μια μονιμότερη απώλεια βάρους, καθώς η μικρότερη κατανάλωση υδατανθράκων αυξάνει τον αριθμό των θερμίδων που καίγονται σε βάθος χρόνου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ενδοκρινολογίας Ντέηβιντ Λούντβιγκ του Νοσοκομείου Παίδων της Βοστόνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal» (BMJ), μελέτησαν 234 υπέρβαρους ηλικίας 18 έως 65 ετών (με δείκτη μάζας σώματος άνω του 25), οι οποίοι υποβλήθηκαν σε μια αρχική ενιαία δίαιτα για διάστημα δέκα εβδομάδων. Από αυτούς, οι 164 πέτυχαν να χάσουν το 10% έως 14% του βάρους τους.
Στη συνέχεια, αυτοί οι 164 χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες και επί άλλες 20 εβδομάδες ακολούθησαν τρεις διαφορετικές δίαιτες με πολλούς, μέτριους ή λίγους υδατάνθρακες (το 60%, 40% και 20% αντίστοιχα των συνολικών θερμίδων που κατανάλωναν). Στόχος ήταν να συγκριθούν οι δίαιτες για το ποιά εγγυάται καλύτερα την απώλεια των κιλών σε βάθος χρόνου.
«Νικήτρια» βγήκε η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων, καθώς σε αυτήν το μέσο ανθρώπινο σώμα διαπιστώθηκε ότι καίει περίπου 250 χιλιοθερμίδες την ημέρα περισσότερες από ό,τι στην περίπτωση της διατροφής με πολλούς υδατάνθρακες. Αυτό, κατά τους ερευνητές, «μεταφράζεται» σε απώλεια σχεδόν δέκα κιλών μέσα σε τρία χρόνια.
Μάλιστα για τους ανθρώπους με πολύ υψηλά επίπεδα ινσουλίνης, η διαφορά στην κατανάλωση θερμίδων ανάμεσα στις δίαιτες των χαμηλών και των υψηλών υδατανθράκων φθάνει τις 400 χιλιοθερμίδες τη ημέρα.
«Οι επεξεργασμένοι υδατάνθρακες με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη που πλημμυρίζουν τη διατροφή μας στη σημερινή εποχή των χαμηλών λιπαρών, έχουν αυξήσει τα επίπεδα ινσουλίνης, κάτι που ωθεί τα κύτταρα λίπους να αποθηκεύουν έξτρα θερμίδες. Επειδή έτσι μένουν λιγότερες θερμίδες διαθέσιμες για το υπόλοιπο σώμα, αυξάνει η πείνα και επιβραδύνεται ο μεταβολισμός, με συνέπεια να αυξάνεται το βάρος», δήλωσε ο Λούντβιγκ.
Όπως είπε, «δεν είναι όλες οι θερμίδες ίδιες για το σώμα. Το είδος των θερμίδων που καταναλώνει κανείς, επηρεάζει τον αριθμό θερμίδων που καίει. Όταν υπάρχουν περισσότερες θερμίδες στο αίμα, που δεν είναι παγιδευμένες μέσα σε κύτταρα λίπους, τότε ο εγκέφαλος και οι μύες έχουν καλύτερη πρόσβαση στα καύσιμα που χρειάζονται».
Η νέα έρευνα έδειξε ότι η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων, εκτός από μεγαλύτερη καύση θερμίδων, μειώνει επίσης την πείνα, βοηθώντας έτσι καλύτερα στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας.
‘Αλλοι πάντως ειδικοί επεσήμαναν ότι είναι ακόμη νωρίς να συμβουλεύσει κανείς το κοινό να στραφεί μαζικά σε μια τέτοια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων, επειδή είναι ασαφείς οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την υγεία. «Είναι πολύ πρόωρο να πει κανείς κατά πόσο αυτό το είδος διατροφής είναι όντως υγιές σε βάθος χρόνου», δήλωσε η διαιτολόγος Ντάνα Χάνες του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Λος ‘Αντζελες (UCLA).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ