Τον πυρήνα μιας ξεκάθαρης στρατηγικής για την αγροτική ανάπτυξη στη Θεσσαλία ανέπτυξε ο περιφερειάρχης Δημήτρης Κουρέτας, υπογραμμίζοντας πως η βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα εξαρτάται από την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων και την αξιοποίηση της προστιθέμενης αξίας των τοπικών προϊόντων.
Ο κ. Κουρέτας, με την ιδιότητα πλέον του περιφερειάρχη, δήλωσε πως υπερασπίζεται από αυτή τη θέση όσα πρέσβευε και ως καθηγητής. Στάθηκε ιδιαίτερα στις μεταβολές που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες. Όπως είπε, πριν το 1980 η Ελλάδα αντλούσε περίπου το 25% του ΑΕΠ από τον πρωτογενή τομέα και 15% από τον δευτερογενή, ενώ περιοχές όπως η Βοιωτία είχαν αγροτικό προσανατολισμό της τάξης του 70%. Σήμερα, το ποσοστό της πρωτογενούς παραγωγής στο εθνικό ΑΕΠ έχει υποχωρήσει στο 3%, με τον δευτερογενή στο 7-8%. Ωστόσο, η Θεσσαλία εξακολουθεί να αντλεί πάνω από το 30% της οικονομικής της δραστηριότητας από την αγροτική παραγωγή, κατακτώντας πρωτιά σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
«Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν αυτό το παραγωγικό μείγμα μπορεί να αντέξει και υπό ποιες προϋποθέσεις», τόνισε ο περιφερειάρχης. Για να δοθεί θετική απάντηση, όπως ανέφερε, απαιτούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: να αντιμετωπιστεί η μείωση των υδάτινων πόρων και να κατορθώσουν οι παραγωγοί να αποκομίσουν την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους.
Ο κ. Κουρέτας εστίασε στο πλεονέκτημα της ελληνικής βιοποικιλότητας. Όπως σημείωσε, η χώρα διαθέτει περίπου 6.000 αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, εκ των οποίων τα 1.280 είναι ενδημικά – δηλαδή δεν φύονται πουθενά αλλού στον κόσμο. «Ο Όλυμπος μόνος του έχει πάνω από 150 τέτοια φυτά», δήλωσε, συγκρίνοντας το νούμερο με τις μόλις δέκα ενδημικές ποικιλίες που διαθέτουν χώρες όπως η Γερμανία και η Αγγλία. «Η Ελλάδα είναι δεύτερη παγκοσμίως σε φυτική βιοποικιλότητα μετά τη Μαδαγασκάρη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, εξέφρασε τη διαφωνία του με την πρόταση που είχε κατατεθεί πέρυσι στη Θεσσαλία από ολλανδική εταιρεία, η οποία πρότεινε την αναδιάρθρωση του αγροτικού μείγματος με είσοδο μεγάλων ομίλων που θα καλλιεργούσαν συγκεκριμένα προϊόντα. Όπως είπε, η πρόταση αυτή κρίθηκε ακατάλληλη διότι δεν αξιοποιεί την ποιοτική ιδιαιτερότητα που προσφέρει η θεσσαλική γη μέσα από τη βιοποικιλότητα. «Η μεγάλη ανθεκτικότητα της Θεσσαλίας είναι η ποιότητα των προϊόντων που παράγονται», σημείωσε.
Κλείνοντας, ο Δημήτρης Κουρέτας υπογράμμισε πως αυτό το μήνυμα πρέπει να περάσει «σαν θραύσμα βράχου» στο μυαλό κάθε πολίτη και κάθε δημάρχου: το μέλλον της περιοχής χτίζεται πάνω στην ποιότητα των τοπικών προϊόντων και στην προστασία των μοναδικών φυσικών της χαρακτηριστικών.
Ποιος είναι ο Δημήτρης Κουρέτας
Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι Περιφερειάρχης Θεσσαλίας και Καθηγητής Φυσιολογίας Ζωικών Οργανισμών και Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Διαθέτει πολυετή ερευνητική εμπειρία στους τομείς της αγροδιατροφής, της βιολειτουργικής διατροφής και της καινοτομίας στα τρόφιμα, με περισσότερες από 200 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά.
Έχει διατελέσει πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Αγροδιατροφής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση στρατηγικών για την αξιοποίηση της ελληνικής βιοποικιλότητας και την προώθηση της υγιεινής μεσογειακής διατροφής.
Ως Περιφερειάρχης, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση της αγροδιατροφής με τον τουρισμό, την καινοτομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη, ενισχύοντας την εξωστρέφεια των τοπικών παραγωγών και τη δημιουργία θεματικών διαδρομών που αναδεικνύουν τα ποιοτικά προϊόντα της Θεσσαλίας.