Για την άνθηση του χύμα κρασιού ο τελευταίος που ευθύνεται είναι ο καταναλωτής. Ας δούμε πρώτα το κράτος και τους φορείς του οινοποιητικού κλάδου, έπειτα όσους γράφουν ή το επικοινωνούν με δυσνόητο λεξιλόγιο, και φυσικά τους πονηρούς μαγαζάτορες.
Παρακολούθησα πρόσφατα, ως λαθραναγνώστης είναι η αλήθεια, μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο Facebook, ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν είτε ερασιτεχνική είτε επαγγελματική σχέση με το κρασί. Αφορμή ήταν η -απολύτως ορθή- παρατήρηση του ενός για την ανησυχητικά κυρίαρχη παρουσία χύμα κρασιού στα τραπέζια μάλλον ακριβού εστιατορίου. Από τις πολλές απόψεις που διάβασα, κάποιες εξ αυτών εξαιρετικά σοβαρές και κάποιες στα όρια του φαιδρού, στέκομαι σε μία, που μάλιστα εκφράστηκε από αρκετούς σε διάφορες παραλλαγές: «δεν υπάρχει οινική παιδεία στην Ελλάδα», εννοώντας κατά πρώτο λόγο τους καταναλωτές και κατά δεύτερο τους εστιάτορες.
Πριν από αυτό όμως, επιτρέψτε μου μια παρέκβαση. Το γεγονός ότι γράφουμε με λατινικά στοιχεία το όνομά μας στο Fb δεν μας αλλάζει την ιθαγένεια. Άρα εκφράσεις του τύπου «ο Έλληνας θέλει…» ή «έτσι είναι ο Έλληνας» μάλλον ατυχείς θα τις χαρακτήριζα. Εμείς είμαστε, εμείς θέλουμε, γιατί όλοι στον ίδιο τόπο και στην ίδια ράτσα ανήκουμε και όλοι έχουμε ευθύνη για ό,τι γίνεται ή δεν γίνεται.
Επανέρχομαι στο θέμα. Σίγουρα δεν υπάρχει οινική παιδεία στην Ελλάδα γιατί αυτό σημαίνει υπεύθυνους φορείς, χρηματοδοτήσεις και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Οσα δηλαδή μας λείπουν γενικώς. Οπως δεν υπάρχει και κουλτούρα. Γιατί, η παλιά, εκείνη που θεωρούσε το κρασί κομμάτι της διατροφικής μας καθημερινότητας εξοβελίστηκε για χάρη του «εξευρωπαϊσμού» (κάπως αλλιώς το είπε ο Πέτρος Κωστόπουλος) και καινούρια δεν προλάβαμε να διαμορφώσουμε. Βλέπετε, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ξεκίνησε η νέα εποχή του εμφιαλωμένου ελληνικού κρασιού, μέχρι σήμερα ο χρόνος είναι λίγος. Προλάβαμε, όμως, μεταφέροντας στρεβλά ένα ελιτίστικο αγγλοσαξονικό μοντέλο, να μετατρέψουμε το εμφιαλωμένο κρασί σε σύμβολο κύρους και οικονομικής ευπραγίας, δίνοντας λιγότερη σημασία στα χαρακτηριστικά του και την ευχαρίστηση που μπορούσε να μας προσφέρει. Μέχρι που ήρθε η οικονομική κρίση και περάσαμε με ευκολία στο χύμα ή, ας το πούμε ευγενικότερα, κρασί της καράφας.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο ανώνυμο χύμα, που συχνά προέρχεται από παράνομες ή χωρικές οινοποιήσεις και ως εκ τούτου διακινείται χωρίς φορολογικά παραστατικά, και στο προϊόν αναγνωρισμένων οινοποιείων, το οποίο συσκευάζεται σε ασκούς. Σε ένα εστιατόριο, όμως, όταν το κρασί έρχεται σε καράφα, δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποια κατηγορία ανήκει, παρότι υπάρχει αγορανομική διάταξη που επιβάλλει την αναγραφή, στον κατάλογο, του παραγωγού και της προέλευσής του. Μια διάταξη που εφαρμόζεται περίπου όσο και αυτή για το κάπνισμα, δηλαδή σπανίως.
Βέβαια, ο τελευταίος που ευθύνεται για όλα αυτά είναι ο καταναλωτής. Πριν από αυτόν ας δούμε το κράτος που δεν ελέγχει την παράνομη διακίνηση κρασιών ή την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας. Τους φορείς του οινοποιητικού κλάδου, που πολλά χρόνια τώρα δεν οργάνωσαν, εντός Ελλάδος, μια καμπάνια ενημέρωσης για τα πλεονεκτήματα του επώνυμου, εμφιαλωμένου κρασιού. Οσους γράφοντας ή επικοινωνώντας φόρτωσαν το κρασί με περίπλοκες τελετουργίες και δυσνόητο λεξιλόγιο, κάνοντάς το απόμακρο ή αδιάφορο για τους πολλούς. Και, φυσικά, τους πονηρούς μαγαζάτορες που προωθούν το ανώνυμο χύμα όχι τόσο για το μεγάλο περιθώριο κέρδους που τους προσφέρει (σε απόλυτες αξίες ίσως να κερδίζουν λιγότερα αν πουλήσουν ένα λίτρο χύμα απ’ ό,τι μια φιάλη κρασιού), αλλά για τη δυνατότητα φοροδιαφυγής που τους παρέχει.
Κάνω λάθος;
Δείτε επίσης
Η ανάπτυξη είναι εδώ (στις τιμές του κρασιού)