Ένα περίεργο πράγμα με τους διατροφικούς μύθους: Μόλις καταρρίπτεται ένας, διογκώνεται ένας άλλος μέχρι να απομυθοποιηθεί και αυτός και φτου και από την αρχή. Παλαιότερα δαιμονοποιούσαμε τους υδατάνθρακες και κάναμε μήνες να δούμε μακαρόνι στο πιάτο μας ή μέχρι τουλάχιστον να καταφέρουμε να μπούμε στο επιθυμητό νούμερο τζιν. Επόμενο θύμα; Τα λιπαρά, τα οποία απέκτησαν την όψη του εχθρού με τα light και τα non fat προϊόντα να γεμίζουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Και αφού είχαμε “βολευτεί” με τους “κανόνες” αδυνατίσματος αυτούς, μια νέα έρευνα ήρθε στο φως για να μάς τα ανατρέψει όλα.
Αναφερόμαστε βέβαια στην έρευνα PURE (Prospective Urban Rural Epidemiology) η οποία παρακολούθησε 135.000 ενήλικες από 18 χώρες, καταγράφοντας τις διατροφικές συνήθειες και την υγεία τους για περισσότερα από 7 χρόνια. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι όσοι κατανάλωναν καθημερινά μεγαλύτερη ποσότητα λίπους (35% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης) είχαν 23% μικρότερη πιθανότητα θανάτου, κατά τη διάρκεια της έρευνας, σε σχέση με όσους είχαν την μικρότερη κατανάλωση (10% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης). Τα ποσοστά διαφόρων καρδιαγγειακών παθήσεων ήταν παρόμοια σε όλα τα ποσοστά κατανάλωσης λίπους, ενώ τα εγκεφαλικά επεισόδια ήταν λιγότερο συχνά στους λάτρεις των λιπαρών. Όσον αφορά την κατανάλωση υδατανθράκων, οι εθελοντές με τα υψηλότερα ποσοστά (77% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης) είχαν 28% μεγαλύτερη πιθανότητα θανάτου σε σχέση με αυτούς με τα χαμηλότερα (46% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης).
Η έρευνα μάλιστα διαφώνησε και με την πλειονότητα των διατροφολόγων, που μάς ενθαρρύνουν να τρώμε όσο περισσότερα λαχανικά μπορούμε κάθε μέρα, καθώς στους εθελοντές η αυξημένη κατανάλωση φρούτων, οσπρίων και φασολιών συνδέθηκε με μεγαλύτερα οφέλη απ’ ότι η κατανάλωση λαχανικών. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι η ποσότητα που καταναλώνουμε δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, καθώς όσοι έτρωγαν 3 ή 4 μερίδες φρούτων και λαχανικών ημερησίως, απολάμβαναν παρόμοια οφέλη με αυτούς που έτρωγαν 8 ή περισσότερες. Οι ερευνητές προκειμένου να βεβαιωθούν ότι τα συμπεράσματά τους ήταν σωστά, έλαβαν δείγματα αίματος από τους συμμετέχοντες στην έρευνα και εξέτασαν τα επίπεδα της χοληστερόλης και των υπολοίπων λιπιδίων. Βρήκαν τότε ότι εκείνοι με την υψηλότερη πρόσληψη λιπών και τη χαμηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων, είχαν χαμηλά επίπεδα LDL ή αλλιώς «κακής χοληστερόλης» και τριγλυκεριδίων και υψηλότερα επίπεδα της HDL, γνωστής και ως «καλής χοληστερόλης», επιβεβαιώνοντας έτσι τα αποτελέσματα της έρευνας.
Ποια είναι σύμφωνα με τα νέα δεδομένα λοιπόν η ιδανική διατροφή; Εκείνη που βασίζεται ως επί το πλείστον στις φυτικές τροφές, όπως τα φρούτα και τα όσπρια, είναι πλούσια σε φυτικά λίπη και φτωχή σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες και σάκχαρα.