Κάτι σαν φυσικό φαινόμενο. Θα πας στη Φολέγανδρο; Θα περάσεις απ’ την Αστάρτη. Από το 1993, αυτό το μικροσκοπικό μπαρ που ξεχειλίζει κόσμο μέσα – έξω είναι το κέντρο εξελίξεων όσων συμβαίνουν στο νησί. Λίγο πριν τη δύση του ηλίου, σίγουρα μετά απ’ αυτή, από το καυτό καζάνι του Λευτέρη (Γαβαλά) βγαίνει ρακόμελο που κυκλοφορεί κανάτα – κανάτα, ποτήρι – ποτήρι στους πελάτες. Ο δημιουργός αυτού του τόσο δυνατού σημείου έχει μια όμορφη ιστορία να πει γύρω από το πώς ένα παραδοσιακό ελληνικό αλκοολούχο ποτό έγινε must (και) στη Φολέγανδρο.
Το ρακόμελο και η μέθοδος να λατρέψεις ένα κυκλαδίτικο μπαρ
Ο Λευτέρης γεννήθηκε στη Φολέγανδρο. Και το σόι του από εκεί είναι.
«Πριν ανοίξω την Αστάρτη, ταξίδευα. Δούλευα σε κρουαζιερόπλοια. Μπάρκαρα στα 18. Αρχικά έκανα διάφορες δουλειές. Το μάτι μου πάντα έπαιζε στα μπαρ. Στο πρώτο μπάρκο έπιασα τον μετρ. Του πρότεινα: “Νομίζω πως μπορώ να τα καταφέρω πίσω από την μπάρα.” Είπε πως όταν κάποιος από το πόστο που ήθελα να πάω έφευγε, θα με δοκίμαζε. Έτσι και έγινε.
Στην αρχή πήγα στη λάντζα. Κάποια στιγμή έγινα μπάρμαν. Το όλο πράγμα ήταν μεγάλο σχολείο. Οι άνθρωποι ερχόντουσαν στο μέρος μας να μιλήσουν, να χαμογελάσουν, να πιουν κάτι, να χαλαρώσουν. Τα χρόνια περνούσαν. Ξαναπάτησα στεριά όταν ο πλοιοκτήτης πούλησε το δεύτερο κρουαζιερόπλοιο που δούλευα. Θυμάμαι όλοι έλεγαν: “Άντε να φύγουμε από εδώ”, και εγώ έλεγα: “Θέλω να κάτσω”. Το μπαρ, ό,τι είχε σχέση μαζί του, μου άρεσε πολύ.»
Το τέλος είναι πάντα μια καινούργια αρχή; Συχνά ναι. Τουλάχιστον έτσι πήγε με τον Λευτέρη.
«Ήταν 1988 ή 1989, όταν με άλλους Φολεγανδρίτες συναντηθήκαμε στην Αθήνα. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο: “Σου αρέσει εδώ;”. Πάνω στη σούρα μας είπαμε μία μεγάλη αλήθεια: πως δεν μας άρεσε η πόλη. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στον τόπο μας. Ν’ ανοίξουμε κάτι εκεί. Το νησί έπαιρνε τα πάνω του τουριστικά. Και εμείς σκεφτήκαμε πως θα ήταν καλή ιδέα να κάνουμε κάτι που να έχει σχέση με τον τουρισμό. Το 1989 άνοιξαν τέσσερα μαγαζιά. Και το δικό μου ήταν ένα από αυτά. Δεν το έλεγαν Αστάρτη. Το έλεγαν Vegera. Κράτησε 2 χρόνια. Είχε φαγητό και ποτό. Δούλευα χειμώνα – καλοκαίρι. Με έσκασε. Το έκλεισα.»
Κάτι σαν τον Λώρα, αλλά στη Φολέγανδρο
«Αρχές δεκαετίας 1990. Στο σημείο που είναι σήμερα η Αστάρτη, ήταν κάτι παιδιά που πουλούσαν μπλουζάκια. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να φύγουν. Να συνεχίσουν τη δουλειά τους σε άλλο νησί. Έμαθα πως ο χώρος ήταν άδειος, ενώ βρισκόμουν στην Αθήνα. Μπεκροπίναμε με τον φίλο μου τον Τάκη, που τον “χάσαμε” (σ.σ. Ο Τάκης άνοιξε την επίσης διάσημη Πούντα στη Φολέγανδρο), στον Λώρα, στην Πλατεία Μαβίλη, όταν τον ρώτησα: “Θέλεις να κατέβουμε στο νησί και να κάνουμε τον Λώρα της Φολεγάνδρου;”. Μου απάντησε: “Άσε τις συνεργασίες. Βγες μπροστά μόνος. Μπάρμαν είσαι. Μπάρμαν θα μείνεις. Αυτό σ’ αρέσει. Αυτό θα κάνεις.”
Μου άρεσε πολύ το σημείο που ήταν το μαγαζί. Σ’ όλη τη γη, κάθε πλατεία θέλει το μπαρ της. Και η πλατεία του νησιού μου δεν είχε μπαρ. Ξανακατέβηκα στη Φολέγανδρο για να κάνω κάτι δικό μου. Είπα πως ήθελα να διεκδικήσω αυτό που αγαπάω για μια ακόμα φορά.»
Μουσική, κοκτέιλ και Χατζιδάκις – Η διάσημη Αστάρτη άνοιξε την Πρωτομαγιά του 1993
«Εκείνη την περίοδο, στη δισκοθήκη μου δεν υπήρχε ελληνική μουσική. Μπορεί να είχα ένα άλμπουμ του Παπάζογλου και ένα της Αρβανιτάκη, αλλά ως εκεί. Μου άρεσε να παίζω αγγλόφωνες μπαλάντες. Δεν μου πήγαινε να κάνω φασαρία. Κάποια στιγμή, τον επόμενο χειμώνα, σκέφτηκα πως θα μπορούσα να βάζω ελληνική μουσική.
Δεν γνώριζα πολλά για την αφεντιά της, αλλά ήξερα από πού να ξεκινήσω. Βούτηξα στη δισκογραφία του Χατζιδάκι και μαγεύτηκα. Το επόμενο καλοκαίρι, ο “Μεγάλος Ερωτικός” έλιωνε από το CD του μαγαζιού. Ο κόσμος ρωτούσε: “Μα τι μουσική είναι αυτή;” Τους έλεγα: ελληνική. Δεν το πίστευαν. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη και για εκείνους και για μένα.
»Ήταν επόμενο να συνεχίσω να ψάχνω περισσότερα γύρω από το ελληνικό ρεπερτόριο που μου άρεσε. Άκουσα όσα δεν είχα ακούσει τόσα χρόνια πριν. Για παράδειγμα, Μάλαμα και την “Ανδρομέδα” του Θανάση (σ.σ. Παπακωνσταντίνου). Μπήκα σ’ ένα απίστευτο τριπ ψάχνοντας ελληνική μουσική. Στον κόσμο άρεσαν οι επιλογές μου.
Δειλά-δειλά άρχισαν να γίνονται κάτι γλεντάκια στην πλατεία, έξω από την Αστάρτη. Το ένα έφερνε το άλλο. Σιγά–σιγά, κατάλαβα πως ο χώρος μου είχε γίνει σημείο συνάντησης.»
Το Ρακόμελο
«Ουσιαστικά το ρακόμελο μού το επέβαλαν κάτι επισκέπτες της Φολεγάνδρου. Κάποια στιγμή μπήκαν στο μαγαζί κάτι τύποι — ανάμεσά τους ήταν και η Μανία Τεγοπούλου, η κόρη του εκδότη — ζητώντας μου ρακόμελα. Νόμιζα πως θα ξεμπέρδευα εύκολα λέγοντας: “Συγγνώμη παιδιά, δεν έχω σχέση με αυτό που ζητάτε.” Έκανα λάθος.
Την επόμενη μέρα έφτασαν στο μαγαζί με όλα τα υλικά. Γκαζάκι, μέλι, ρακί. Τους έφτιαξα ό,τι ήθελαν να πιουν. Το όλο πράγμα φούντωνε σιγά–σιγά. Ο κόσμος ερχόταν στο μαγαζί για να πιει ρακόμελο. Όταν έλεγαν “Φτιάξε μου πέντε. Ή φτιάξε μου μια κανάτα”, κατάλαβα πως έπρεπε να βάλω δίσκους για να παίρνουν τις παραγγελίες τους. Μία παλάμη μπορεί να κρατήσει δύο ποτήρια μάξιμουμ. Και μου ζητούσαν πολλά περισσότερα. Ο χρόνος περνούσε. Στην πορεία, εκείνο το μικρό γκαζάκι που μου είχαν κάνει κάποτε δώρο για να φτιάχνω ρακόμελα, αντικαταστάθηκε από καζάνι.»
Στην Αστάρτη μπορείς να κάνεις εύκολα παρέες, να φλερτάρεις χωρίς τέλος, να πιεις στην υγειά της ζωής όσες φορές θες. Καθόλου άσχημα, ε;
«Μου αρέσει που ο κόσμος αισθάνεται οικεία με τον χώρο μου, με μένα. Οι αναμνήσεις είναι ατελείωτες. Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ. Πως παιδιά, φτάνοντας από τον Πειραιά στη Φολέγανδρο, ερχόντουσαν με τις βαλίτσες κατευθείαν στην Αστάρτη λέγοντας: “Ρε Λευτέρη, στο καράβι είχαμε ένα άγχος. Αν θα προλαβαίναμε το μαγαζί ανοιχτό.”
»Όλα αυτά τα χρόνια έχω πάρει αγάπη. Τόση αγάπη που ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως ένα μικρό μπαράκι θα έδινε τόσα πολλά. Ποτέ κανείς δεν μάλωσε στο μαγαζί μου και παινεύομαι γι’ αυτό. Και ποτέ δεν είδα τους ανθρώπους που έρχονται εδώ με βάση την καταγωγή τους, το κοινωνικό τους επίπεδο.
»Στην “Αστάρτη” δεν θα υπάρξει ποτέ “Reserve”. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Όλοι οι καλοί χωρούν. Και ποτέ δεν θ’ αλλάξω τη μουσική που παίζω. Ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας ρε παιδί μου. Για μένα, κάθε μέρα στο μαγαζί είναι σαν να είναι η πρώτη μέρα που το άνοιξα. Έτσι θα μείνει.»