Εάν είχαν ίχνος αντικειμενικής κριτικής οι δηλώσεις «είσαι ο καλύτερος-η μπαμπάς / μαμά / αδελφός / αδελφή / άνδρας / γυναίκα του κόσμου», ο πλανήτης μας θα ήταν γεμάτος από υπέροχα πλάσματα, γεμάτα καλοσύνη, ψυχική ομορφιά και εξυπνάδα. Πλην, όμως, στα συναισθηματικά θέματα οι υπερβολές επιτρέπονται -για να μην πούμε επιβάλλονται- ώστε να μεταφέρουν τον ενθουσιασμό, την αγάπη, την ευτυχία, τον έρωτα που ο δηλών νιώθει. Και φυσικά κανείς δεν απαιτεί αντικειμενικότητα από το πιτσιρίκι που λατρεύει τον γονιό του ή από το ερωτευμένο μέλος μιας σχέσης. Ούτε φυσικά κάνει στατιστικό ή ποσοτικό έλεγχο για να διερευνηθεί η ορθότητα της δήλωσης, τύπου «δηλαδή εσείς πόσους ακριβώς μπαμπάδες γνωρίζετε και κρίνετε ότι ο δικός σας είναι ο καλύτερος;».

Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει -ή θα έπρεπε να συμβαίνει- όταν ο υπερθετικός χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό προϊόντων, υπηρεσιών, φαγητού, εστιατορίων, και μάλιστα όχι συγκριτικά, αλλά οριστικά και ανυπερθέτως. Όταν δεν γράφουμε «ήταν το καλύτερο από όσα έχω δοκιμάσει τον τελευταίο μήνα», αλλά επιλέγουμε το «δοκίμασα το καλύτερο», τελεία και παύλα. Γιατί ο απόλυτος υπερθετικός προφανώς σημαίνει ότι ανάμεσα σε -ας πούμε χάριν του κειμένου- 500 ίδια φαγητά, τούτο εδώ είναι το καλύτερο. Ή ότι η ταβέρνα Χαμαιλέων στα Σεπόλια -προϊόν φαντασίας μου- είναι η καλύτερη της Αθήνας, ανάμεσα στις 1.500 πιθανόν και περισσότερες του λεκανοπεδίου. Δηλώσεις που προϋποθέτουν εξαντλητικό ρεπορτάζ σε συγκεκριμένο βάθος χρόνου -όχι υπερβολικού βάθους γιατί τα δεδομένα μπορεί και να έχουν αλλάξει.

Όταν λοιπόν γράφουμε για το καλύτερο κοκτέιλ, το καλύτερο κρασί, το καλύτερο μπαρ, εστιατόριο, ταβέρνα, τι ακριβώς δηλώνουμε; Γιατί πρέπει κάποιος να μας πιστέψει και να πάρει στα σοβαρά τα γραφόμενά μας; Ειδικά όταν πολύ σύντομα, ακόμη και σε λίγες ημέρες, ένα νέο καλύτερο εστιατόριο σκάει μύτη, οπότε γίνεται το πιο καλύτερο. Και το επόμενο θα είναι το πιο καλυτερότερο και έπειτα από αυτό το πιο περισσότερο καλυτερότερο, δίνοντας στην έννοια του υπερθετικού νέες, μυθικές διαστάσεις.

Δεν πρόκειται για μόδα, οφείλω να ομολογήσω ότι η έκφραση «το πιο περισσότερο καλυτερότερο» χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, για να δείξει ακριβώς αυτή την κατάχρηση του υπερθετικού βαθμού στην καθημερινότητά μας. Όσο για τις λίστες, οι πρώτες έφτασαν στο κλεινόν άστυ σε έντυπα που ήρθαν να ξεβλαχέψουν, δίνοντας αριθμημένες τις «καλύτερες» οδηγίες για ευτυχία, σεξ, καριέρα, έρωτα, οικογένεια.

Δεν θα κομίσω γλαύκα εις Αθήνας γράφοντας για την καταγωγή της λίστας, απλά θα θυμίσω ότι ως είδος είναι πολύ αγαπητό στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου ακόμη και τα πανεπιστημιακά τεστ παίρνουν απαντήσεις από λίστες με τη μέθοδο του multiple choice. Εκεί πιστεύουν στις εύκολες λύσεις και τη μασημένη τροφή, στις γρήγορες, αβάδιστες, ξεκούραστες επιλογές, που τις κάνουν άλλοι, πριν από εμάς για εμάς. Η αυθεντία του expert, αυτή που τόσο θαυμάζεται στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, βρίσκεται μόνιμα σε ευθεία αντιπαράθεση με τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης, εκείνον του ορθού λόγου, της αμφισβήτησης και της κριτικής σκέψης.

Όμως ακολουθώντας αυτή την τάση και προσπαθώντας να καλύψουμε την ανάγκη για γρήγορες, εύκολες λύσεις, αφού ο χρόνος είναι χρήμα, μπαίνουμε στο παιχνίδι της λίστας κι εμείς. Ομαδοποιούμε, ισοπεδώνουμε, αλλοιώνουμε, με στόχο να χωρέσουμε «τα καλύτερα» στο ίδιο κάδρο, κάτω από έναν κοινό τίτλο. Που σήμερα είναι αυτά, αύριο κάποια άλλα και μεθαύριο ένα μείγμα τους, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι οι αναγνώστες δεν έχουν μνήμη χρυσόψαρου και είναι πολύ πιθανόν να θυμούνται τα προηγούμενα και σίγουρα θα θυμούνται τα αυριανά.
Προσωπικά, σέβομαι απείρως περισσότερο εκείνες και εκείνους που στα κείμενά τους προτείνουν ή επιλέγουν ανάμεσα σε όσα αγαπούν ή εκτιμούν ή μόλις γνώρισαν. Που μου δίνουν τη δυνατότητα να μπω στο παιχνίδι τους, να ανταλλάξουμε νοερά απόψεις πάνω στις επιλογές τους, να δούμε αν συμφωνούμε, που μου αφήνουν μια πόρτα ανοιχτή για να τους ακολουθήσω στις διαδρομές τους, χωρίς ποτέ να μου επιβάλουν την απόλυτη άποψή τους. Γεγονός που επιβεβαιώνει ότι τελικά κι εγώ μάλλον έμαθα να αγαπώ τις λίστες, αλλά σίγουρα συνεχίζω να αντιπαθώ τις αυθεντίες.

Κι επειδή τα καλύτερα είναι πάντοτε μπροστά μας και οι εμπειρίες δεν τελειώνουν ποτέ, ας μην εγκλωβίζουμε τόσο εύκολα τον υπερθετικό μας σε πεπερασμένα, ενίοτε αμφίβολα, μεγέθη στερώντας τον από εκεί που πραγματικά τον αξίζουν.

Φωτογραφία ανοίγματος: tim-mossholder- unsplash

 

Διαβάστε ακόμη

Όχι, το φαγητό δεν είναι απλά ένα ωραίο, στολισμένο πιάτο

Ποιος θα καλέσει την αστυνομία του μουσακά;

Αφροδισιακά φαγητά; Μα, σοβαρά τώρα;

Το άρθρο της εβδομάδας