Ο νικητής του λαοπρόβλητου γαστρονομικού διαγωνισμού πιστεύει πως ο χαρακτήρας, η διάθεση και τα συναισθήματα ενός μάγειρα καθρεφτίζονται στο φαγητό του. Και ήδη βάζει στόχο να δημιουργήσει ένα finedining εστιατόριο δημιουργικής ελληνικής κουζίνας, χωρίς να λησμονεί ποτέ την πρώτη γεύση που δοκίμασε και έμαθε από τη γιαγιά του.
Ο Σταύρος Βαρθαλίτης είναι ο νικητής του τέταρτου «MasterChef». Αλλά αυτή είναι μια γνώση ήδη χωνεμένη από το τηλεοπτικό κοινό. Στην πραγματικότητα ο νεαρός μάγειρας είναι η ενσάρκωση της νεόκοπης θυμοσοφίας που θέλει τους σεφ να είναι οι νέοι ροκ σταρ. Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος του κοινού να μην έχει γευτεί ακόμα κάποια γαστρονομική δημιουργία του, τουλάχιστον με τον συμβατικό τρόπο, δηλαδή με πιρούνι, μαχαίρι και κουτάλι και όχι με τη διαμεσολάβηση της τηλεόρασης, όμως ο 24χρονος μάγειρας που αναδείχτηκε μέσα από τον διαγωνισμό του STAR είναι ήδη ο νέος ήρωας – και μάλιστα βρισκόταν πίσω ακριβώς από αυτό που εννοούμε όταν λέμε«διπλανή πόρτα». Τις τελευταίες δέκα ημέρες, από τη νύχτα δηλαδή που η ετυμηγορία του Σωτήρη Κοντιζά, του Πάνου Ιωαννίδη και του Λεωνίδα Κουτσόπουλου τον ανέδειξε νικητή του λαοπρόβλητου concept, ο Σταύρος Βαρθαλίτης λέει ότι τα πράγματα που ακούει πιο συχνά να του απευθύνουν οι συμπολίτες μας στον δρόμο είναι ο στίχος «Ερωτας αλήτης», η προσφώνηση «Foodman» και η ατάκα «τι καλό παιδί είσαι εσύ».
Ειδικά για το τελευταίο δεν πέφτουν ούτε χιλιοστό έξω. Παρότι θα μπορούσε ήδη να εξαργυρώνει τη μεγεθυσμένη από τους έξι μήνες της σχεδόν καθημερινής τηλεοπτικής παρουσίας του δημόσια εικόνα του, ο νέος Ελληνας MasterChef είναι συνεπής στο ραντεβού της φωτογράφησης, είναι χαρούμενος, γεμάτος ενέργεια και έξω καρδιά, δίνει ακόμα και βήμα-βήμα συνταγή για καραμέλα γάλακτος όταν του τη ζητά ο φωτογράφος. Η προσήνειά του είναι ένα χαρακτηριστικό του που σίγουρα ευθύνεται για το γεγονός ότι καταφέρνει να κερδίζει apriori τις εντυπώσεις. Τι πιστεύει όμως ο ίδιος ότι τον έκανε τόσο αγαπητό; «Το μυστικό για να σε αγαπήσει ο κόσμος είναι να ταυτιστεί με κάποια στοιχεία από τον χαρακτήρα σου. Πιστεύω λοιπόν ότι καθένας είδε κάποια πράγματα από τον εαυτό του σε μένα. Αλλος το χιούμορ, άλλος την τρέλα, άλλος τον κόπο που κατέβαλα -γιατί κόπιασα πολύ για να φτάσω ως εδώ- για να βγει αυτό το αποτέλεσμα και να είμαι τελικά ο νικητής. Γι’ αυτό νομίζω ότι ο κόσμος ταυτίστηκε», λέει. Και συνεχίζει: «Το μεγαλύτερο κέρδος από ένα τέτοιο ένα παιχνίδι, πέρα από την αναγνωρισιμότητα και τη μαγειρική εξέλιξη, είναι να βγαίνεις στον αληθινό κόσμο και εκείνοι που σε παρακολουθούσαν από τους τηλεοπτικούς δέκτες να βλέπουν ότι ήσουν όντως αυτός. Οτι δεν κρύφτηκες και δεν έβαλες μπροστά κάτι άλλο από αυτό που είσαι». Σε μια εποχή που όλοι θέλουν να υποτάσσονται στην εικόνα τους, ο νεαρός σεφ επιλέγει να υποτάσσει την εικόνα στην αλήθεια του.
Ο Σταύρος Βαρθαλίτης απολαμβάνει την επαφή και την επικοινωνία. Αλλά δεν εφησυχάζει. «Το πιο ωραίο συναίσθημα είναι όταν βγαίνεις στο δρόμο, βλέπεις να ανοίγουν παράθυρα αυτοκινήτων και ακούς να σε φωνάζουν. Είναι ανεκτίμητο και το ευχαριστιέμαι. Αλλά επειδή θέλω να το ανταποδώσω στον κόσμο δεν μου φτάνει μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο και μια φωτογραφία. Θέλω να το ανταποδώσω με πράξεις και να το γυρίσω πίσω διπλά», εξηγεί. Δηλαδή ποιος είναι ο στόχος του μετά το «MasterChef»; Πώς σκέφτεται να κεφαλαιοποιήσει τη νίκη αλλά και τη διασημότητα που ήδη απολαμβάνει; Με διορθώνει. «Επικαιρότητα είναι, όχι διασημότητα. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να ανοίξω ένα χώρο και να μπορέσω να προσφέρω απλόχερα το φαγητό μου στον κόσμο που με αγάπησε και με εκτιμάει. Να είναι ένα σημείο συνάντησης, ένα σημείο επαφής». Ο άξονάς του λέει πως θέλει να είναι η ελληνική δημιουργική κουζίνα, με την οποία άλλωστε καταπιάστηκε πολλές φορές και μέσα στον διαγωνισμό. «Εχω μαγειρέψει και γαλλική κουζίνα, έχω και μια επαφή με την ιαπωνική. Αλλά με έχουν κερδίσει οι ελληνικές γεύσεις. Θέλω να τις δοκιμάζω, να τις φιλτράρω και να τις δίνω στον κόσμο δημιουργικά, με τη δική μου προσέγγιση, χωρίς να ξέρουν ακριβώς για τι πρόκειται. Οπως για παράδειγμα είχα κάνει με το ιμάμ που έφτιαξα στο παιχνίδι. Να μη φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά όταν το τρως να λες “ρε φίλε, ναι, είναι ιμάμ”. Θέλω να υπάρχει μια δεύτερη ανάγνωση στο φαγητό. Δεν είναι μόνο η γεύση του, είναι και η όψη και η μυρωδιά του. Ολες οι αισθήσεις εμπλέκονται με το φαγητό. Ο ενθουσιασμός είναι το άλφα και το ωμέγα. Αν καταφέρω να το κερδίσω αυτό, θα είναι το μεγαλύτερό μου κέρδος». Για όσους ενδεχομένως αναρωτιούνται, όχι, ο Σταύρος Βαρθαλίτης δεν νιώθει πολύ νέος για να ηγηθεί ενός εστιατορίου. Και δεν κατάλαβε ποτέ γιατί πρέπει κάποιος να ανέλθει επαγγελματικά, αφήνοντας πρώτα ως ενέχυρο τις άσπρες τρίχες των μαλλιών του.
Την απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μαγειρική την πήρε στα 15 του χρόνια. Τα πρώτα ερεθίσματα τα πήρε από τη γιαγιά του. «Η αρχική μου εικόνα για τη μαγειρική ήταν μέσα από τις συμβουλές και τις προσπάθειες που είχα κάνει δίπλα στη γιαγιά μου, πριν από τουλάχιστον δώδεκα χρόνια. Θυμάμαι ακόμα ένα φαγητό που μου έφτιαχνε: τηγανητές πατάτες με φέτα και ντομάτα. Είναι κάτι το ονειρικό. Είναι μια γεύση που με ταξιδεύει κατευθείαν στις δύο παρά δέκα το μεσημέρι, αμέσως μετά το σχολείο, σε ζεστό σπίτι με τη σόμπα ανοιχτή και ακούγοντας τη γιαγιά να με ρωτάει: “Το συνηθισμένο;”. Και να φτιάχνει αυτό το φαγητό», ανακαλεί. Η γιαγιά του ήταν για εκείνον ένας καθοριστικός άνθρωπος με κομβική σημασία για τις μαγειρικές απαρχές του. Το καταλαβαίνω όταν του ζητώ να απαντήσει στην υποθετική ερώτηση ποιους τέσσερις ανθρώπους -εν ζωή ή όχι, γνωστούς ή άγνωστους, διάσημους ή κοινούς θνητούς- θα καλούσε σε ένα δείπνο που θα μαγείρευε ο ίδιος. «Θα προσκαλούσα τους τρεις κριτές του MasterChef και τη γιαγιά μου. Γιατί τους κριτές; Γιατί είναι άλλο να δοκιμάζουν τις συνταγές σου σε ένα πλαίσιο 45 λεπτών σε ένα διαγωνισμό και διαφορετικό να γεύονται το φαγητό σου στο μαγαζί σου, εκεί όπου ξεδιπλώνεις τη φιλοσοφία σου, έχεις τον χώρο και τον χρόνο να παίξεις την μπάλα που θες και να δώσεις την ταυτότητα που θες. Εκεί θα είναι η αντικειμενική κρίση ξεκάθαρα γύρω από τη μαγειρική μου. Οσο για τη γιαγιά μου, πιστεύω πως εφόσον μέσω αυτής μυήθηκα στη μαγειρική, η κριτική της θα ήταν η πιο ανιδιοτελής που θα μπορούσα να ακούσω ποτέ». Άδικο έχει;
Η τελευταία φορά που ο νέος Έλληνας MasterChef έμεινε μόνος, παρέα με τον εαυτό και τις σκέψεις του, ήταν λογικά η βραδιά που επέστρεψε στο σπίτι από τον τηλεοπτικό διαγωνισμό, έχοντας εκπληρώσει την προτροπή της μητέρας του, η οποία λίγους μήνες νωρίτερα είχε χωρέσει σε πέντε λέξεις «πήγαινε και φέρ’ το σπίτι». Οταν ο Σταύρος Βαρθαλίτης γύρισε νικητής και μετά την υποδοχή του, στην οποία συμμετείχε και η σκυλίτσα του ονόματι Τσίκα, έμεινε μόνος. «Τη βραδιά που γύρισα στο σπίτι από τον τελικό ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού, έβαλα ένα ουίσκι και έκατσα μόνος μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Ή μάλλον σκεφτόμουν πώς έγιναν όλα αυτά, πού φτάσαμε, πώς φτάσαμε, πώς το πήραμε και έλεγα: “Παναγία μου, από αύριο ξεκινά ένα ταξίδι που δεν θέλω να τελειώσει ποτέ”», αφηγείται. Από την επομένη το κινητό τηλέφωνό του δεν έχει σταματήσει να χτυπά. Δεν έχει απαντήσει ακόμα σε όλα τα μηνύματα που έχει δεχτεί, αλλά δεσμεύεται να το κάνει. Οχι με τον τυπικό τρόπο του αναγνωρίσιμου που ακκίζεται με την ένδεια χρόνου του, αλλά με την απλότητα και την ντομπροσύνη του ανθρώπου που δεν αρκείται απλώς στο να αναπαυθεί στις δάφνες της εφήμερης δημοσιότητας και του virality.
Εξάλλου, υπάρχει μια αχλή παλαιάς κοπής γύρω από τον Σταύρο Βαρθαλίτη. Κι ας είναι μόλις 24 ετών. Το αντιλαμβάνεται κανείς ακόμα και από την απόφασή του να μοιραστεί το χρηματικό έπαθλο του MasterChef με τον δεύτερο φιναλίστ και φίλο του πια Σταύρο Γεωργίου. «Τα χρήματα είναι ένα πρόσκαιρο κέρδος», λέει.«Αυτό που μένει είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις. Το μεγαλύτερο στοίχημα για μένα είναι να διατηρήσω την αγάπη και την εκτίμηση του κόσμου. Να μην απογοητεύσω με τις πράξεις μου. Θεωρώ ότι εφόσον με αυτό τον άνθρωπο, που είναι πολύ καλός φίλος μου, φτάσαμε τόσο μακριά σε αυτό το ταξίδι, τα λεφτά δεν ήταν το πιο σημαντικό πράγμα. Ηθελα και οι δύο να έχουμε κάποια χρήματα ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα με μεγαλύτερη άνεση. Είχαμε συμφωνήσει ότι και στην περίπτωση που κέρδιζε ο Σταυρής θα γινόταν το ίδιο. Από τη στιγμή που πω κάτι δεν υπάρχει περίπτωση να μην τηρήσω τον λόγο μου μέχρι τέλους. Το αληθινό κέρδος δεν είναι να λεφτά, αλλά να διαχειριστώ αυτό που συμβαίνει και να κάνω ωραίες δουλειές», καταλήγει. Εκτός από ταλέντο στη μαγειρική, ο νέος Ελληνας MasterChef έχει μεγάλη καρδιά, ανεξάντλητο χιούμορ, πίστη στον εαυτό του, νηφαλιότητα και ψυχραιμία – η τελευταία λέει ότι είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του. Είναι Ολυμπιακός, του αρέσει να παίζει πινγκ πονγκ και τον τελευταίο καιρό εξασκείται και στο τένις. Κάθε πρωί που ξυπνά ακούει ρεγκετόν, για να ανεβάσει τη διάθεσή του και να πάει καλά η μέρα. Στο εστιατόριο fine dining που ονειρεύεται να δημιουργήσει θα σερβίρει οπωσδήποτε τη ρεβιθάδα με το αρνί, αυτή που παρουσίασε και στον τελικό του διαγωνισμού και για την οποία νιώθει ιδιαίτερα περήφανος. Εκτός από τα προσόντα και την ενέργεια διαθέτει και την πίστη για να τηρήσει μέχρι κεραίας τη δέσμευσή του, κυρίως για να εκπληρώσει τον «έρωτα αλήτη» που έπαθε το κοινό μαζί του.
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Gala που κυκλοφορεί με το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Δείτε επίσης:
Σταύρος Βαρθαλίτης: Ο νικητής του Μasterchef 4 που θέλει να γίνει Άκης Πετρετζίκης
MasterChef: Ο Σταύρος Βαρθαλίτης δίνει το 50% του χρηματικού επάθλου στον Σταυρή
Αυτές είναι οι 4 συνταγές που έκριναν τον νικητή του MasterChef 4