Γιατροί, διατροφολόγοι, γεωπόνοι, τεχνολόγοι τροφίμων, χημικοί, περισσότεροι από εκατό επιστήμονες – ερευνητές συμμετέχουν τα τελευταία έξι χρόνια στο Ελληνικό Παρατηρητήριο Οξειδωτικού Στρες, δίνοντας τη «μάχη» για την ενημέρωση – αξιολόγηση και ανάδειξη αγροτικών προϊόντων διατροφής, τα αντιοξειδωτικά των οποίων παρεμποδίζουν την εμφάνιση δεκάδων ασθενειών.

Πριν από λίγες ημέρες σε εκδήλωση γευσιγνωσίας ελληνικών και ξένων ελαιόλαδων στη Θεσσαλονίκη, το Ελληνικό Παρατηρητήριο παρουσίασε τις ευεργετικές ιδιότητες του ελληνικού ελαιόλαδου που δρουν κατά της πρόωρης γήρανσης. Συστατικά του, όπως η ελαιοκανθάλη, η ελευρωπαίνη, η ελαιοσύνη, παρεμποδίζουν τις ελεύθερες ρίζες και δρουν προληπτικά στην άμυνα του οργανισμού. «Η ελαιοκανθάλη μάλιστα έχει διαπιστωθεί ότι δρα ως αντιφλεγμονώδες όπως το φάρμακο “ibuprofen”», λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο δρ. Απόστολος Κυριτσάκης , πρόεδρος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου για το Οξειδωτικό Στρες, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

«Στην Ελλάδα», ανέφερε ο πρώην καθηγητής του ΑΤΕΙ – Θεσσαλονίκης «γνωρίζουμε λίγα για τα αντιοξειδωτικά (φλαβονοειδή, πολυφαινόλες, βιταμίνες, λυκοπένιο κα) και για τις τροφές που μας προστατεύουν από το “oξειδωτικό στρες” το οποίο προκαλείται από την αύξηση των ελεύθερων ριζών και δημιουργούνται από τις κακές μας συνήθειες, διατροφικές και μη».

Κάπνισμα, κακή διατροφή, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, ρύπανση της ατμόσφαιρας, τοξικές ουσίες, καθιστική ζωή – παχυσαρκία, φυτοφάρμακα, οξείδωση λιπαρών ιστών, είναι ορισμένοι από τους πιο γνωστούς παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση του οξειδωτικού στρες στον οργανισμό. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ελληνικού Παρατηρητηρίου, περισσότερες από 50 ασθένειες συνδέονται με το οξειδωτικό στρες. Ειδικά για την πρόωρη γήρανση, επιστημονικές παρατηρήσεις καταλήγουν στο οξειδωτικό στρες ως το «μεγάλο ένοχο» – και όπως ανέφερε – οι πολυφαινόλες του ελαιολάδου έχουν θετική συμβολή για μία φυσιολογική γήρανση γιατί παρεμποδίζουν τη σμίκρυνση των τελομερών και ενεργοποιούν το ένζυμο τελομεράση .

«Όταν υπάρχουν ελεύθερες ρίζες στον οργανισμό μας περισσότερες από τα αντιοξειδωτικά που καταναλώνουμε με τα τρόφιμα, τότε δημιουργείται το αντιοξειδωτικό στρες» λέει ο κ Κυριτσάκης. Στον αντίποδα του οξειδωτικού στρες δεκάδες ελληνικά προϊόντα, συστατικά της μεσογειακής διατροφής, όπως είναι τα φρούτα , τα λαχανικά, τα γαλακτοκομικά, ξηροί καρποί, αρωματικά φυτά, το κρασί, τα όσπρια, με τα αντιοξειδωτικά που περιέχουν αντιμάχονται τις πλεονάζουσες ελεύθερες ρίζες και θωρακίζουν την υγεία.

«Στην φαρέτρα αυτών των ευεργετικών τροφίμων προστίθεται το ελαιόλαδο, ένα από τα διάσημα προϊόντα της “μάνας γης”, για το οποίο γνωρίζαμε τις θρεπτικές του ιδιότητες, αλλά τώρα έχουμε έναν ακόμη λόγο να προσέχουμε τα συστατικά ποιότητας των ελαιόλαδων που βάζουμε στο τραπέζι μας: να είναι παρθένο ή ακόμη καλύτερα εξαιρετικό παρθένο, παράγωγο ψυχρής έκθλιψης, χωρίς προσμείξεις, ανόθευτο» τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ Κυριτσάκης. «Είναι», πρόσθεσε, «λειτουργικό τρόφιμο και με τον όρο αυτό αναφερόμαστε σε τρόφιμα που έχουν θετική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου, προστατεύοντάς τον από διάφορες παθήσεις χωρίς όμως να τον θεραπεύουν, δηλαδή δρουν προληπτικά». «Το καθημερινό στρες που όλοι ξέρουμε», διευκρίνισε ο κ Κυριτσάκης, «έχει σχέση με την ένταση της καθημερινότητας, με το άγχος του χρόνου και των πιεστικών υποχρεώσεων, ενώ το οξειδωτικό στρες είναι μια διεργασία που σχετίζεται με την ανισορροπία στην λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού».

Το Ελληνικό Παρατηρητήριο Οξειδωτικού Στρες στοχεύει στη δημιουργία υποστηρικτικών δομών για την ανάδειξη των τοπικών προϊόντων και γεύσεων της Μεσογειακής διατροφής, αλλά και στη δημιουργία μιας γέφυρας επικοινωνίας με παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, επιστήμονες, καταναλωτές, κρατικές και ευρωπαϊκές αρχές, φυσικά και νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ως παράρτημα Υγείας Αγροτικών Τροφίμων του Διεθνούς Παρατηρητηρίου Οξειδωτικού Στρες εκπροσωπεί την Ελλάδα και την Κύπρο. Είναι μια μη κερδοσκοπική εταιρία και συνεργάζεται με το Διεθνές Παρατηρητήριο Οξειδωτικού Στρες στην Ιταλία που περιλαμβάνει 3000 μέλη – ερευνητές από 35 χώρες.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ