Ενώ εμείς γιορτάζουμε και περνάμε χαλαρά με αγαπημένα πρόσωπα, κάποιοι εργάζονται ακόμα και την ώρα της αλλαγής του χρόνου. Εμείς ρωτήσαμε 5 ανθρώπους της εστίασης πώς περνούν τις μέρες των γιορτών, όπου έχουν και πολύ πιο φορτωμένο πρόγραμμα.
Χρήστος Δέμελης
Sous-chef στο εστιατόριο Aleria
«Θα πρέπει να φοράω σακάκι; Μα δεν το κάνω ποτέ», μου είχε πει στο τηλέφωνο ο Χρήστος Δέμελης, ελαφρώς αγχωμένος, όταν του εξηγούσα τις λεπτομέρειες για τη φωτογράφηση. Εργάζεται σχεδόν 12 χρόνια στις κουζίνες εστιατορίων στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, και πάντα οι γιορτές τον έβρισκαν πάνω από κατσαρόλες και φωτιές. Αυτές οι μέρες έχουν μια πικρόγλυκη γεύση γι’ αυτόν. «Είναι η νοσταλγία που νιώθεις για τα αγαπημένα σου πρόσωπα που δεν μπορείς να είσαι κοντά τους», μου λέει. «Με τα χρόνια μπορεί κάποιοι να το έχουν συνηθίσει, εγώ, για να είμαι ειλικρινής, δεν τα έχω καταφέρει ακόμα». Μόνο μία χρονιά δεν έχει δουλέψει τα Χριστούγεννα και ήταν περίεργα ευχάριστα. Δεν θα ήθελε να βρεθεί από την άλλη πλευρά, δηλαδή να κάθεται σε ένα τραπέζι με την παρέα του αυτές τις μέρες. «Προτιμώ να είμαι στο σπίτι με τη σύντροφό μου, την οικογένειά μου και μερικούς φίλους». Θα έμπαινε όμως στην κουζίνα να μαγειρέψει γι’ αυτούς; «Αν με ρωτούσες πριν από μερικά χρόνια θα σου έλεγα όχι, όμως τώρα δεν θα με πείραζε. Ίσα-ίσα θα το έκανα με μεγάλη χαρά». Τον ρωτάω αν στα μαγαζιά που δούλευε είχαν έρθει οι δικοί του άνθρωποι για να είναι μαζί του και μου απαντάει αρνητικά. «Και να είχαν έρθει, δεν θα μπορούσα να βγω από την κουζίνα να πιω ένα ποτήρι κρασί μαζί τους. Γιατί αυτές τις μέρες έχεις τόσο εντατική και απαιτητική δουλειά που δεν μπορείς να φύγεις από το πόστο σου». Και για την ιστορία, σακάκι φόρεσε.
Μαίρη Ταλαιπώρου
Ambassador Της Schweppes για Ελλαδα Και Κυπρο και Head Bartender στον Όμιλο Εστιατορίων Nikkei
Mου φαίνεται ελκυστικό όλο αυτό το vibe των Γιορτών. Χαίρομαι να εξυπηρετώ τον κόσμο.
Μέρες πριν από τη φωτογράφηση, η Μαίρη Ταλαιπώρου μού είχε στείλει σε μήνυμα τα φορέματα που είχε διαλέξει. «Το κιμονό θα βάλω, που γράφει καλύτερα στον φακό», μου είχε πει. Ήρθε στο ραντεβού σχεδόν μισή ώρα πριν από την καθορισμένη, γιατί δεν της αρέσει να αργεί. Δουλεύει πίσω από τα μπαρ από τα 18 της, όταν ακόμα ήταν φοιτήτρια. Θυμάται την πρώτη φορά που έμεινε για να δουλέψει τα Χριστούγεννα. «Σπούδαζα εκτός Αθηνών και δεν επέστρεψα σπίτι για να περάσω τις διακοπές, έμεινα να δουλέψω. Τότε εργαζόμουν σε club, σκληροπυρηνικό, οπότε καταλαβαίνεις τι γινόταν», μου λέει χαμογελώντας. Μου λέει και άλλα για εκείνη την περίοδο που ο κόσμος έβγαινε όλες τις μέρες των εορτών και γύριζε νωρίς το πρωί σπίτι του, για τους μεθυσμένους που ερχόταν αντιμέτωπη, αλλά και για το πώς τους έλεγαν οι εργοδότες να ντυθούν. «Δεν ένιωσα δύσκολα ή άβολα με αυτά που έπρεπε να φοράω, ψηλά τακούνια λόγω ύψους και όσο πιο κοντή φούστα γινόταν, αλλά με τις πολλές ώρες δουλειάς, γιατί έπρεπε να πάμε από πολύ νωρίς στο μαγαζί. Το έζησα στο έπακρο και έμαθα πολλά. Δεν με ανάγκασε κανείς να το κάνω, εγώ το είχα επιλέξει», συμπληρώνει. Από τότε, δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει αυτές τις μέρες. Στην αρχή για πλάκα, όπως μου είπε, και έπειτα λόγω θέσης και υποχρεώσεων. Της αρέσει όμως. «Μου φαίνεται ελκυστικό όλο αυτό το vibe των γιορτών. Χαίρομαι να εξυπηρετώ και να κάνω τον άλλον να περνάει καλά, οπότε δεν με ενοχλεί. Επίσης, δεν μου έλειπαν οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, μια και στο σπίτι σχεδόν κάθε βδομάδα μαζευόμαστε, είτε είναι γιορτή είτε όχι». Αυτό που θυμάται επίσης είναι ότι τότε οι πελάτες έκαναν μεγάλες «ζημιές» με τους λογαριασμούς. «Δεν τους ενδιέφερε να ξοδέψουν. Τους άρεσε να περνούν καλά. Αυτό έχει αλλάξει πλέον», αναπολεί.
Κωνσταντίνα Κόρδα
Sommeliere, Υπεύθυνη Στο Εστιατόριο Ex Machina
Δεν με ενοχλεί να δουλευω τις γιορτές. Άλλωστε, δεν είμαι μόνη, έχω για παρεα τους συναδέλφους μου.
«Δεν έχω ξανακάνει φωτογράφηση. Έχω έρθει καλά ντυμένη;» με ρώτησε κάπως αγχωμένα με το που ήρθε η Κωνσταντίνα Κόρδα, γελώντας δυνατά. Όμως, παρά το άγχος της, δεν σταμάτησε να χαμογελά και να απολαμβάνει την όλη διαδικασία. Βρίσκεται στον χώρο της εστίασης εδώ και 20 χρόνια, που λίγα δεν τα λες. «Στην αρχή δούλευα στο σέρβις και μετά σιγά-σιγά γνώρισα τον κόσμο του κρασιού και αγαπηθήκαμε», μου λέει. Γιορτές πάντα έκανε στη δουλειά. «Δεν με ενοχλεί. Ξέρω ότι είναι μέρος της. Άλλωστε, δεν είμαι μόνη, έχω τους συναδέλφους μου. Για σκέψου τους οδηγούς νταλίκας που είναι μόνοι τους… Οπότε γιατί να είμαι στεναχωρημένη;» με ρωτά. Την πειράζει λίγο που στην αλλαγή του χρόνου δεν μπορεί να αγκαλιάσει και να φιλήσει τον άνθρωπο που θέλει. Βέβαια, το κάνει μετά, όταν επιστρέφει στο σπίτι. Εκείνο, όμως, που την ενοχλεί περισσότερο είναι όταν οι φίλοι κανονίζουν κάποια εκδρομή ή ένα γεύμα και δεν μπορεί να είναι μαζί τους. «Τότε πραγματικά νιώθω άσχημα και ότι χάνω κάτι από τις ζωές τους», μου αναφέρει. Τη ρωτάω αν έχει αντιμετωπίσει άσχημες συμπεριφορές από πελάτες αυτές τις γιορτινές μέρες και κουνά αρνητικά το κεφάλι της. «Είναι όλοι πιο χαλαροί, πιο εύθυμοι. Είναι γιορτές και θέλουν να περάσουν καλά και δεν σκέφτονται τα καθημερινά προβλήματά τους. Κι αυτό μας κάνει κι εμάς να νιώθουμε κάπως καλύτερα και να χαμογελάμε όχι ψεύτικα, αλλά αληθινά». Εάν δεν δούλευε στις γιορτές θα ήθελε να ήταν σίγουρα σπίτι της και να ξεκουράζεται ή διακοπές στην Ισπανία, για παράδειγμα; «Στη Μαδρίτη, που την έχω απωθημένο. Δύο φορές έχω προσπαθήσει να πάω και πάντα την τελευταία στιγμή κάτι γινόταν και δεν τα κατάφερα».
Αλέξανδρος Κόνιαρης
Pastry Chef Στο Ζαχαροπλαστείο Φίλινγκς
Οι γιορτές σημαίνουν φόρτο. Όμως αυτό δεν είναι η εστίαση; Να δουλεύουμε όταν οι άλλοι διασκεδάζουν.
Ήρθε στη φωτογράφιση με ένα κουτί γλυκά, που στο πρώτο διάλειμμα έγιναν καπνός. Ασχολείται με τη ζαχαροπλαστική περίπου 9 χρόνια. Πρώτα δούλεψε σε ξενοδοχεία σεζόν και μετά έφυγε για το Λονδίνο, όπου μπήκε στις κουζίνες μισελενάτων εστιατορίων. «Ήταν πραγματικό σχολείο. Δύσκολα χρόνια, αλλά έμαθα πολλά. Φαντάσου ότι στο πρώτο μαγαζί, που ήταν σε χωριό, πήγαινα με τα πόδια γιατί δεν είχε συγκοινωνία και στο δεύτερο έκανα 29 στάσεις με το μετρό». Όση ώρα μιλάμε, κρύβει την αμηχανία του για τη φωτογράφιση. Είναι ντροπαλός, απ’ ό,τι λέει, όμως δεν του φαίνεται. Αυτές τις μέρες εργάζεται ασταμάτητα. «Οι γιορτές είναι η χειρότερη αλλά και η καλύτερα περίοδος για τα ζαχαροπλαστεία. Η δουλειά δεν σταματάει ποτέ. Εμείς δεν έχουμε μόνο τη λιανική, αλλά πρέπει να ετοιμάσουμε και τα γλυκά για τα εστιατόρια με τα οποία συνεργαζόμαστε. Άρα επιπλέον φόρτο», μου αναφέρει χαμογελώντας. «Άλλωστε αυτό δεν είναι η εστίαση; Να δουλεύουμε όταν οι άλλοι διασκεδάζουν», συμπληρώνει. Δεν τον τρομάζει ο όγκος της δουλειάς. Αυτό που τον απασχολεί είναι τα παιδιά που είναι μαζί του να περνάνε καλά στο ζαχαροπλαστείο. Και τι κάνει γι’ αυτό; «Τρώμε μαζί πολλές φορές, κάνουμε αστεία και γενικά προσπαθώ να υπάρχει ωραίο κλίμα μεταξύ μας. Να, θα κάνουμε και φέτος Secret Santa», αναφέρει. Μου λέει ακόμα ότι φέτος θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μείνουν κλειστοί ανήμερα των δύο μεγάλων γιορτών: «Πρέπει να ξεκουραστούμε και λίγο, να περάσουμε έστω και λίγο χρόνο με τα αγαπημένα μας πρόσωπα». Ιδανικά θα ήθελε να μείνει σπίτι με φίλους, φαγητό και χαλαρή κουβέντα, όμως σίγουρα θα πάει σε κάποιο πάρτυ ακόμα κι αν την επομένη θα πρέπει να σηκωθεί νωρίς για να ανοίξει το ζαχαροπλαστείο.
Έλενα Μαντζουράνη
Υπεύθυνη στο εστιατόριο Νolan
Δεν ξέρω πώς θα ήταν να μη δουλεύω τέτοιες μέρες. Ίσως και να μην μπορούσα να το διαχειριστώ.
Η Έλενα Μαντζουράνη είναι ένας καλός λόγος για να επισκεφτεί κανείς το Nolan, εκτός από τα πατατόψωμα και τα άλλα πιάτα του Σωτήρη Κοντιζά. Βρίσκεται εκεί από την πρώτη μέρα λειτουργίας του και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη εξυπηρετεί, ακόμα κι αν αυτό μερικές φορές φαντάζει δύσκολο. Κάνει αυτή τη δουλειά 30 χρόνια. Τη σπούδασε, την ξέρει καλά και της αρέσει. Ακόμα και αν τα Χριστούγεννα πρέπει να τα περάσει δουλεύοντας. «Όλα αυτά τα χρόνια μόνο την περίοδο του COVID δεν έκανα γιορτές στο μαγαζί», μου λέει. «Δεν ξέρω πώς θα ήταν να μη δουλεύω τέτοιες μέρες. Ίσως και να μην μπορούσα να το διαχειριστώ. Ίσως όλοι εμείς που έχουμε επιλέξει αυτό το επάγγελμα να είμαστε βαθιά μοναχικοί και ίσως αυτή η επιλογή, να δουλεύουμε και να είμαστε με πελάτες και συνεργάτες, να είναι η ανάγκη και η προσπάθεια για να ισορροπήσουμε μέσα μας», συμπληρώνει κάπως προβληματισμένη. Το γεγονός αυτό όμως δεν την κάνει να νιώθει λυπημένη. Αντίθετα, μάλιστα, μου λέει ότι κατά μία έννοια κάνει οικογενειακές γιορτές: «Με τα παιδιά περνάμε πάνω από δέκα ώρες καθημερινά, είμαστε μια οικογένεια, όπως και να το κάνεις». Δεν θα ήθελε να έρθουν οι δικοί της άνθρωποι στον χώρο που εργάζεται για να είναι όλοι μαζί. Θεωρεί ότι θα ήταν μια αμήχανη στιγμή για όλους. «Εκείνοι να τρώνε και να με βλέπουν να τρέχω σαν τρελή, σίγουρα δεν θα τους άρεσε, αλλά ούτε και εμένα». Τη ρωτάω πού θα ήθελε να κάνει ιδανικά Χριστούγεννα. «Μπορεί στην Ελβετία ή στο χωριό του πατέρα μου, τον Έξαρχο. Σημασία δεν έχει το μέρος, όμως, αλλά να έχεις δίπλα σου ανθρώπους που νοιάζεσαι, αγαπάς και σέβεσαι. Εκεί ακριβώς είναι όπου θέλεις και πρέπει να βρίσκεσαι. Εκεί όπου η λάμψη και η αγάπη είναι πραγματικές τις γιορτινές στιγμές». Και έχει απόλυτο δίκιο.
Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το 42 Barstronomy, Κολοκοτρώνη 3, Αθήνα.