Ο ωραίος της τριάδας του «MasterChef» αφηγείται την 20ετή διαδρομή του στη γαστρονομία και εξηγεί γιατί επιμένει να θεωρεί τον εαυτό του κάτι περισσότερο από έναν απλώς σέξι τηλεοπτικό αντικατοπτρισμό.

Ευθυτενής, ευειδής, γοητευτικός στην όψη αλλά και στον λόγο του. Ο Πάνος Ιωαννίδης είναι ακριβώς ο τύπος του ανθρώπου που λατρεύει η τηλεόραση και παρεμπιπτόντως και οι τηλεθεατές. Η συμμετοχή του στο «MasterChef» ήδη από πέρυσι του χάρισε ενδεχομένως τόση δημοσιότητα όση δεν είχε φανταστεί στα πολλά χρόνια που εργάζεται με αφοσίωση και επαγγελματισμό ως σεφ. Φωτογραφήσεις, συνεντεύξεις και προβολή έγιναν δεύτερη φύση ενός ανθρώπου που έως τότε είχε μάθει και εξακολουθεί να δουλεύει μεθοδικά και πειθαρχημένα στην κουζίνα. Άραγε γιατί έπειτα από πολλά χρόνια αφανούς επιτυχημένης εργασίας στη γαστρονομία αποφάσισε να ενδώσει στην τηλεόραση; Ποια ανάγκη τον οδήγησε στη μαζική ψυχαγωγία; «Δεν θα πω ότι ήμουν αρνητικός στην πρώτη επαφή με το κανάλι και το συγκεκριμένο πρόγραμμα, όταν μου έγινε η πρόταση, απλά το σκέφτηκα αρκετά πριν πω “ναι” και μπω στη μεγάλη ομάδα του project. Θεώρησα και θεωρώ ότι είναι ένα πρόγραμμα παγκοσμίου βεληνεκούς, αμιγώς μαγειρικό και ποιοτικό. Εάν ήταν κάτι άλλο δεν θα το έκανα, όπως και στο παρελθόν είπα “όχι” χωρίς τύψεις ή δεύτερη σκέψη σε άλλες προτάσεις που αφορούσαν τηλεοπτικά σόου ή εν μέρει μαγειρικά. Το κέρδος μου, εκτός από μια όμορφη εμπειρία ανταλλαγής γαστρονομικών απόψεων και γνωριμίας με αξιόλογους συναδέλφους, είναι και η γνωριμία μου με τον κόσμο, το κοινό που είναι και ο αυστηρότερος κριτής μέσω της τηλεόρασης. Την αποδοχή του που λαμβάνω καθημερινά μέσα από τα θετικά σχόλια για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από το γυαλί, πέραν των μαγειρικών μου γνώσεων. Πιστεύω ότι είναι μεγάλο το κέρδος να εκπέμπεις αυτό που πραγματικά είσαι. Έστω κι ένας εκεί έξω να το βλέπει και να σου κλείνει, ας πούμε, το μάτι», εξηγεί.

+F4-ΠΑΝΟΣ-ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Αλήθεια, όμως, στην εποχή του #foodporn και της φλυαρίας εντός και εκτός κοινωνικών δικτύων για το φαγητό υπάρχουν λόγοι να πραγματοποιούνται τέτοιοι τηλεοπτικοί διαγωνισμοί μαγειρικής; Έχουν πλέον νόημα; «Το θέσατε σωστά, πράγματι είναι ένας τηλεοπτικός διαγωνισμός μαγειρικής και φυσικά υπάρχουν πολλοί λόγοι για να συμμετάσχει κάποιος, είτε ως διαγωνιζόμενος είτε ως κριτής. Ο καθένας για τους λόγους του, αλλά και για κάποιους κοινούς σκοπούς με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως αποτέλεσμα. Αν το συνοψίσω, είναι μια μοναδική εμπειρία για εμάς και παράλληλα ένα ποιοτικό τηλεοπτικό προϊόν για τον τηλεθεατή που έχει να διδαχτεί, αλλά και να περάσει καλά, παρακολουθώντας το». Τελικά, ένας διαγωνισμός μαγειρικής κάνει καλό ή κακό στη γαστρονομία; «Το φαγητό είναι ένα “αντικείμενο” που ενδιαφέρει όλους, είναι κουλτούρα, είναι ευχαρίστηση, είναι διασκέδαση και σίγουρα ανάγκη. Όλος ο κόσμος τρώει και θέλει να τρώει καλά και φυσικά όλοι έχουν άποψη γι’ αυτό, επαγγελματίες και μη. Η προβολή μέσω της τηλεόρασης έχει πολλά καλά γιατί ο κόσμος μαθαίνει και ενημερώνεται για food trends και τεχνικές, αλλά και αρκετά αρνητικά, όταν οι “πρεσβευτές” αυτών δεν είναι παρά μη σωστά καταρτισμένα, ημιμαθή άτομα που προωθούν λανθασμένες πληροφορίες στο ευρύ κοινό».

PANOS-IOANNIDIS

Η αλήθεια είναι ότι ο Ιωαννίδης μαζί με τους άλλους δύο κριτές του διαγωνισμού, τον Σωτήρη Κοντιζά και τον Λεωνίδα Κουτσόπουλο, έχουν καταφέρει να κερδίσουν τον σεβασμό τόσο της πιάτσας των συναδέλφων τους όσο και των τηλεκριτικών. Συχνά, ωστόσο, φιγουράρει ως viral δημοσίευμα στο Διαδίκτυο η συνήθειά τους να φτύνουν κάποια από τα φαγητά που δημιουργούν οι διαγωνιζόμενοι. Αναρωτιέμαι γιατί; Το κάνουν χάριν τηλεοπτικού εντυπωσιασμού; «Εκτός από κριτές του “MasterChef”, δεν παύουμε να είμαστε και ο εαυτός μας, δεν υποδυόμαστε κανέναν ρόλο που μας επέβαλλαν και σίγουρα δεν έχουμε ως κριτήριο τον εντυπωσιασμό, αλλά τη γεύση, την ισορροπία και τη σωστή γαστρονομική προσέγγιση από κάποιον που σου δίνει να φας κάτι που μαγείρεψε. Το να μη σε ικανοποιήσει μια γεύση με τα παραπάνω κριτήρια απέχει πάρα πολύ από το να μην τρώγεται καθόλου. Και όταν αυτό συμβεί, κάνουμε απλώς ό,τι θα έκανε ο καθένας».

PANOS-IOANNIDIS1

Σαν την «Πολίτικη κουζίνα»
Ο Πάνος Ιωαννίδης γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τελείωσε το σχολείο και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. Τα παιδικά χρόνια του δεν ήταν ούτε εύκολα, ούτε όμως και δύσκολα. Μεγάλωσε με στερήσεις, έπιασε την πρώτη δουλειά του μόλις στα 16 χρόνια του, όμως στο σπίτι του υπήρχε πάντα μια ατμόσφαιρα βγαλμένη θαρρείς από σεκάνς της «Πολίτικης κουζίνας» του Τάσου Μπουλμέτη. Ολα ή, τέλος πάντων, τα περισσότερα περιστρέφονταν γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Εκτός από αγάπη η μαγειρική ήταν και για εκείνον και ανάγκη, όπως έχει περιγράψει σε παλαιότερη συνέντευξή του. «Οι δικοί μου δούλευαν όλη μέρα, πάρα πολλές ώρες, οπότε έπρεπε να υπάρχει φαγητό στο σπίτι. Μου άρεσε να μπαίνω στην κουζίνα. Αλλά πρέπει να σου πω ότι έχω στο αίμα μου, στο DNA μου που λέμε, τη μαγειρική: ο προπάππος μου ήταν σεφ στη γαλλική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη και οι δύο γιαγιάδες μου είχαν καταγωγή από εκεί επίσης. Οπότε καταλαβαίνεις τι επικρατούσε στην κουζίνα μας». Κάπως έτσι, παρατηρώντας τη γιαγιά του να μαγειρεύει, έκανε την πρώτη του απόπειρα να φτιάξει κάτι δικό του. «Το πρώτο φαγητό που μαγείρεψα στη ζωή μου ήταν μυδοπίλαφο. Στα 9 μου χρόνια. Παρατηρούσα τη γιαγιά μου, πάντα όταν μαγείρευε και μια μέρα το έκανα μόνος μου, όταν εκείνη κοιμόταν και έλειπαν όλοι οι άλλοι από το σπίτι. Φυσικά και δεν τρωγόταν. Αλλά το διασκέδασα με όλη μου την ψυχή. Νομίζω και εκείνη», ανακαλεί. Υπήρξε κάποιος καθοριστικός για τη ζωή του άνθρωπος; «Είναι μεγάλη ευθύνη και ίσως όχι τόσο αληθές προς τον ίδιο τον εαυτό σου το να αφήσεις -ουσιαστικά- να σε καθορίζει κάποιος πέραν του εαυτού σου», λέει αποφασιστικός. Σίγουρα, πάντως, μεγάλη επιρροή του άσκησε ο σχεδιαστής κοσμημάτων πατέρας του, ο οποίος δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Δεν μπορεί να υπάρξει πιο ανάγλυφη απόδειξη από το δαχτυλίδι που εκείνος είχε σχεδιάσει και ο σεφ δεν αποχωρίζεται ποτέ από το χέρι του. Πρότυπο για εκείνον ήταν ακόμα ο μεγαλύτερος ξάδελφός του, τον οποίο, όπως έχει πει, θαύμαζε που μπορούσε να ταξιδεύει συνέχεια, να οδηγεί γρήγορα αυτοκίνητα και να καταπιάνεται με έργα τέχνης και αντίκες. «Ήταν ένας άνθρωπος που πίστευε ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο». Κάπως έτσι πορεύτηκε τελικά και ο ίδιος ο Ιωαννίδης στη ζωή του.

+F3-18443306_732913333579934_2273349185027702784_n

Την εποχή που αποφάσισε να γίνει μάγειρας, οι σεφ δεν απολάμβαναν τιμές ροκ σταρ όπως σήμερα. Δεν ήταν ένα ευγενές επάγγελμα με χρήμα και αναγνωρισιμότητα – τουλάχιστον στην Ελλάδα. Πώς το επέλεξε; «Στους μαθητές μου λέω ότι γίνεσαι μάγειρας, αλλά κατά βάθος πιστεύω ότι γεννιέσαι food lover, φτάνει να το ακολουθήσεις με συνέπεια και υπομονή, ώστε να το εξελίξεις τεχνικά, ιδεολογικά και ακαδημαϊκά ως επαγγελματίας. Η μαγειρική για μένα είναι τρόπος ζωής, αγάπης, δοτικότητας και έκφρασης είναι καλλιτεχνία και πηγάζει από μέσα μου. Στα 17 μου απλώς το επέλεξα και επαγγελματικά», λέει. Εκτοτε η διαδρομή του είναι μακρά και έχει πολλούς σημαντικούς σταθμούς. Ο καταξιωμένος σήμερα σεφ μετοίκησε στο εξωτερικό, έζησε στην Ιταλία για πολλά χρόνια, όπου εργάστηκε σε ξενοδοχεία και private events, είδε τη γαστρονομία από κάθε πιθανή σκοπιά. Δεν ήταν εύκολη διαδικασία. Εχει παραδεχτεί ότι βρέθηκε πολλές φορές στα όρια να τα παρατήσει, ότι στα πρώτα χρόνια του στη δουλειά δέχτηκε bullying. «Εφευγα από τη δουλειά με κλάματα από τα νεύρα μου. Ωστόσο δεν το έβαλα ποτέ κάτω, ούτε τελικά τα παράτησα, όσο κοντά και αν έφτασα γιατί τελικά ο καθένας προσπαθούσε να ξεσπάσει πάνω μου τα όποια κόμπλεξ είχε ή δεν είχε. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι πρέπει να υπακούς τις εντολές του σεφ σου, ανεξαρτήτως αν έχεις αντίθετη άποψη. Εκείνος έχει όλη την ευθύνη και η πειθαρχία είναι το παν στην κουζίνα. Επειδή, λοιπόν, μου έχουν φερθεί πολύ άσχημα και πέρασα δύσκολα, δεν το κάνω σήμερα που ηγούμαι εγώ σε μία κουζίνα. Αν δεν μου κάνει κάποιος, διακόπτω τη συνεργασία μαζί του. Bullying, όμως, δεν θα κάνω ποτέ»! Τελικά η νοσταλγία για την Ελλάδα ήταν μεγάλη. Το κατάλαβε όταν ένα βράδυ σε ένα event σε ξενοδοχείο της Ελβετίας όπου μαγείρευε ο πιανίστας έπαιξε τη μελωδία του «Ζορμπά». Υπό άλλες συνθήκες θα το θεωρούσε φολκλόρ ή δεν θα έδινε σημασία, αλλά αυτή ήταν η στιγμή για τον νόστο του.

Ο Ιωαννίδης εργάζεται εδώ και χρόνια ως executive chef στην πρεσβεία της Δανίας, ενώ συχνά έχει κληθεί να μαγειρέψει ως private chef για σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως ο πρίγκιπας Αλβέρτος του Μονακό ή η βασιλική οικογένεια της Ολλανδίας. Αραγε ξεχωρίζει κάποιο γεύμα ή δείπνο που έχει ετοιμάσει ως το πιο σημαντικό της σταδιοδρομίας του; «Κάθε φορά που πιάνω το μαχαίρι ή το τηγάνι στην κουζίνα μου, με σκοπό να φτιάξω ένα πιάτο, ο πρώτος γνώμονας είναι να ευχαριστήσω τις αισθήσεις αυτού ή αυτών που θα το γευτούν με απώτερο σκοπό να δημιουργήσω μια όμορφη εμπειρία. Ο αυστηρότερος κριτής σε αυτή τη διαδικασία και επί του αποτελέσματος είμαι εγώ. Το πιο σημαντικό γεύμα ή δείπνο που έχω μαγειρέψει δεν έγινε ακόμα. Ή, για να το θέσω αλλιώς, ό,τι γεύμα ή δείπνο δημιούργησα, ανεξάρτητα από το σε ποιον απευθυνόμουν ήταν σημαντικό», απαντά. Και αν έφτιαχνε ένα φανταστικό ιδανικό δείπνο, ποιους θα ήθελε να καλέσει και τι θα τους μαγείρευε; «Θα καλούσα 4 ανθρώπους που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη ζωή μου για να τους ευχαριστήσω. Γνωρίζοντας τις γαστρονομικές τους συνήθειες και καταβολές, θα συνέθετα ένα μενού εμπεριέχοντας και περικλείοντας τα αγαπημένα τους υλικά, μυρωδιές και γεύσεις». Υπάρχει βέβαια ένα υλικό που δεν θα επέλεγε ποτέ: η φέτα.

+F5-22580435_142367126306893_6121429901292601344_n

Σέξι; Ναι μεν, αλλά
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι γοητευτικοί και το γνωρίζουν. Ο Πάνος Ιωαννίδης ανήκει σε αυτούς. Υπάρχουν κι εκείνοι που επιμένουν να προβάλλουν και να προωθούν αυτή τη γενναιοδωρία της φύσης. Ο γνωστός σεφ δεν είναι ένας από αυτούς. Αντιθέτως, συχνά αποποιείται στις συνεντεύξεις του τον χαρακτηρισμό sex symbol με τον οποίο αυτοδίκαια τον χρίζουν τα περιοδικά. «Δεν αποποιούμαι κάτι, ούτε είπα ότι είμαι δύσμορφος, απλώς θεωρώ ότι είναι λίγο θέμα τηλεόρασης. Υπάρχει όμορφος κόσμος εκεί έξω και ομορφότερος εμφανισιακά από εμένα. Ωστόσο οι ταμπέλες και η εμφάνιση δεν είναι η ουσία, έχω πίσω μου μια πορεία 25 δύσκολων χρόνων για να πετύχω στη δουλειά μου – με πολλές θυσίες και χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τρίτους ή ιδιαίτερη τύχη για να φτάσω ως εδώ. Το να είναι κεντρικό θέμα προς συζήτηση η εμφάνιση, η θελκτικότητα και η όποια τέλος πάντων γοητεία μου -αναφέρω όσα κατά καιρούς έχουν γραφτεί- και όχι η πείρα μου ως σεφ ή τα όνειρα και σχέδιά μου ως επαγγελματίας του χώρου είναι σίγουρα ευχάριστο και με τιμά ως ένα σημείο, αλλά είναι ήσσονος σημασίας γιατί η δουλειά μου δεν έχει να κάνει απολύτως τίποτα με αυτό», λέει με μετριοπάθεια και νηφαλιότητα.

Εκτός από τη γαστρονομία, ο Ιωαννίδης αγαπά τη φωτογραφία, ενώ λέει πως έχει μουσικό αυτί και παίζει κιθάρα. Όσο για τα αγαπημένα του comfort φαγητά; «Ενα σωστά φτιαγμένο spaghetti al pomodoro confit με φρέσκο βασιλικό και παρμεζάνα θεωρώ ότι για εμένα είναι η πεμπτουσία της γεύσης και το απόλυτο comfort food. Αγαπημένο street food είναι πάντα ένα ποιοτικό μπέργκερ ή ένα παραδοσιακό σουβλάκι». Στον ελεύθερο χρόνο του, όπως λέει, του αρέσει να βλέπει ταινίες στο σπίτι παρέα με μια καλή πίτσα φτιαγμένη από τα χέρια του. Τελικά, είναι οι σεφ οι νέοι ροκ σταρ, τον ρωτάω για να ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας. «Θυμάμαι μια φίλη προ 15ετιας που γύρισε από Νέα Υόρκη και μου είπε ακριβώς αυτό, ότι οι σεφ είναι οι πραγματικοί ροκ σταρ της πόλης. Μου φάνηκε τότε λίγο τραβηγμένο σαν έννοια, τώρα όμως καταλαβαίνω πώς το εννοούσε. Η υπερέκθεση μπερδεύει. Αν με ρωτάτε αν νιώθω εγώ έτσι, η απάντησή μου είναι όχι».

Δείτε επίσης
Σωτήρης Κοντιζάς: Ο… Σαμουράι του Master Chef