Ο πλούτος και η μακραίωνη παράδοση της ελληνικής κουζίνας εμπνέει τους Έλληνες που είναι σκορπισμένοι σε κάθε μήκος και πλάτος της γης. Ο Noa Al Noaimi δεν γεννήθηκε και δε μεγάλωσε στην Ελλάδα. Αυτό όμως δε στάθηκε εμπόδιο στο να αγαπήσει και να εκτιμήσει, με το πέρασμα των χρόνων, βαθιά την κουλτούρα της ελληνικής γαστρονομίας και τους θησαυρούς που βγάζει τούτος εδώ ο τόπος. Και όταν, μάλιστα, οι συγκυρίες του το επέτρεψαν, αποτύπωσε τα συναισθήματά του αυτά σε πράξεις.

«Έχτισε» επιχειρηματικές γέφυρες μεταξύ Ελλάδας και Μέσης Ανατολής καταφέρνοντας να ενώσει γευστικά την Κρήτη, τον Βόλο, τις Κυκλάδες, τη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της χώρας μας με το εξωτικό Μπαχρέιν, το Ριάντ αλλά και με το κοσμοπολίτικο Ντουμπάι. Πώς; Στήνοντας τη δική του Agora (μία αλυσίδα εστιατορίων-cafe και Delicatessen) και εκπαιδεύοντας τους Άραβες στις αγνές ελληνικές πρώτες ύλες και στο πώς αυτές μετουσιώνονται σε μαγειρικές που σερβίρουν στο ίδιο πιάτο δημιουργικότητα και παράδοση.

Τα χρόνια στο Λονδίνο και η επαφή του με τους Έλληνες συμφοιτητές

Μέχρι και την περίοδο που ο Noa εγκατέλειψε το Μπαχρέιν για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο και να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Dortmund (σπούδασε Μarketing με ειδίκευση στο Cognitive behaviour of consumer psychology), δεν είχε καν σκεφτεί ότι η Ελλάδα έμελλε να διαδραματίσει τόσο καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ζωής του. Και όμως, η συναναστροφή του και αργότερα η δυνατή φιλία που ανέπτυξε με Έλληνες και Κύπριους συμφοιτητές του, τον έκαναν να γνωρίσει -και κυρίως να γευτεί- τη χώρα μας μέσα από τις δικές τους παραδόσεις -και ας μην είχε βρεθεί καν εκεί- και να την ερωτευτεί κεραυνοβόλα για την ακατέργαστη νοστιμιά των προϊόντων της. «Μου έφτιαξαν χωριάτικη με φέτα και εξαιρετικό παρθένο ελληνικό ελαιόλαδο, σπανακόρυζο, πίτες και σεφταλιές (από τους Κύπριους φίλους μου) και ξετρελάθηκα» θυμάται.

Σιγά-σιγά ο Noa βυθίστηκε πιο πολύ στην ιστορία της ελληνικής παράδοσης, άρχισε να μελετά τη γλώσσα (πλέον μιλά πολύ καλά τα ελληνικά) και να ενισχύει το πάθος του για την μαγειρική μέσα από την ενασχόλησή του με την εκτέλεση ελληνικών συνταγών, τις οποίες παρακολουθούσε σε σχετικά videos του διαδικτύου. Και όλο αυτό, ενώ τα ταξίδια του, μεταξύ Ελλάδας και Λονδίνου γίνονταν όλο και πιο τακτικά.

Ένα κόμματι Ελλάδας στο Μπαχρέιν

Επιστρέφοντας οριστικά στο Μπαχρέιν, μετά το τέλος των σπουδών του, έψαχνε με πάθος τρόπους ώστε να διατηρήσει την επαφή του με το ελληνικό στοιχείο. «Ελληνικά εστιατόρια δεν υπήρχαν στο Μπαχρέιν. Και από τα ράφια των σούπερ μάρκετ απουσίαζαν τα ελληνικά προϊόντα, τουλάχιστον τα ποιοτικά ελληνικά προϊόντα» παρατηρεί. Έτσι, γεννήθηκε στο μυαλό του η ιδέα να αρχίσει να φέρνει αυτός, σε επίπεδο χονδρικής, αρχικά, τους δικούς του αγαπημένους κωδικούς από Ελλάδα και να τους διοχετεύει στα σούπερ μάρκετ της χώρας του. «Ξεκίνησε περισσότερο από την ανάγκη μου να έχω σταθερά πρόσβαση σε αυτές τις πρώτες ύλες ώστε να συνεχίσω να μαγειρεύω και στην πατρίδα μου τις συνταγές που έμαθα από τους Έλληνες φίλους μου» σημειώνει.

Ο Noa, λοιπόν, ξεκίνησε να ανεβάζει στους λογαριασμούς του στα social media, stories που έδειχναν τόσο τον ίδιο να μαγειρεύει, χρησιμοποιώντας αυτά τα προϊόντα, όσο και κάποιες νοικοκυρές στις οποίες επίσης είχε εμπιστευτεί τα προϊόντα του. Μάλιστα τις είχε προτρέψει να αντικαταστήσουν ορισμένα υλικά που χρησιμοποιούσαν στις συνταγές τους με τα αντίστοιχα (ή με άλλα) ελληνικά, ώστε να διαπιστώσουν και οι ίδιες την διαφορά στη γεύση. Και απ’ ότι φάνηκε ορθώς έπραξε, γιατί οι ακόλουθοί του άρχισαν να αυξάνουν, ο κόσμος να μαθαίνει τα προϊόντα του και όλο και περισσότεροι να τον ρωτούν για τις μαγειρικές του. Και κάπου εκεί μπήκαν στο παιχνίδι και τα ελληνικά εστιατόρια σε Ριάντ και Ντουμπάι που άρχισαν να του ζητούν ταραμά, κρίταμο, ελιές, παξιμάδια και άλλα καλούδια από Ελλάδα.

Η μικρή made in Greece αυτοκρατορία των 5 σημείων

Λίγο αργότερα, ωστόσο, τα σχέδιά του ανατράπηκαν λόγω της καραντίνας που έφερε η πανδημία του Covid, μία συνθήκη που όμως γρήγορα γύρισε υπέρ του καθώς τότε αναγκάστηκε να δουλέψει κατά αποκλειστικότητα μέσω Instagram, αυξάνοντας τους ακόλουθούς του από 8000 σε 24.000 μέσα σε 4 μήνες και κάνοντας γνωστά και περιζήτητα τα ελληνικά του προϊόντα σε σχεδόν όλες τις μεγάλες πόλεις της Μέσης Ανατολής. «Ήταν η περίοδος που αποφάσισα να περάσω από την χονδρική στο retail και να ανοίξω το πρώτο μου delicatessen» θυμάται.  «Από την πρώτη στιγμή που ανοίξαμε και παρ’ ότι βρισκόμασταν στο πικ της πανδημίας (ως παντοπωλείο είχαν παραμείνει ανοιχτά μαζί με τα φαρμακεία) καθημερινά σχηματίζονταν ουρές πολλών μέτρων έξω από το μαγαζί».

Το ένα έφερε το άλλο και η υψηλή ζήτηση γέννησε την ιδέα του πρώτου του εστιατορίου. Στο πλευρό του η αγαπημένη του φίλη και συνεργάτης Γωγώ που άφησε την Κρήτη για να βρεθεί στο πλευρό του. «Εκεί φτιάχναμε καθημερινά, σπιτικό, μαμαδίστικο ελληνικό φαγητό. Εγώ και η Γωγώ εκπαιδεύσαμε τους σεφ μας (ο head chef ήταν από την Κένυα και ο sous chef από την Ινδία) στην εκτέλεση αυθεντικών ελληνικών συνταγών: Κρητικοί λαχανοντολμάδες, μουσακάδες και άλλες παραδοσιακές συνταγές που είχα συλλέξει από τα ταξίδια μου και από τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει πίσω στην Ελλάδα».

Μεταξύ των θαυμαστών της κουζίνας του Noa και των deli προϊόντων του, και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας του Μπαχρέιν αλλά και αριστοκράτες της χώρας. «Όλοι οι άνθρωποι του παλατιού έχουν γευτεί τα ελληνικά μας πιάτα. Και έχουν ψωνίσει τους ελληνικούς κωδικούς των προϊόντων μας. Είναι συγκινητικό βασιλιάδες να δίνουν συγχαρητήρια στους γονείς σου για την προσπάθειά σου και συγχρόνως να μαγεύονται από τις ελληνικές νοστιμιές» μου λέει.

Ακολούθησε, ένα ακόμα μαγαζί, το μεγαλύτερο της αλυσίδας (συνολικής επιφάνειας 900 τ.μ.) αυτή τη φορά στο Ριάντ. «Εκεί ενώσαμε την γαστρονομία με τον πολιτισμό, φιλοξενώντας κατά καιρούς εκτός από μαγειρικά και καλλιτεχνικά workshops, με καλλιτέχνες που έρχονται από την Ελλάδα. Κάνουμε ελαιογνωσίες εξαιρετικά παρθένων ελληνικών ελαιολάδων (κυρίως εκ Κρήτης προερχόμενα), διοργανώνουμε σεμινάρια παρασκευής τυριού (συνεργάζεται εξαιρετικά με την οικογένεια Μπέκα από τη Θεσσαλονίκη) και φρέσκων ζυμαρικών (οι τραχανάδες του από τη βόρεια Ελλάδα κάνουν θραύση), μυούμε τους Άραβες στα μυστικά του ελληνικού μελιού (το προμηθεύεται από Σέρρες, από Κρήτη και από Ρόδο) και τους μαθαίνουμε να πίνουν ελληνικό καφέ (παρέα με Λουτρακιώτικο λουκούμι από τα Γεράνεια) . Επίσης, εκπαιδεύουμε μικρά παιδιά στο να μάθουν να μαγειρεύουν ελληνικές συνταγές. Στόχος μας ήταν -και το έχουμε καταφέρει- να λειτουργήσουμε ως ένα ανοιχτό cultural hub» μου λέει.

Σήμερα, ο Νόa, μετρά πέντε Agora (ένα στο Ριάντ, τρία στο Μπαχρέιν και την αποθήκη χονδρικής στο Ντουμπάι) στην επιχειρηματική του μπριγάδα και είναι μόλις 36 ετών!

agorafoodtrading.com – Instagram: agora.food

Το άρθρο της εβδομάδας